Η δικτύωση καλλιεργητών βιολογικών προϊόντων με τη συνεπικουρία του κράτους θα διασώσει την ελληνική γεωργία. Του Γιάννη Σακιώτη*
Η «πράσινη» ανάπτυξη αποτελεί –ευτυχώς–, όπως όλα δείχνουν, κεντρική πολιτική επιλογή για τη σημερινή κυβέρνηση. Η αρνητική συγκυρία όμως της σφοδρής οικονομικής κρίσης, η οποία απειλεί να βουλιάξει τη χώρα, έχει περιορίσει την ταχύτητα του έργου
Αντίθετα, η οικονομική κρίση αναδεικνύει τα αδιέξοδα του «τυφλού» αναπτυξιακού μοντέλου που ακολούθησε η χώρα τα τελευταία 30 χρόνια, ενός μοντέλου που βασίστηκε στην εξωπραγματική υπόθεση ότι η καταστροφή του περιβάλλοντος και η υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων μπορούσαν να γίνονται δωρεάν, χωρίς να πληρώνει κανείς το κόστος των συνεπειών. Οι ανυπολόγιστες ακόμη συνέπειες στην υγεία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από τη μόλυνση του Ασωπού ―θυσία στα αχαλίνωτα κέρδη δεκάδων επιχειρήσεων που έριχναν τα απόβλητα στο ποτάμι― και τα απέραντα καμένα δάση σε όλη τη χώρα ―θυσία στο μικρο-όφελος της απόκτησης αυθαίρετου ή ημι-νόμιμου εξοχικού «μέσα στα πεύκα»― αποτελούν κορυφαία παραδείγματα μη πληρωμής του περιβαλλοντικού κόστους από την ελληνική κοινωνία.
Τα αδιέξοδα στη σημερινή συγκυρία γεννούν τις πλέον πραγματιστικές προοπτικές ανάταξης της εθνικής μας οικονομίας και διατήρησης της κοινωνικής συνοχής. Πώς; Με τη δημιουργία μεγάλου αριθμού νέων θέσεων εργασίας, μέσα από την κατευθυνόμενη, με όλα τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενίσχυση αφενός της ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας στους τομείς της «πράσινης» οικονομίας (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, εξοικονόμηση ενέργειας, προώθηση πράσινων προϊόντων στην κατανάλωση, βιολογική γεωργία, αγροτουρισμός κ.ο.κ.) και αφετέρου μέσω της προώθησης της «πράσινης» κοινωνικής οικονομίας.
Η κοινωνική οικονομία, δηλαδή η μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα οικονομική δραστηριότητα μικρών και μεσαίων παραγωγών, η οποία εξασφαλίζει δίκαιες τιμές, εύλογο κέρδος και αξιοπρεπές εισόδημα στους παραγωγούς, έχει άπλετο έδαφος προς ανάπτυξη στη χώρα μας και, μάλιστα, άμεσα. Ας δούμε πώς θα μπορούσε να αναπτυχθεί το μοντέλο της κοινωνικής οικονομίας σε έναν υπαρκτό και επιτυχημένο χώρο «πράσινης» οικονομικής δραστηριότητας, τη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία. Στην Ελλάδα υπάρχει το παράδοξο να έχουμε εξαιρετικής ποιότητας βιολογικά προϊόντα που πωλούνται φθηνά από τους παραγωγούς, εξασφαλίζουν υπερκέρδη στους μεσάζοντες και πωλούνται ακριβά στους καταναλωτές. Με την κατεύθυνση πόρων από το ΕΣΠΑ θα μπορούσαν χιλιάδες μικροί βιοκαλλιεργητές να οργανωθούν σε κλειστά δίκτυα διάθεσης και διανομής με τους καταναλωτές. Βγάζοντας από τη μέση το παράλογο κέρδος των μεσαζόντων και επιτυγχάνοντας έγκαιρη διανομή –δεν είναι δα και τόσο δύσκολο στην εποχή της υπερεπικοινωνίας και του διαδικτύου–, οι απεγνωσμένοι σήμερα βιοπαραγωγοί θα μπορούσαν να διαθέσουν τα προϊόντα τους σε πολύ καλύτερες τιμές, σε εκατοντάδες χιλιάδες καταναλωτές που διψούν για φθηνά ποιοτικά βιολογικά προϊόντα.
Τα οφέλη από μια τέτοια δικτύωση θα ήταν πολλά. Το κύριο όφελος έχει να κάνει με τη διασφάλιση της συνέχισης της ενασχόλησης των παραγωγών με τη βιολογική γεωργία. Επίσης, η οργάνωση των δικτύων θα δημιουργούσε χιλιάδες θέσεις εργασίας στους χώρους συσκευασίας και διάθεσης, καθώς και στο σύστημα διανομής. Τέλος, η επιτυχής λειτουργία του μοντέλου αυτού θα ενθάρρυνε πολλές χιλιάδες ακόμη αγρότες μικρής και μεσαίας παραγωγικής δυνατότητας να στραφούν στη βιολογική γεωργία. Με εξαιρετικά επωφελείς συνέπειες για την υγιεινή διατροφή και για την προστασία και τη βιωσιμότητα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα των πιο πολύτιμων φυσικών πόρων της χώρας: του νερού, που σήμερα κατασπαταλείται παράλογα από τις αρδεύσεις, και των εδαφών, που έπειτα από μερικές δεκαετίες εντατικής χημικής γεωργίας κινδυνεύουν με οριστική απόσυρση. Τον συντονισμό της «πράσινης» κοινωνικής οικονομίας θα μπορούσε να αναλάβει ένα κρατικό ινστιτούτο κοινωνικής οικονομίας, το οποίο απουσιάζει από τους θεσμούς της χώρας και του οποίου η δημιουργία θα μπορούσε να παράγει πολλαπλάσια οφέλη.
* Ο Γιάννης Σακιώτης είναι δρ πολιτικός επιστήμονας, περιβαλλοντολόγος.