Μια σειρά από άρθρα για την κατάσταση της ποιητικής τέχνης σήμερα, για τα χρόνια προβλήματα και τις μελλοντικές της προκλήσεις.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Ανακεφαλαίωση και προσωρινός επίλογος
Στα προηγούμενα άρθρα αυτής της σειράς έγινε αναλυτική αναφορά στα προβλήματα που μαστίζουν τη σημερινή ποίηση. Προβλήματα όπως ο εκδοτικός πληθωρισμός και η απαξίωση του ποιητικού βιβλίου, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στην εμπορική και όχι μόνο καθίζησή του· η υποχώρηση της γλωσσικής και τεχνικής παιδείας των ποιητών· η συρρίκνωση του θεματικού και ειδολογικού φάσματος των ποιημάτων που γράφονται· τέλος, η εμπέδωση μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας στους κόλπους της ποιητικής κοινότητας που, υπό την επίκληση παρωχημένων και αντιφατικών μεταξύ τους ιδεολογημάτων, ευνοεί την εσωστρέφεια, την αυταρέσκεια και τον ναρκισσισμό και αποθαρρύνει συστηματικά την κριτική αποτίμηση, την καλλιτεχνική φιλοδοξία και την επαφή με το ευρύ κοινό.
Προκειμένου να περιγράψει τη στροφή της γερμανικής λογοτεχνίας προς την ιδιωτικότητα μετά το 1970, ο κριτικός Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι πρότεινε τον όρο "Νέα Υποκειμενικότητα" (Neue Subjektivität). Με αυτόν την αντιπαρέβαλε, αφενός μεν στο κίνημα της "Νέας Αντικειμενικότητας" (Neue Sachlichkeit) του Μεσοπολέμου, που με δυναμικούς εκπροσώπους όπως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ φιλοδόξησε να περιγράψει αλλά και να αντιπολιτευθεί την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, αφετέρου δε, στην υπερπολιτικοποίηση της λογοτεχνίας της εποχής, ιδίως στα ταραγμένα χρόνια πριν και μετά το σημαδιακό 1968.
Ο ακραίος υποκειμενισμός της ποίησης, που και εδώ σε μας παρατηρείται μετά το ξεθύμασμα του ρεύματος της αμφισβήτησης και της διαμαρτυρίας στη Μεταπολίτευση, μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί αν τοποθετηθεί στα συμφραζόμενα της περιόδου που τον γέννησε.
Δίχως άλλο, ο ακραίος υποκειμενισμός της ποίησης, που και εδώ σε μας παρατηρείται μετά το ξεθύμασμα του ρεύματος της αμφισβήτησης και της διαμαρτυρίας στη Μεταπολίτευση, μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί αν τοποθετηθεί στα συμφραζόμενα της περιόδου που τον γέννησε. Οι υπερβολές της στρατευμένης τέχνης, ο συχνά άσφαιρος ή και υποκριτικός διδακτισμός της, η καταχρηστική κάποτε προβολή των διακεκριμένων ποιητών της εποχής και η ένταξή τους στο star system της εποχής, όλα αυτά αποτέλεσαν πράγματι συμπτώματα ικανά να δικαιολογήσουν ώς έναν βαθμό τη στροφή προς τα ένδον που σε χώρες όπως η Γερμανία σημειώνεται γύρω στο 1970 και στην Ελλάδα με το πέρας της δικτατορίας. Μέσα σε συνθήκες επικοινωνιακού θορύβου, το αίτημα της αναβάπτισης της ποίησης στην πρωταρχική της ουσία, στον λυρικό υποκειμενικό της πυρήνα, φάνταζε τότε εύλογο.
Ωστόσο, κάθε παρόμοια στροφή διατηρεί τη διορθωτική της χρησιμότητα όσο δεν υπερβαίνει η ίδια ένα όριο. Και η επί πολλές δεκαετίες πλέον καθήλωση του ποιητικού λόγου στην εσωστρέφεια δείχνει ότι έχουμε να κάνουμε ποιοτικά με ένα νέο φαινόμενο που δεν μπορεί να αναχθεί στη στροφή των ποιητών προς το "ιδιωτικό όραμα" (κατά τον όρο που πρότεινε ο Ηλίας Κεφάλας). Η σημερινή ιδιώτευση των ποιητών δεν έχει χαρακτήρα επανορθωτικό και ανανεωτικό, αλλά αντιθέτως, είναι η ίδια σύμπτωμα στασιμότητας και κομφορμισμού. Αν η ποίηση ρητόρευε, πράγματι, από του βήματος της πολιτικής μισόν αιώνα πρωτύτερα, σε τίνος τ' αφτιά καταλήγουν σήμερα οι όλο και πιο ξέπνοοι, όλο και πιο αδύναμοι ψίθυροί της;
Τη διαπίστωση αυτή δεν αναιρούν οι σπασμωδικές απόπειρες των τελευταίων ετών να ανακινηθεί το αίτημα μιας ποίησης κοινωνικής ή, έστω, κοινωνικότερης, ικανής τέλος πάντων να πραγματευθεί θέματα όπως η τωρινή κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα.
Τη διαπίστωση αυτή δεν αναιρούν οι σπασμωδικές απόπειρες των τελευταίων ετών να ανακινηθεί το αίτημα μιας ποίησης κοινωνικής ή, έστω, κοινωνικότερης, ικανής τέλος πάντων να πραγματευθεί θέματα όπως η τωρινή κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα. Ως επί το πλείστον όμως πρόκειται για καπνό χωρίς φωτιά. Κι αυτό διότι τα περισσότερα ποιήματα (και οι ανθολογήσεις τους) που μας προτείνονται ως δείγματα σημερινού δημόσιου λόγου, είναι ήδη ως εκ του ιδιώματος και της τεχνοτροπίας τους το ακριβώς αντίθετο: λόγος και εκείνος βαθύτατα εσωστρεφής, τουτέστιν ιδιωτικός. Όπως μας δείχνει η περίπτωση του Παλαμά των Σατιρικών γυμνασμάτων, του Σικελιανού των Ακριτικών, του Σεφέρη των Ημερολογίων καταστρώματος, του Ελύτη του Άξιον εστί, η στροφή ενός ποιητή από την ιδιωτική προς τη δημόσια θεματολογία συνοδεύεται πάντα από σημαντικές μετατοπίσεις τεχνοτροπικές, από νέες μορφικές ζητήσεις που διευρύνουν την προηγούμενη ιδιοφωνία του, πλουτίζοντας την τονικότητά της και καθιστώντας την ικανή, ως γνήσιος εξωστρεφής λόγος αυτή τη φορά, να απευθυνθεί δυνητικά σ’ ένα νέο, ευρύτερο ακροατήριο.
Τίποτα τέτοιο όμως δεν παρατηρείται στα περισσότερα "δημόσια" ποιήματα των ημερών μας. Όταν δεν πρόκειται για αμήχανα αναμασήματα μιας πεπαλαιωμένης πολιτικής ρητορικής, εντελώς απρόσφορης για να ανταποκριθεί στην ιδιαιτερότητα των τωρινών συνθηκών, απευθύνονται και αυτά εν τέλει εις εαυτόν ή στους ομοτέχνους· σε ό,τι αφορά τη γλώσσα ή την τεχνοτροπία τους μάλιστα, δεν παραλλάσσουν σε τίποτε σχεδόν από τα υπόλοιπα ποιήματα που γράφονται. Άλλωστε, γενικά οι δημιουργοί τους σπανίως εγκαταλείπουν τα τείχη της στενής ποιητικής συντεχνίας ώστε να έχουν ενδιαφέροντα και ερεθίσματα αντίστοιχα: οι ποιητές που εκφέρουν πολιτικό λόγο, που παρεμβαίνουν με άρθρα ή δοκίμιά τους στα μείζονα ζητήματα, που έχουν ή διεκδικούν, έστω, ρόλο δημόσιου διανοουμένου, είναι στις μέρες μας λιγότεροι από ποτέ. Σε αντίθεση με τμήμα των πεζογράφων μας, για τη σημερινή Ελλάδα ή τον κόσμο οι ποιητές μας φαίνεται ότι ελάχιστα πράγματα έχουν να πουν. Ή αν έχουν κάτι, η εκφραστική γλώσσα στην οποία ασκούνται, στην ουσία τούς απαγορεύει αυτό το κάτι να το εκφέρουν κατά τρόπο ποιητικά τελεσφόρο και δραστικό.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι η αντιδιαστολή της ιδιωτικής προς τη δημόσια ποίηση δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτη. Ως ιδεολογικού τύπου ψευδοδίλημμα, συνήθως έρχεται στην επιφάνεια όποτε η ποίηση περιέρχεται σε παρακμή, όποτε η υποκειμενική δηλαδή ποίηση "του Εγώ" αυτοπροβάλλεται ως η μόνη νόμιμη κάτοχος του τίτλου της τέχνης και μέμφεται την αντικειμενική ποίηση (πολιτική ή κοινωνική, πατριωτική ή θρησκευτική) "του Εμείς" και "των Όλων" (οι προσφυείς όροι είναι του Κωστή Παλαμά) ως παραστράτημα από την ορθοδοξία. Σε τελική ανάλυση όμως, η ποίηση είναι μία και ενιαία. Ακόμη και ο μυχιότερος βιωματικός λυρισμός έχει μια εξωστρεφή πλευρά στο μέτρο που αντικατοπτρίζει τη στάση του Εγώ απέναντι στους άλλους και τον περιβάλλοντα κόσμο. Όπως σημείωνε το 1996 ο Παναγιώτης Κονδύλης σε γράμμα του προς τον Βύρωνα Λεοντάρη:
Κι όπως η γλώσσα είναι μεγάλη επειδή είναι υπερπροσωπική, έτσι και το βίωμα είναι οριστικό και σημαντικό, γιατί κι αυτό είναι υπερπροσωπικό: συνιστά στοχασμό –στοχασμό των σπλάχνων– πάνω στους μεγάλους άξονες της ανθρώπινης υπόστασης, που είναι υπόσταση εν ιστορία.
Αυτό δεν συνεπάγεται πάντως ότι η διάκριση μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής, δημόσιας και ιδιωτικής, προσωπικής και συλλογικής έκφρασης χάνει τη χρησιμότητά της, πολλώ δε μάλλον ότι μπορεί να αρθεί με την απορρόφηση της μίας από την άλλη. Η σπουδαία ποίηση του παρελθόντος ήταν πάντοτε πολυειδής και πολύκλωνη – πληθυντική, όχι μονοκόμματη, πλήρης, όχι μερική. Με την έννοια αυτή, τόσο η poésie pure όσο και η poésie engagée, τόσο ο αισθητισμός όσο και η στράτευση, αν ειδωθούν ως κατευθύνσεις αποκλειστικές της ποιητικής έκφρασης και όχι ώς αλληλοσυμπληρούμενες όψεις ενός κοινού σώματος, συνιστούν αδιέξοδα. Κάθε φορά που μία από τις μερικές όψεις της ποιητικής έκφρασης αποκτά αβασάνιστο προβάδισμα έναντι των άλλων στις προτιμήσεις των ποιητών και διεκδικεί την αποκλειστικότητα, η ποίηση χάνει τον καθολικό της χαρακτήρα και συρρικνώνεται πολλαπλά – θεματικά, μορφικά και ιδεολογικά.
Στις περιπτώσεις αυτές, επειδή σχεδόν πάντα τα αίτιά τους είναι βαθύτερα, παράγοντες κοινωνικοί και ψυχικοί όπως προσπάθησα να δείξω στο προηγούμενο σημείωμα, η ανάκτηση της ισορροπίας είναι υπόθεση δύσκολη. Δεν αρκεί δηλαδή απλώς η εμφάνιση ενός αντίρροπου ρεύματος για να αποκατασταθεί η καθολικότητα και η πολυφωνία. Χρειάζεται να εισρεύσουν στον χώρο τον ποιητικό και νέες δυνάμεις, δημιουργοί από διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους, με άλλη στάση απέναντι στα ζητήματα της τέχνης και με φιλοδοξία και ταλέντο επαρκές ώστε αυτήν τους τη διαφορετικότητα να την εκφέρουν επιτυχώς δημοσίως.
Ακόμη και ποιητές αναγνωρισμένοι στρέφονται όλο και συχνότερα στην πεζογραφία, απογοητευμένοι για την ελάχιστη απήχηση του έργου τους και αναζητώντας σ’ ένα άλλο είδος λόγου, εξωστρεφέστερο, τη ζωτική επαφή με το ευρύ ακροατήριο που τους λείπει.
Τέτοιο ενδεχόμενο σήμερα δεν διαφαίνεται πουθενά. Αν την δεκαετία του 1880 ή εκείνην του 1930 η ποίηση, παρότι λιμνασμένη στα νερά του ξεθυμασμένου ρομαντισμού και του πεισιθάνατου αισθηματισμού αντίστοιχα, έθελγε ακόμη τους πιο φιλόδοξους και ταλαντούχους λογοτέχνες, σήμερα η ροπή είναι αντίθετη. Ακόμη και ποιητές αναγνωρισμένοι στρέφονται όλο και συχνότερα στην πεζογραφία, απογοητευμένοι για την ελάχιστη απήχηση του έργου τους και αναζητώντας σ’ ένα άλλο είδος λόγου, εξωστρεφέστερο, τη ζωτική επαφή με το ευρύ ακροατήριο που τους λείπει. Το φαινόμενο είναι άλλωστε παγκόσμιο, από τον Τόμας Μπέρνχαρντ ώς τον Μισέλ Ουελλμπέκ πολλοί κορυφαίοι μυθιστοριογράφοι και δραματουργοί της εποχής μας ξεκίνησαν ως ποιητές, για να αποστραφούν κάποια στιγμή και την ποίηση και τον ελεφάντινο πύργο της. Το ανάποδο φαινόμενο, ήγουν η συνειδητή στροφή ενός διάσημου πεζογράφου στην ποίηση, σε παλαιότερες εποχές των ευρωπαϊκών γραμμάτων δεν ήταν διόλου σπάνιο – ας αναλογιστούμε τον μεγάλο Τόμας Χάρντυ λ.χ. ή τον Παντελή Πρεβελάκη του Νέου Ερωτόκριτου. Σήμερα, κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο. Έξω από τον ασφυκτικό τωρινό της περίβολο, η ελκτική δύναμη της ποίησης είναι μηδαμινή.
Συνοψίζω και, προσώρας, καταλήγω. Η ποιητική τέχνη βρίσκεται σήμερα εγκλωβισμένη σε μια ανατροφοδοτούμενη καθοδική σπείρα, όπου η μεν εσωστρέφεια και αφιλοδοξία της συντεχνίας αποθαρρύνει και αποδιώχνει τα μεγαλύτερά της ταλέντα, η δε φυγή εκείνων με τη σειρά της ενισχύει περαιτέρω την εσωστρέφεια και τη μετριότητα της συντεχνίας. Αν η κατάσταση αυτή προεκταθεί γραμμικά, η απαξίωση της ποίησης τις δεκαετίες που έρχονται θα ενταθεί με εκθετικό ρυθμό, τόσο που οι σημερινές συνθήκες να μας φαίνονται αναδρομικά περίπου ειδυλλιακές. Τότε, η αβασάνιστη απόδοση του τίτλου του ποιητή και του χαρακτηρισμού του ποιήματος σε συγγραφείς και κείμενα κάθε λογής και διαλογής, θα επιτύχει να πλήξει καίρια και αυτό το κληροδοτημένο από την τεράστια ιστορία της κύρος της ποίησης ως μείζονος τέχνης. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ποίηση θα ξαναζήσει την κατάρρευση της όψιμης Αρχαιότητας – του λοιπού και για διάστημα απροσδιόριστο θα επιβιώνει ως παίγνιο κάποιων φυγόκοσμων φιλολογούντων, ως ματαιόσπουδο άθλημα των σπουδαστηρίων ή ως κοινή αισθηματολογία ημερολογίου.
Ώστε και αν ακόμη η λόγια ποίηση αυτοχειριαστεί, επιβεβαιώνοντας έτσι την αυτάρεσκη θανατολογία και τις μεταμοντέρνες προφητείες για το τέλος της, η ποίηση εν γένει δεν θα πεθάνει. Θα εξακολουθήσει να ζει στην παλαιότερη μορφή του ανθρώπινου λόγου, το τραγούδι.
Όμως η ιστορία δεν προχωρεί πάντοτε γραμμικά, και αν μια τέτοια εξέλιξη προδιαγράφεται αυτή τη στιγμή ως η πλέον πιθανή, τούτο δεν σημαίνει ότι είναι και βέβαιη. Ιστορικές νομοτέλειες σ’ αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουν. Ώστε και αν ακόμη η λόγια ποίηση αυτοχειριαστεί, επιβεβαιώνοντας έτσι την αυτάρεσκη θανατολογία και τις μεταμοντέρνες προφητείες για το τέλος της, η ποίηση εν γένει δεν θα πεθάνει. Θα εξακολουθήσει να ζει στην παλαιότερη μορφή του ανθρώπινου λόγου, το τραγούδι. Και όταν οι συνθήκες πάλι το επιτρέψουν θα ξαναγεννηθεί απ’ αυτό, όπως τόσες φορές – εκ των κάτω. Διότι είναι ακριβώς η ακατάλυτη συγγένειά της με την καθολικότερη και δημοφιλέστερη καλλιτεχνική φόρμα που ανέδειξε η ιστορία του ανθρώπου, το τραγούδι, που προσδίδει στην ποίηση την εκπληκτική της ανθεκτικότητα. Έπη και δράματα και μυθιστορήματα, όλες σχεδόν οι λοιπές λογοτεχνικές μορφές, ας μη το λησμονούμε, είναι εκδηλώσεις καιρικές. Υπήρξαν πολιτισμοί και εποχές ολόκληρες που τις αγνοούσαν παντελώς. Αντιθέτως, στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπάρχει πολιτισμός ούτε περίοδος που να αγνοεί τη λυρική ποίηση και την ωδική μήτρα της. Υπ’ αυτήν την έννοια, η σημερινή παρακμή της λόγιας ποίησης οφείλεται πρωτίστως στην αποξένωση των θεραπόντων της από τον ζωτικό ομφάλιο λώρο που τους τρέφει: το τραγούδι. Και, πιθανότατα, θα αναστραφεί όταν οι λόγιοι ποιητές, καθώς οι τροβαδούροι του όψιμου Μεσαίωνα, γίνουν και πάλι το αυτονόητο εκείνο – τραγουδιστές.
Πάντως, η βεβαιότητα ότι η ποίηση εν γένει δεν θα συμπαρασυρθεί από τον ξεπεσμό του λόγιου σκέλους της, δεν συνεπάγεται ότι όσοι ασχολούνται μ’ αυτήν σήμερα, έχουν το ελεύθερο να αδρανούν και να την βλέπουν να παρακμάζει. Όπως είπαμε, σ’ αυτά τα πράγματα νομοτέλειες δεν υπάρχουν. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, πολλά μπορούν και γίνουν – και από πολλούς. Φτάνει προηγουμένως να έχουν αποκτήσει επίγνωση της φύσεως του προβλήματος, των παραγόντων που το γεννούν και των απώτερων συνέπειών του.
Αυτός υπήρξε εξάλλου και ο σκοπός της σειράς τούτης των άρθρων που ολοκληρώνονται εδώ: να συμβάλει στη ωρίμαση μιας τέτοιας επίγνωσης και, μέσω αυτής, στην προπαρασκευή της πρέπουσας αντίδρασης. Για το πώς μπορεί να μοιάζει αυτή η τελευταία, ποιες δηλαδή μπορεί να είναι οι λύσεις στα προβλήματα που εντοπίσαμε, θα χρειαστεί να επανέλθουμε σε μια νέα σειρά άρθρων που θα δημοσιευθούν προσεχώς.
[διαβάστε όλα τα άρθρα του φακέλου «Η ποίηση σήμερα» κάνοντας κλικ ΕΔΩ]
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.