
Σε μια σειρά από δέκα άρθρα, δημοσιευμένα εδώ τον Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο της περσινής χρονιάς, συζήτησα τα «Προβλήματα της σημερινής ποίησης», όπως εγώ τα βλέπω και τα εκτιμώ. Στα τρία άρθρα τούτης της νέας σειράς διατυπώνω προτάσεις για την επίλυσή τους.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Τι υπήρξε μέσα στην μακρά ιστορία της η ποίηση λοιπόν; Και τι θα ’πρεπε να επιθυμεί να ξαναγίνει; Εννέα απαντήσεις.
1. Η ποίηση ήταν, και θα ’πρεπε να ξαναγίνει, τέχνη λαϊκή
Η ποίηση δεν είναι ιδιωτική ενασχόληση, χόμπυ μιας δράκας διανοουμένων. Ο ποιητής φέρει ευθύνη έναντι της γλώσσας και της παράδοσης που τον φέρει. Λογοδοτεί σε μια συλλογικότητα που τον υπερβαίνει. Φυσικά, δεν είναι δουλειά του καθενός ποιητή προσωπικά να συνεπαίρνει τα μεγάλα πλήθη. Αυτό ελάχιστοι το καταφέρνουν, οι κορυφαίοι: ο Όμηρος και οι Τραγικοί στην Αρχαιότητα, ο Δάντης και ο Σαίξπηρ στους Νέους Χρόνους, ο Ερωτόκριτος και το δημοτικό τραγούδι στη νέα μας γλώσσα. Όμως, η ποίηση κάθε εποχής ως όλον, ως άθροισμα δηλαδή του έργου των εκπροσώπων της, αν είναι τω όντι σημαίνουσα, έχει να προσφέρει κάτι στους πάντες – και στους λίγους και στους πολλούς, και στους μυημένους και στους αμύητους. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, όταν δημιουργοί και αποδέκτες ταυτίζονται, όταν ανήκουν μάλιστα στο ίδιο κοινωνικό ή μορφωτικό στρώμα, τότε η ποίηση νοσεί. Φτωχαίνει, μαραίνεται, η φωνή της ατονεί, τα θέματα και τα μέσα της συρρικνώνονται και παρακμάζουν. Γίνεται σαν τον ρήτορα που ασκείται μόνο σε συνάξεις δωματίου μεταξύ των ομοίων του, και όταν τον βγάζουν ξαφνικά στο μπαλκόνι ή τον κατεβάζουν στον δρόμο, τα χάνει και δεν έχει τι να πει. Οι ποιητές όμως οι άξιοι του ονόματος δεν ακούγονται μόνο όταν οι πόρτες είναι κλειστές, ούτε απευθύνονται μόνο σ’ αυτούς που τους μοιάζουν. Έχουν κάτι να πουν σε όλους. Και βρίσκουν τον τρόπο να το πετύχουν.
2. Η ποίηση ήταν, και θα ’πρεπε να ξαναγίνει, τέχνη ταπεινή
Η ποίηση δεν είναι λέσχη για φαντασμένους ούτε για λοξούς. Δεν έχει πρωτόκολλο, δεν έχει dress code. Δεν είναι υποχρεωμένος κανείς να φοράει υποκάμισα αλά Μπάιρον ή φουλάρια πολύχρωμα για να τιτλοφορείται ποιητής. Δεν χρειάζεται να κρύβεται θεατρικά στο ημίφως. Δεν χρειάζεται να υποδύεται τον εξεγερμένο και τον αντισυμβατικό. Προ πάντων δεν του χρειάζεται διόλου εκείνη η αφ’ υψηλού γκριμάτσα απέναντι στο "πλήθος", που τόσο τη σάρκασε ο Κώστας Καρυωτάκης:
Ακούγεται παράδοξο, αλλά εκείνος ο φυγόκοσμος αυτόχειρας είδε ορθότερα από τους περισσότερους την έπαρση που κρύβουν οι συντεχνιακοί ισχυρισμοί του είδους ότι ο ποιητής τάχα υπερίπταται των άλλων ανθρώπων, ότι ο κόσμος όλος είναι φτιαγμένος μόνο και μόνο για να καταλήξει σ' ένα βιβλίο, και τα συναφή… Κανείς δεν γελοιογράφησε τόσο αμείλικτα τη μόνιμη εκείνη κλάψα που θέλει τους ποιητές «θύματα εξιλαστήρια / του "περιβάλλοντος", της "εποχής"». Στην υποτιθέμενη αντιπαράθεση ποιητών και "όχλου", ο Καρυωτάκης συντάχθηκε, ας το αναλογιστούμε, με τον "όχλο". Μάς έδειξε τον δρόμο προς «μια τέχνη ταπεινή, χωρίς ύφος» – πάει να πει χωρίς επιδεικτισμούς και ακαταδεξίες κωμικές. Καιρός να ακολουθήσουμε τα βήματά του.
3. Η ποίηση ήταν, και θα ’πρεπε να ξαναγίνει, τέχνη τερπνή
«Είχα ξεχάσει ότι η ποίηση μπορεί ακόμη να τέρπει», έγραφε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 προς τους συντάκτες του περιοδικού The Formalist ο Άρθουρ Μίλλερ. Και η φράση του, αλίμονο, αληθεύει ακόμη. Όπως και ο τελευταίος βιβλιοπώλης γνωρίζει, η ποίηση πλέον μόνο κατ’ εξαίρεσιν τέρπει, σαγηνεύει, συγκινεί. Ο μέσος αναγνώστης την αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι, γενιές ολόκληρες στο σχολείο και αλλού έμαθαν να τη βλέπουν σαν αγγαρεία, οι γρίφοι της προκαλούν βαθιά χασμουρητά. Κι αυτοί που υποτίθεται ότι την αγαπούν την απαγγέλλουν με «φωνή άχρωμη, συρτή και μελαγχολικιά», όπως έλεγε ο Ηλιόπουλος στην παλιά ελληνική ταινία, λες και θέλουν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να ενδιαφερθεί κάποιος για δαύτη. Ισχύει βέβαια ότι η απόλαυση δεν είναι όρος ικανός για ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, χρειάζονται και άλλα πράγματα, παραμένει όμως όρος αναγκαίος. Τέρπειν άμα και διδάσκειν, όπως έλεγαν οι Λατίνοι. Άλλωστε η ποίηση που τέρπει, συνήθως όλο και κάτι διδάσκει – τη χαρά που μπορεί να αντλήσει κανείς από τη λέξη, ή το παιχνίδι με τις ατελεύτητες εκφραστικές δυνατότητες της γλώσσας, ας πούμε. Ενώ εκείνη που δεν τέρπει όχι μόνο να διδάξει δεν μπορεί, αλλά δεν είναι καν ποίηση.
4. Η ποίηση ήταν, και θα ’πρεπε να ξαναγίνει, τέχνη χρήσιμη
Ποιητής άξιος λόγου και αφιλόδοξος, παραιτημένος από την επιθυμία να αλλάξει έστω και λίγο τα πράγματα γύρω του, είναι contradictio in terminis. Δεν νοείται.
Η ιδέα ότι η ποίηση δεν αλλάζει στο παραμικρό τον κόσμο ή τη ζωή αυτή που ζούμε, είναι βέβαια ένας παραλογισμός. Για τον Δάντη έλεγε ο Καζαντζάκης ότι με το έργο του προδιέγραψε τα σύνορα της Ιταλίας αιώνες προτού αυτά χαραχθούν, τέτοια ήταν η επιρροή του. Καθένας γνωρίζει τι σημασία είχαν η Αινειάδα και ο Βιργίλιος για τους Ρωμαίους, τα ιστορικά δράματα του Σαίξπηρ για τους Άγγλους, η παράδοση του χάικου για τους Ιάπωνες, η Ραμαγιάνα και η Μαχαμπχαράτα για τους Ινδούς. Εδώ σε μας, ο Αλέξανδρος μεγάλωσε με την Ιλιάδα στο προσκεφάλι, οι βυζαντινοί μελωδοί σφράγισαν τη λαϊκή πίστη περισσότερο από κάθε πατέρα της Εκκλησίας, χωρίς τον Σολωμό, χωρίς τον Παλαμά η ίδια η γλώσσα που μιλάμε και γράφουμε θα ήταν άλλη. Κάθε ομιλιακό ενέργημα έχει σκοπό να επηρεάσει, αυτός είναι ο λόγος της ύπαρξής του. Η ποίηση δεν είναι μόνον "έκφραση", όπως τονίζει ο Μπρεχτ, αλλά και παρεμβαίνουσα πράξη. Γεννημένη τον 19ο αιώνα ως αντίδραση στις υπερβολικές αξιώσεις των "στρατευμένων", που ήθελαν μια ποίηση-φερέφωνο, εργαλείο βολικό για ξένους, πολιτικούς σκοπούς, η δοξασία ότι η ποίηση δεν χρησιμεύει σε τίποτε, είχε αρχικά μια λογική. Τόνιζε, υπερασπιζόταν την αυτονομία της τέχνης. Σήμερα όμως έχει καταντήσει σοφιστεία νομιμοποιητική της εσωστρέφειας και της παραίτησης. Γιατί χωρίς πίστη στον λόγο, ούτε και τέχνη του λόγου, λογοτεχνία, ποίηση, γίνεται να υπάρξει. Και πίστη στον λόγο σημαίνει πρωτίστως πίστη στη δύναμή του, στις μεταμορφωτικές δυνατότητές του. Ποιητής άξιος λόγου και αφιλόδοξος, παραιτημένος από την επιθυμία να αλλάξει έστω και λίγο τα πράγματα γύρω του, είναι contradictio in terminis. Δεν νοείται.
5. Η ποίηση ήταν, και θα ’πρεπε να ξαναγίνει, τέχνη ακριβής
Η ποίηση είναι τέχνη της γλώσσας, εξ ορισμού τέχνη έλλογη. Είναι φορέας νοήματος, ιδεών, σκέψεων, λόγος που αφηγείται και ιστορεί, που περιγράφει και συμπεραίνει, που έχει πάντα κάτι μεταδοτό και σημαίνον και επακριβές να πει. Ο καθαρός φορμαλισμός της αφηρημένης ζωγραφικής ή της απόλυτης μουσικής δεν είναι δική της υπόθεση. Ακόμη και όταν ο άξιος ποιητής χρησιμοποιεί το διφορούμενο ή την ασάφεια, και τότε ακριβολογεί, με την έννοια ότι αμφιρρέπει εσκεμμένα. Αντιθέτως, η αοριστολογία, η ακυρολεξία, ο βερμπαλισμός της εποχής μας είναι φαινόμενα αντιποιητικά. Οι πρώτοι υπερρεαλιστές φλέρταραν πράγματι με την ιδέα ότι η ποίηση μπορεί να υπάρξει και ερήμην του λόγου, να εκπηδήσει αυτοματικά από ένα βαθύτερο ψυχικό υπόστρωμα, χωρίς παρεμβολή της διάνοιας. Όμως γρήγορα, το δείχνει το ώριμο έργο τους, και οι ίδιοι άλλαξαν ρότα. Παρ’ όλα αυτά, η άτοπη εντύπωση έμεινε και παράγει ακόμη λεκτικά πυροτεχνήματα, «ποιήματα άνευ ποιήσεως» όπως θα τά ’λεγε ο Ροΐδης, σκιάχτρα για κάθε σοβαρό αναγνώστη. Γιατί κανείς αναγνώστης που σέβεται τον εαυτό του δεν χαραμίζει τον καιρό και τον κόπο του σε γραψίματα που ούτε οι ίδιοι αυτοί που τα σκάρωσαν δεν ξέρουν αν έχουν κάτι να πουν.
6. Η ποίηση ήταν, και θα ’πρεπε να ξαναγίνει, τέχνη απαιτητική
Απαιτητική όχι βέβαια γι’ αυτόν που τη διαβάζει κατ’ ανάγκην. Λεγεώνα είναι τα αριστουργήματα όλων των εποχών που μας συνεπαίρνουν με την πρώτη, χωρίς να καταβάλουμε γι’ αυτό καμιά συνειδητή προσπάθεια. Απαιτητική για εκείνον που τη γράφει! Την εξωφρενική εντύπωση ότι η ποίηση εύκολα γράφεται και δύσκολα διαβάζεται, οφείλουμε πάση θυσία, επί ποινή αυτοκαταργήσεως, να τη διασκεδάσουμε. Είναι ανάγκη να τονίσουμε φορτικά ότι τα πιο σπουδαία, τα πιο συγκλονιστικά ποιητικά έργα των αιώνων, ακόμη κι όταν δείχνουν πάναπλα στη δομή τους, πατούν πάνω σε τεχνικές και γλωσσικές δεξιότητες αδιανόητης πολυπλοκότητας. Ότι τα περί αυτόματης και πηγαίας και αυθόρμητης γραφής, τα περί αναπάντεχης και καθηλωτικής έμπνευσης είναι αυταπάτες για ερασιτέχνες. Ότι μόνο η συνύπαρξη ενός ασυνήθιστου ταλέντου με την πιο αυστηρή εργασιακή ηθική μπορεί να εξασφαλίσουν σ’ έναν ποιητή την επιτυχία. Σε τι βασίζεται αυτή η επιτυχία; Μα στην επίγνωση ότι η ποίηση είναι μια τέχνη που μπορούν να τη χαίρονται οι πάντες, αλλά ελάχιστοι μόνον να ασκούν.
(συνεχίζεται το προσεχές Σάββατο...)
[διαβάστε όλα τα άρθρα του φακέλου «Η ποίηση σήμερα» κάνοντας κλικ ΕΔΩ]
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.