Για το βιβλίο της Θεοδώρας Κατσιφή «Γκούρι, σημαίνει πέτρα» με εικονογράφηση της Πατρίτσια – Ευγενίας Δεληγιάννη (εκδ. Καλειδοσκόπιο). Κεντρική εικόνα: Επεξεργασμένο σκίτσο της Πατρίτσια – Ευγενίας Δεληγιάννη από το βιβλίο.
Του Μάνου Κοντολέων
Ένα από τα κλασικά μοτίβα ανάπτυξης μυθιστορήματος για παιδιά είναι κι αυτό που περιγράφει τις καλοκαιρινές διακοπές μιας ομάδας παιδιών σε κάποιο χωριό. Και συνήθως η πλοκή ενισχύεται με ένα μυστήριο που τις περισσότερες φορές έχει να κάνει με κάποιο αρχαιολογικό εύρημα. Οι χαρακτήρες των παιδιών είναι έτσι διαμορφωμένοι ώστε να εξυπηρετούν τη δράση και πολύ συχνά το αρχαιολογικό εύρημα γίνεται η αφορμή να δοθούν εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες για την εποχή από την οποία προέρχεται το εύρημα και τον τόπο όπου βρέθηκε.
Ως τελικό αποτέλεσμα έχουμε ένα κείμενο με έντονο το προγραμματισμένο του στοιχείο και με ακόμα πιο έντονα διακρινόμενη τη διάθεσή του από τη μια να κρατήσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον του αναγνώστη και από την άλλη να προσφέρει συγκεκριμένες γνώσεις. Ο αυθορμητισμός των ηρώων μετατρέπεται σε στερεοτυπικές αντιδράσεις. Τα συναισθήματα (φιλικές σχέσεις, πρώτα ερωτικά σκιρτήματα κ.λπ.) εκφράζονται με ελεγχόμενη διάθεση έτσι ώστε να μην βγαίνουν έξω από το περίγραμμα του κοινωνικά αποδεχτού.
Άλλοτε δείχνει πως γνωρίζει να χειρίζεται την τεχνική της αποσιώπησης κι άλλοτε πως επιζητά την αμεσότητα του τραγικού.
Αυτά όλα τα στοιχεία, που η ύπαρξή τους μετατρέπει τη λογοτεχνία για παιδιά και νέους σε βιβλίο για παιδιά και νέους, με ιδιαίτερη ικανοποίηση διαπίστωσα πως απουσιάζουν από αυτήν τη νουβέλα της Θεοδώρας Κατσιφή. Κι εδώ έχουμε την εξιστόρηση της καλοκαιρινής καθημερινότητας μιας ομάδας παιδιών σε ένα χωριό. Μια ομάδα που μέσα στο κείμενο αναφέρεται ως τσούρμο κι αμέσως σε προδιαθέτει πως πρόκειται να διαβάσεις κάτι που θα ξεφεύγει από τα όρια μιας προγραμματισμένης εξιστόρησης.
Κι έτσι είναι. Μέσα από την αφήγηση της κεντρικής ηρωίδας, ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού από την πρωτεύουσα που φιλοξενείται στο σπίτι της γιαγιάς της, θα γνωρίσουμε και την ίδια και αρκετά από τα μέλη του τσούρμου, όπως και άλλους ενήλικους κατοίκους της περιοχής, αλλά κυρίως θα προχωρήσουμε μαζί της στην αναζήτηση της αλήθειας που πρέπει να κρύβεται πίσω από την εξαφάνιση μιας κοπέλας. Γεγονός που είχε κάπως παλαιότερα συμβεί, αλλά είχε καλυφθεί μέσα στο πέπλο διαφόρων δοξασιών, μα και στην διάθεση των κατοίκων του χωριού να μην ανασκαλεύουν όσα πιθανώς θα τάραζαν την κλειστή κοινωνίας τους.
Η Θεοδώρα Κατσιφή χρησιμοποιεί μια γραφή ποιητική όσο και ρεαλιστική. Δομεί την εξιστόρησή της σε μικρά κεφάλαια. Άλλοτε δείχνει πως γνωρίζει να χειρίζεται την τεχνική της αποσιώπησης κι άλλοτε πως επιζητά την αμεσότητα του τραγικού. Αφήγηση άγρια ως ένα βαθμό, όπως άγρια μπορεί να είναι μια πέτρα, αλλά και επίσης αφήγηση βαθιά όσο βαθιά μπορεί να φτάνουν οι ρίζες μιας μουριάς.
«Μπορεί κανείς να μην ήξερε τι είχε γίνει με τη Γεωργίτσα, αλλά πολλοί έλεγαν πως την είχαν δει. Το πνεύμα της δηλαδή.
Πίστευαν πως τριγυρνούσε τις νύχτες όταν είχε βοριά.
Δυσκολευόμουν να το αποδεχτώ, τα παιδιά όμως ορκίζονταν πως είναι αλήθεια.
Κάποιος είχε ακούσει το σούρσιμο των ποδιών της.
Άλλος την είχε δει να στέκεται και να κοιτάει το σπίτι του πατέρα της.
Άλλος κουλουριασμένη έξω από το νεκροταφείο να τρέμει από το κρύο.
Και πάντα τη νύχτα. Την ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα και τα στοιχειά από τις κρυψώνες τους.
Αυτά λέγανε.
“Εσύ, γιαγιά, την έχεις δει;”
“Μια φορά. Έτσι νόμισα”.
“Και τί έκανε;”
“Στεκόταν κάτω απ΄ τη μουριά στην αυλή τους κι έκλαιγε. Έβγαλα το σταυρό μου απ΄ τη φανέλα και τον φίλησα”.
“Και μετά;”
“Μετά τίποτα”.
“Αυτή ήταν;”
“Η φαντασία μου ήταν. Και φόβος πολύς!”»
Μέσα σε αυτό το κλίμα ζωής –μα και αφήγησης– η ηρωίδα ανακαλύπτει όχι μόνο την αλήθεια που έμενε κρυμμένη, αλλά και το πού και πώς θα τοποθετήσει τον ίδιο της τον εαυτό μέσα σε ένα διαρκώς μετακινούμενο εξωτερικό περιβάλλον – μετακινούμενο είτε από τις πράξεις των άλλων, είτε από τον τρόπο που η ίδια αυτές τις πράξεις ερμηνεύει. Με δυο λόγια, πρόκειται για μια καθαρή και ιδιαίτερα ποιοτική σύνθεση κειμένου ενηλικίωσης ή –με μια διαφορετική διατύπωση– σύντομου μυθιστορήματος cross over.
* Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας» (εκδ. Πατάκη).