Σε μια σειρά από δέκα άρθρα, δημοσιευμένα εδώ την περσινή χρονιά, συζήτησα τα «Προβλήματα της σημερινής ποίησης», όπως εγώ τα βλέπω και τα εκτιμώ. Στα τρία άρθρα τούτης της νέας σειράς διατυπώνω προτάσεις για την επίλυσή τους. Ακολουθούν οι τρεις τελευταίες απαντήσεις στο ερώτημα «τι ήταν και τι θα ’πρεπε να ξαναγίνει η ποίηση» και ο επίλογος των άρθρων.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
7. Η ποίηση ήταν, και θα ’πρεπε να ξαναγίνει, τέχνη άμεση
Για τον Αμβρόσιο Μεδιολάνων έχουν να πουν ότι ήταν ο πρώτος "σιωπηλός αναγνώστης", ο πρώτος δηλαδή που εμπρός σ’ ένα βιβλίο δεν διάβαζε φωναχτά ή ψιθυριστά στον εαυτό του. Το πράγμα έκανε εντύπωση γιατί συμβόλιζε την εγκατάλειψη της προφορικής κουλτούρας της Αρχαιότητας, όπου όλα τα γραψίματα ήταν ακροάματα, προορισμένα ν’ ακούγονται. Στις μέρες μας ζούμε την αντίστροφη μετάβαση. Τα έντυπα παρακμάζουν, η σημασία του βιβλίου μειώνεται. Μαζί τους η τωρινή ποίηση, η τόσο έμμεση και μπερδεμένη στους τρόπους της, χάνει και τα τελευταία της ερείσματα. Στις νέες συνθήκες, έξω απ’ τα σκριπτόρια, στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής θέση θα μπορεί να διεκδικήσει μόνο μια ποίηση άμεση: ευθύβολη και εύληπτη, εντυπωτική και αποστηθήσιμη, παραστάσιμη και μελοποιήσιμη – μια ποίηση προ πάντων προφορική. Ενδείξεις ότι τα πράγματα οδηγούνται όντως προς τα εκεί, έχουμε ήδη τώρα αρκετές. Μια τέτοια ποίηση δεν θα έχει ανάγκη καν το ποιητικό βιβλίο και την ασήμαντη κυκλοφορία του, για να δηλώσει την ύπαρξή της. Όπως οι μουσικές και οι θεατρικές τέχνες, και σε στενή συνάφεια μαζί τους, θα ζει τη δική της ζωή.
8. Η ποίηση ήταν, και θα ’πρεπε να ξαναγίνει, τέχνη πλήρης
Αφήγηση, δράμα, σάτιρα, τραγούδι; ποίηση διδακτική και γνωμική; ποιήματα για παιδιά και νέους, εγκώμια ερωτικά, αναθήματα περιστασιακά, στίχους άμεσα παρεμβατικούς, δημόσιους και επικαιρικούς; Τα δημοφιλέστερα είδη της έχει πάψει από καιρό να τα καλλιεργεί ή τα έχει στριμώξει κάπου στο περιθώριο των ενδιαφερόντων της.
Φανταστείτε την εικόνα. Αίθουσα συναυλιών την ώρα της παράστασης: στη σκηνή τα περισσότερα καθίσματα της ορχήστρας κενά, στα υπόλοιπα οι μουσικοί παλεύουν με ξεκούρδιστες χορδές, ξετριχωμένα δοξάρια, σπασμένα πλήκτρα. Στα αναλόγια, κάτι σκόρπιες σελίδες με τις πιο κοινότοπες νότες. Παντού γύρω βλέπεις κι ακούς δάχτυλα και πνευμόνια αγύμναστα να παίζουν μονότονα, κουραστικά, τον ίδιο σκοπό… Στα μέσα, τους τρόπους, τα θέματά της η σημερινή ποίηση μοιάζει πολύ με την εικόνα αυτή. Συγκρινόμενο μ’ εκείνο του παρελθόντος, το ρεπερτόριό της είναι πρωτόγνωρα φτωχό. Αφήγηση, δράμα, σάτιρα, τραγούδι; ποίηση διδακτική και γνωμική; ποιήματα για παιδιά και νέους, εγκώμια ερωτικά, αναθήματα περιστασιακά, στίχους άμεσα παρεμβατικούς, δημόσιους και επικαιρικούς; Τα δημοφιλέστερα είδη της έχει πάψει από καιρό να τα καλλιεργεί ή τα έχει στριμώξει κάπου στο περιθώριο των ενδιαφερόντων της. Οι εννιά στους δέκα ποιητές νομίζουν ότι ο μόνος στίχος που υπάρχει είναι ο ελεύθερος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όλοι τους μοιάζει να επαναλαμβάνουν τελετουργικά ένα κάποιο Τραγούδι του εαυτού μου, αποκλειστικό τους μετιέ είναι ο υποκειμενικός λυρισμός. Όμως αν προσέξει κανείς, θα διαπιστώσει ότι δεν τραγουδούν καν, το πολύ μιλούν χαμηλόφωνα, με μια γλώσσα αποθαρρυμένη, χωρίς λάμψη, χωρίς δύναμη, χωρίς πειθώ. Και τι παράδοξο, αλήθεια. Ενώ ποτέ δεν ήταν τόσο πολυπληθείς, η ποίησή τους φτάνει ώς τα αυτιά μας σαν βόμβος μονήρης, σαν ισχνό άψυχο σόλο. Λες και τη θέση της ορχήστρας πήρε αιφνίδια ο κιθαρίστας της σχόλης που γρατζουνίζει διαρκώς το ίδιο κομμάτι. Όμως οι ακροατές της ποίησης θυμούνται. Φέρνουν στον νου τους την παλιά μεγάλη ορχήστρα. Αναπολούν την πληρότητα, την καθολικότητα της μουσικής που κάποτε απόλαυσαν. Και δεν συμβιβάζονται με κάτι λιγότερο.
9. Η ποίηση ήταν, και θα ’πρεπε να ξαναγίνει, τέχνη ελεύθερη
Απ’ τον καιρό του ρομαντισμού, δυο αιώνες τώρα, οι ποιητές τρέχουν λαχανιασμένοι πίσω από μεγαλόστομες διακηρύξεις. Παλεύουν να κάνουν πράξη φαντασμαγορικά οράματα. Κηδεμονεύονται από σέκτες και φράξιες και γρουπούσκουλα ποιητικά, που το καθένα τους ένα μονάχα έχει σκοπό, να επιβάλλει ως δόγμα το πιστεύω του. Και που σταμπάρει όλους τους άλλους σαν ξεπερασμένους, αραχνιασμένους, αντιδραστικούς. Είναι αλήθεια ότι τα μανιφέστα και οι μανιφεστογράφοι πρόσφεραν κιόλας στην ποίηση. Προσέφεραν ορμή, ζωτικότητα, ενθουσιασμό. Με τον φανατισμό τους όμως, πάμπολλα είναι κι εκείνα που της αφαίρεσαν. Κάθε φορά που λάνσαραν έναν καινούργιο αστραφτερό ορισμό για την ποίηση, εκείνη στένευε, η καθολικότητά της συρρικνωνόταν. Μια μονήρης ανακρίβεια, ένα ενικό ψέμα ερχόταν να πάρει τη θέση της πληθυντικής της αλήθειας. Γιατί όχι, η ποίηση δεν είναι «εκχείλιση συναισθημάτων», όπως τη θέλαν οι ρομαντικοί· δεν είναι «ανάπτυξη επιφωνήματος», όπως τη θέλαν οι συμβολιστές· δεν είναι «ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου», όπως τη θέλαν οι πρωτοπορίες. Είναι όλα αυτά, αλλά κι άλλα πολλά. Μανιφέστα και δόγματα αποκλείουν, δεν περικλείουν· διώχνουν, δεν προσκαλούν· μονοκαλλιεργούν έναν αγρό κι αφήνουν όλους τους άλλους να χορταριάσουν. Μια τέχνη ενήλικη όμως δεν έχει ανάγκη από πάτρωνες, δεν χρειάζεται κηδεμόνες. Χρειάζεται ευρυχωρία και άπλα πνευματική, ανεξιδοξία και ανεξιγλωσσία, ώστε να εκφράσει πράγματι ελεύθερη την εκπληκτική δαψίλεια της ζωής, αυτόν τον απειροελάχιστο και απειρομέγιστο κόσμο που μας περιβάλλει.
Απόσπασμα σελίδας από το A Defence of Poetry του Percy Bysshe Shelley (Oxford, Bodleian Libraries)
|
* * *
Η ποίηση τον Μεσαίωνα είναι κλινικώς νεκρή. Αρχαιόγλωσση, αρχαιόθεμη, σχολαστική, χόμπυ για χαρτοπόντικες και αρχειοδίφες. Την νεκρανασταίνουν (από τα κάτω!) τροβαδούροι, τρουβέροι, ερωτωδοί, ο ντα Λεντίνι και οι Σικελοί σονετογράφοι, οι στιλνοβίστι και ο Δάντης. Η διεργασία κρατάει αιώνες, ακόμη και ο Πετράρχης, ο δημοφιλέστερος συγγραφέας της εποχής του σ’ όλη την Ευρώπη, επιμένει να συντάσσει τα επικά και βουκολικά του έργα λατινιστί.
Σε τέλμα ξαναπέφτει η ποίηση από τα τέλη του 17ου αιώνα. Σ’ όλη τη διάρκεια σχεδόν του 18ου αιώνα επικρατεί ο στείρος κλασσικισμός, η πεποιημένη γλώσσα, το στενό milieu των ειδημόνων μένει χωρίς επαφή με τη ζώσα πραγματικότητα. Τη λύση τη δίνουν (από τα πάνω!) ο Χέρντερ και η ανακάλυψη των δημωδών ασμάτων, ο Γκαίτε και το Sturm und Drang, οι εξωστρεφείς ρομαντικοί, η εγκόλπωση των εθνικών και κοινωνικών αιτημάτων και αγώνων. Γύρω στα 1850, η απήχηση της ποίησης στην Ευρώπη φτάνει σε πρωτοφανή ύψη.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, μια μικρή τότε φράξια προπαγανδίζει ένα αριστοκρατικό ιδεώδες για την ποίηση που αποκλείει ή και περιφρονεί ανοιχτά το ευρύ κοινό.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, μια μικρή τότε φράξια προπαγανδίζει ένα αριστοκρατικό ιδεώδες για την ποίηση που αποκλείει ή και περιφρονεί ανοιχτά το ευρύ κοινό. Το ρεύμα της "καθαρής ποίησης" και ένα μεγάλο κομμάτι της μοντερνιστικής αβανγκάρντ υιοθετούν αυτή τη στάση. Η ποίηση γίνεται όλο και περισσότερο ακατάδεκτη, ερμητική, δύσβατη. Ωστόσο, ώς έναν βαθμό την κατάσταση την αντισταθμίζουν οι ποιητές που αντιστέκονται στον πειρασμό. Ο Λόρκα και ο Νερούδα, ο Μπρεχτ και ο Γέητς, ο Ρόμπερτ Φροστ και ο Ζακ Πρεβέρ, εδώ σε μας ο Γιάννης Ρίτσος και ο Οδυσσέας Ελύτης, σ’ ένα τουλάχιστον τμήμα του έργου τους, καλλιεργούν ένα είδος ποίησης αληθινά λαϊκό. Και ανταμείβονται πλουσιοπάροχα με την αγάπη του κόσμου γι’ αυτό. Μεταπολεμικά, ποιητές όπως ο Λάρκιν στην Αγγλία, οι μπητ στην Αμερική, κάποιοι δικοί μας κοινωνικοί ποιητές κρατούν το ενδιαφέρον του κοινού ζωντανό. Όμως οι μιμητές τους σπανίζουν όλο και περισσότερο. Ιδίως μετά το 1970, επικρατεί ολοκληρωτικά η εσωστρέφεια. Ο διανοητισμός από τη μια, και ο συναισθηματισμός από την άλλη, όψεις και οι δύο του Νάρκισσου, εξανεμίζουν ό,τι είχε απομείνει από την εμπιστοσύνη του κοινού στους ποιητές του.
Η ιστορία της ποίησης είναι ένα μόνιμο σκαμπανέβασμα. Περίοδοι εκπληκτικής ζωντάνιας εναλλάσσονται με εποχές νέκρας ή έστω νεκροφάνειας. Την ύψωση διαδέχεται η κατακρήμνιση, αλλά και το ανάποδο, οι επιτεύξεις του παρελθόντος αποδρούν από τη λήθη που τις τύλιγε και ανοίγουν τον δρόμο σε νέες, μελλοντικές. Όμως αυτή δεν είναι η συνηθισμένη πορεία για όλα τα πράγματα;
Στο σημείο αυτό, θα αντιτάξει κανείς: ο σημερινός ναρκισσισμός, η κούφια καινοθηρία, ο κατακερματισμός του συλλογικού, η λοιδόρηση του παραδεδομένου, ο σεκταρισμός του γούστου ακόμη, είναι συμπτώματα γενικότερα, απόρροια μιας ακραίας και επιταχυνόμενης εξατομίκευσης που σε Ευρώπη και Αμερική βαστάει, το λιγότερο, έναν αιώνα τώρα. Με την έννοια αυτή, για να παραφράσω τον Νίκο Φωκά, το ποιητικό μας πρόβλημα είναι εξωποιητικό. Πώς μπορεί να θεραπευθεί το μέρος, όταν το όλον εξακολουθεί να νοσεί;
Ο Αρχίλοχος και ο Αριστοφάνης, ο Δάντης και ο Σολωμός, ο Ρίλκε και ο Σικελιανός πιο πολύ αναπόταμα πάνε στον καιρό τους παρά τον εκπροσωπούν. Και τούτο διότι η κριτική διάσταση της τέχνης είναι εξίσου σπουδαία με την αντιπροσωπευτική της λειτουργία.
Το επιχείρημα είναι ορθό, αλλά μόνο εν μέρει. Η τέχνη εκφράζει την εποχή της, αναντίρρητα. Την ίδια στιγμή όμως και την αντιπολιτεύεται. Ο Αρχίλοχος και ο Αριστοφάνης, ο Δάντης και ο Σολωμός, ο Ρίλκε και ο Σικελιανός πιο πολύ αναπόταμα πάνε στον καιρό τους παρά τον εκπροσωπούν. Και τούτο διότι η κριτική διάσταση της τέχνης είναι εξίσου σπουδαία με την αντιπροσωπευτική της λειτουργία. Ενίοτε μάλιστα, σπουδαιότερη. Οι μεγάλοι του μοντερνισμού μπορεί να τάισαν κι εκείνοι με τις κορώνες και τις υπερβολές τους το τέρας του πεφυσιωμένου εγώ, με το περιεχόμενο όμως του έργου τους στάθηκαν το πιο συχνά αντίμαχοι της αποσύνθεσης που έφερνε μαζί του ο άκρατος ατομοκεντρισμός. Η κριτική που άσκησαν στην κουλτούρα της αυτοπραγμάτωσης ποιητές όπως ο Τ. Σ. Έλιοτ, ο Γκόττφρηντ Μπεν, ο Νίκος Καρούζος και τόσοι άλλοι, είναι καιρός να εκταθεί, ώστε να περιλάβει και τους ίδιους τους κρίνοντες – την ποίησή τους και τις μεγάλες της αντιφάσεις. Την κριτική τους είναι καιρός να τη δούμε και ως, δική τους και δική μας, αυτοκριτική.
Αυτοκριτική σημαίνει βεβαίως διόρθωση, αυτοδιόρθωση, για την ακρίβεια: αυτοθεραπεία και αυθυπέρβαση. Κι αυτό, το ξέρουμε όλοι, δεν είναι εύκολη δουλειά. Το να ξαναγίνει η τέχνη του στίχου όλα αυτά που ήταν κάποτε και τα απέβαλε, τα πέταξε από πάνω της και τ’ αρνήθηκε, δεν είναι υπόθεση του ενός. Για να ξαναγίνει η ποίηση τέχνη λαϊκή και ταπεινή, τερπνή και χρήσιμη, ακριβής και απαιτητική, άμεση, πλήρης και ελεύθερη πολλά θα απαιτηθούν. Γενιές ολόκληρες θα πρέπει να δουλέψουν για να συγκολλήσουν ό,τι γενιές ολόκληρες προηγουμένως θρυμμάτισαν. Και προφανώς, χωρίς εγγύηση επιτυχίας. Η ευόδωση ενός τέτοιου εγχειρήματος επ’ ουδενί μπορεί να θεωρηθεί εξασφαλισμένη, ενδεχομένως να μην είναι καν ισχυρά πιθανή – τέτοιες και τόσες είναι οι δυσκολίες που παρεμβάλλονται. Αυτό που είναι εντελώς εξασφαλισμένο και βέβαιο είναι ότι το τωρινό καθεστώς δεν οδηγεί πουθενά, ότι η εγκατάλειψη της ποίησης στο σημερινό της τέλμα απειλεί να την καταδικάσει, για όλο το ορατό μέλλον, στην εσχάτη των ποινών: αυτήν της ασημαντότητας.
Η δίκη έχει ήδη αρχίσει. Δικαστές και ένορκοι έχουν πάρει θέση στην έδρα. Οι κατήγοροι κι αυτοί χειρονομούν προς την κατηγορουμένη και αγορεύουν. Σε μας εναπόκειται. Θα την υπερασπιστούμε;
[διαβάστε όλα τα άρθρα του φακέλου «Η ποίηση σήμερα» κάνοντας κλικ ΕΔΩ]
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.