Η σχέση ανάμεσα στη συνέχιση της ευημερίας, μέσω της ανάπτυξης, και στη διατήρηση των οικολογικών ισορροπιών συνιστά τη μεγαλύτερη ίσως πρόκληση του 21ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, η συζήτηση για την ανάπτυξη και την οικολογική κρίση,
Αναγκαστικά η συζήτηση-κριτική αυτή οδηγεί κατ’ αρχάς στο να αναρωτηθούμε, όλο και πιο συχνά, για το σημερινό περιεχόμενο και τις διατάσεις της ανάπτυξης, οι στρατηγικές και διαδικασίες της οποίας αποσκοπούν αποκλειστικά στην οικονομική μεγέθυνση της παραγωγής και της κατανάλωσης, αδιαφορώντας για τις οικολογικές επιπτώσεις («ευημερία του κακού»). Τελικά, γίνεται αντιληπτό ότι η συνεχής-απεριόριστη μεγέθυνση-ανάπτυξη εγγράφεται στη λογική της διαιώνισης του ίδιου του συστήματος που την τροφοδοτεί, έτσι που το πρόβλημα να μην είναι το είδος της ανάπτυξης, αλλά η ίδια η ανάπτυξη-μεγέθυνση. Και τούτο, με γενική την παραδοχή αφενός ότι η πεπερασμένη οικονομία της ανάπτυξης-μεγέθυνσης ταυτίζεται πλέον με τη δημιουργία κοινωνικών και οικολογικών κοστών (που δεν αποτυπώνονται στο ΑΕΠ) και αφετέρου, ταυτόχρονα, ότι η ανάπτυξη είναι έννοια με θετικό αξιακό πρόσημο, συνώνυμη με την πρόοδο και την τεχνοεπιστήμη, «η μόνη καθολικά αποδεκτή λέξη που συνοψίζει την επιθυμητή συλλογική δυναμική», σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά. Έτσι, το (αναπτυξιακό) μοντέλο της συνεχούς μεγέθυνσης της παραγωγής και της κατανάλωσης τίθεται εκτός αμφισβήτησης, εκτός κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου, και συνεπώς εκτός αναζήτησης των αναγκαίων (δομικών και συνολικών) αλλαγών όχι μόνο για την αναστροφή της οικολογικής, ακόμα και ανθρωπολογικής, κρίσης, αλλά και για την αποκατάσταση των τεράστιων οικονομικών, κοινωνικών αλλά και πολιτικών ανισοτήτων σε πλανητικό επίπεδο. Πράγματι, είναι γνωστό ότι το 25% των ανθρώπων στον πλανήτη κατέχουν το 80% του πλούτου και ευθύνονται για το 70% των ρυπάνσεων ή ότι η συντήρηση αυτού του προνομιούχου 25% απαιτεί την υποβάθμιση του 70% του παγκόσμιου φυσικού κεφαλαίου.
Η οικονομία της απομεγέθυνσης να διαδεχτεί τη «λίθινη εποχή» του ψευδοαπελευθερωτικού καταναλωτισμού
Μια κριτική, και σε ορισμένες περιπτώσεις άμεση και ολοκληρωτική αμφισβήτηση της ανάπτυξης, μπορεί να οδηγήσει στη μεταβολή του τρόπου που σκεφτόμαστε τις σχέσεις οικονομίας και κοινωνίας, ανθρώπου και φύσης, και αυτής με την κοινωνία, στην ανάδειξη και αξιοδότηση εναλλακτικών τρόπων ζωής και δόμησης των αναγκών. Εν ολίγοις, (μπορεί να οδηγήσει) στη μεταβολή που στοχαζόμαστε και ζούμε τη δημοκρατία. Πράγματι, πρέπει να παραδεχθούμε ότι η σημερινή κρίση θέτει σε αμφισβήτηση όχι μόνο τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές δομές που γεννήθηκαν με την άνοδο της οικονομίας της αγοράς-ανάπτυξης, αλλά επίσης και τις ίδιες τις αξίες που έχουν συντηρήσει αυτές τις δομές. Με λίγα λόγια, στον τομέα του περιβάλλοντος αποτυπώνεται, περισσότερο από αλλού, η κρίση ή και το τέλος ενός πολιτικού και οικονομικού, αλλά και αξιακού μοντέλου. Και όπως έδειξε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, η αμφισβήτηση των αξιών και των τάσεων της υπάρχουσας κοινωνίας είναι αδιαχώριστη από την κριτική του φαντασιακού της «ανάπτυξης» που σήμερα επικρατεί. Και γι’ αυτό τον λόγο είναι ακόμα περισσότερο απαραίτητη η εισαγωγή του οικολογικού στοιχείου σε ένα (νέο) δημοκρατικό πολιτικό πρόταγμα (οικοδημοκρατία) ατομικής και συλλογικής αυτονομίας.
Έτσι, τελικά, μέσα από την οικολογική κρίση και το οικολογικό κίνημα του τέλους της δεκαετίας του ’60, γεννήθηκε η πολιτική οικολογία, η οποία όχι μόνο συλλαμβάνει την πολιτική, την οικονομία και την οικολογία ως ανοιχτά το ένα στο άλλο και αλληλοπροσδιοριζόμενα συστήματα, αλλά και απαντά, κατά τον Καστοριάδη, στο κεντρικό και αιώνιο ερώτημα: Τι είναι η ανθρώπινη ζωή; Γιατί ζούμε; Και, εν πάση περιπτώσει, για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας από ετερόνομη σε αυτόνομη (δραστηριότητα της συλλογικότητας), σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να παύσει «το οικονομικό» να είναι η κυρίαρχη ή αποκλειστική αξία. Πρέπει να εγκαταλείψουμε τη «λίθινη εποχή» της οικονομικής-ποσοτικής αποτίμησης των κοινωνιών μας. Με άλλα λόγια, πρέπει να κατανοηθεί ότι η εξέλιξη των κοινωνιών δεν καθορίζεται αποκλειστικά από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά, όπως ήδη αναφέρθηκε, και από άλλες οικολογικές-ποιοτικές αλλά και κοινωνικοπολιτισμικές-πνευματικές αξίες (συνεργατικότητα, αλληλοβοήθεια, αφιλοκέρδεια κ.λπ.). Οπότε, τα προηγούμενα ερωτήματα συμπληρώνονται και αποσαφηνίζονται τελικά με το «πώς πρέπει να ζούμε».Εάν η σημερινή συστημική και καθολική κρίση καταδεικνύει μια κρίση (υπερ)ανάπτυξης-μεγέθυνσης, αλλά και αποδυνάμωσης της δημοκρατίας, ερωτάται ποια μπορεί να είναι τα «πεδία των δυνατοτήτων» μιας εναλλακτικής προοπτικής. Η απάντηση συνδέεται με το κρίσιμο και πολιτικό ερώτημα που θέτει ο Γκι Ρουστάνγκ: «Πόσο και πώς να παράγουμε για να ανταποκριθούμε σε πoιες (και ποιων-για ποιους, θα προσθέταμε) ανάγκες»; Μια οικονομία απομεγέθυνσης, δηλαδή μια «οικονομία των αναγκών» και των «αξιών χρήσης» την οποία υπονοεί το ερώτημα αυτό, του «αρκετά» και του «καλά», και όχι του «περισσότερα» και «καλύτερα», θα οδηγούσε και στη μεταβολή του μεγέθους και του τρόπου της –«επιβεβλημένης», ανικανοποίητης και ψευδοαπελευθερωτικής– σήμερα κατανάλωσης. Η αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, που το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και ο καπιταλισμός μέσω της εκμετάλλευσης επιτυγχάνει, πρέπει να πάψει να είναι το φετίχ της καταναλωτικής κοινωνίας. Και, πάλι, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν μπορεί να είναι οικονομική, αλλά, επειδή η οικονομική δραστηριότητα και συμπεριφορά δεν λαμβάνουν χώρα στο κενό, πρωτίστως πολιτική-δημοκρατική τόσο σε επίπεδο απόφασης όσο και ελέγχου. Εξ ου και η αναγκαιότητα μιας εναλλακτικής οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας με μια νέα πολιτική –συμβιωτική και συλλογική– δημοκρατία που θα βασίζεται στην ισοκατανομή της εξουσίας, με πυρήνα το «μικρό», το (χωρο-)τοπικό (κοινοτικό, βιο-περιοχικό) και το «εκ των κάτω» προερχόμενο (πρωτοβουλίες αυτο-οργάνωσης των πολιτών, νέοι αποκεντρωμένοι συλλογικοί θεσμοί στη βάση του συνεργατισμού και της άμεσης δημοκρατίας, συγκρότηση εναλλακτικών οικονομικών δικτύων κ.λπ.).
Η προσέγγιση αυτή εγγράφεται προφανώς στον αντίποδα της «εκ των άνω» (κράτος, διεθνείς οργανισμοί) τεχνορυθμιστικής και διαχειριστικής –μέσω της «πράσινης» τεχνολογίας και των εργαλείων της αγοράς– αειφόρου ή βιώσιμης ή «πράσινης» ανάπτυξης. Η έννοια αυτή, ως «τελευταία μεταμόρφωση της ανάπτυξης», κατά τον Serge Latouche, δεν αμφισβητεί την οικονομία και την ιδεολογία της αγοράς-μεγέθυνσης (αειφόρος μεγέθυνση), αλλά απλώς εκσυγχρονίζει και εξορθολογικοποιεί την παραγωγή και «πρασινίζει» την κατανάλωση, δημιουργώντας αφενός ένα νέο έδαφος αναπαραγωγής και (αενάου) διαιώνισης του ισχύοντος παραγωγιστικού-αναπτυξιακού συστήματος και των συνοδών κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, αφετέρου δημιουργώντας έναν νέο ανταγωνισμό («οικοανταγωνισμό). Μέσα στην αοριστία της, στην επιδέξια ασάφειά της και στο οξύμωρό της, πρόκειται για μία ακόμα «ευκαιρία» (Nicholas Stern, ο οποίος παραδέχθηκε στην περίφημη έκθεσή του ότι η οικολογική κρίση και, ειδικότερα, η κλιματική αλλαγή συνιστά την πιο έκδηλη αποτυχία της αγοράς) την οποία πρέπει αδράξουν οι επιχειρηματίες. Στη θεώρηση αυτή ο homo oeconomicus μετατρέπεται απλώς σε homo eco-oeconomicus, δημιουργώντας ένα νέο καταναλωτικό φαντασιακό και εξοστρακίζοντας και πάλι τον πολίτη, που εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο, όπως και η δημοκρατία.
Το τελευταίο αυτό αίτημα παραμένει, ακόμα κι όταν, μέσω μιας σταδιακής στροφής από την ποσοτική στην ποιοτική παραγωγή –η οποία είναι αναπόσπαστα συνδεμένη με την προαναφερθείσα επιλογή μιας οικονομίας των αναγκών–, οδηγηθούμε προς μια απο-μεγέθυνση της οικονομίας και της κοινωνίας (αφού τα ποιοτικά στοιχεία δεν αποτυπώνονται στο (ποσοτικό) ΑΕΠ). Πράγματι, με δεδομένο πλέον ότι σε μια μετα-φορντική, ήπια και «αργή» ποιοτική παραγωγή, για την ίδια ποσότητα παραγωγής θα χρειάζεται περισσότερος χρόνος και περισσότεροι εργαζόμενοι, η παραγωγικότητα θα είναι πτωτική, και συνεπώς η μεγέθυνση θα είναι μηδενική. Βέβαια, και εδώ, εάν το πλαίσιο λειτουργίας είναι το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, θα τεθεί το πολιτικό ζήτημα της διαμοίρασης όχι των κερδών της παραγωγικότητας, αλλά της ποιότητας-βιωσιμότητας (Jean Gadrey).
* Ο Τάκης Νικολόπουλος είναι καθηγητής Δικαίου και Πολιτικής Περιβάλλοντος στο ΤΕΙ Μεσολογγίου.