Μια σειρά από άρθρα για την κατάσταση της ποιητικής τέχνης σήμερα, για τα χρόνια προβλήματα και τις μελλοντικές της προκλήσεις.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Προβλήματα ιδεολογικά, μέρος πρώτο
Πώς βλέπουν την ποίηση οι σημερινοί ποιητές; Ποια είναι η καλλιτεχνική τους αυτοκατανόηση; Έχουν αισθητικές αποβλέψεις συγκεκριμένες, τρέφουν "οράματα", ενδεχομένως και ευρύτερα της λογοτεχνίας, και αν ναι, ποια; Πώς αποτιμούν τη σχέση τους με την παράδοση και το κοινό; Στα ερωτήματα αυτά, οι τρέχουσες απαντήσεις που εμμέσως ή αμέσως αποκομίζει κανείς από την ποιητική κοινότητα, είναι αντιφατικές και συγκεχυμένες. Αν μπορεί να γίνει λόγος για μια όποια τρέχουσα ποιητική ιδεολογία, αυτή μοιάζει περισσότερο με συρραφή, με τεχνητή συγκόλληση συχνά αλληλοαναιρούμενων δανείων από ποικίλες εποχές της λογοτεχνικής ιστορίας, ιδίως της μετά τον ρομαντισμό.
Έτσι από τους ρομαντικούς ο σημερινός ποιητής έχει κληρονομήσει τη μεγάλη –για την ακρίβεια: την υπερφίαλη– ιδέα που τρέφει για τον εαυτό του και την τέχνη του. Ρήσεις όπως αυτές του Σέλλεϋ («Ο ποιητής είναι ο κρυφός νομοθέτης του κόσμου»), του Μπωντλαίρ («Κάθε υγιής άνθρωπος μπορεί να ζήσει δυο μέρες χωρίς τροφή – όχι όμως χωρίς ποίηση») και οι συναφείς, όλες τους γεννήματα του αισθητικού μεσσιανισμού του 19ου αιώνα, απομονωμένες εντελώς από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα, εξακολουθούν να κυκλοφορούν ανεξέταστα μεταξύ μας. Στα λόγια τουλάχιστον, αρκετοί εξακολουθούν να θεωρούν την ποίηση, όπως ο Νοβάλις στον καιρό του, Mission – (ιερ)αποστολή. Στα μάτια τους η ποίηση δεν είναι απλώς τέχνη, ούτε καν η κορυφαία των τεχνών· φέρει γνωρίσματα λυτρωτικά, παρουσιάζεται ως πανάκεια. Μας προτείνεται ως αντίσταση στον αγοραίο και φθοροποιό βίο και την ευτέλεια των συνθηκών, ως προάσπιση της αλήθειας και της ελευθερίας. Να λ.χ. πώς την περιγράφει ο Κλείτος Κύρου σ’ ένα πεζοποίημά του του 1987 με τίτλο αναμενόμενο ("Η Ποίηση"):
ο Ποιητής η μόνη αληθινή αυθόρμητη γνήσια φωνή
[…]
Σ' έναν κόσμο συναλλαγών η Ποίηση δε συναλλάσσεται Σ' έναν κόσμο φθοράς η Ποίηση παραμένει άφθαρτη Είναι μια αρρώστια που σε σιγοκαίει όπως ο έρωτας και η θέρμη Συμπτώματα: συμπεριφορά παιδιού, καθαρό μυαλό και μάτι που τρυπάει σκοτάδια και καπνούς Όπου Ποίηση και αλήθεια Φάρμακο για τη μοναξιά και τους πόνους της καρδιάς
[…]
Μέσα σε πλήθη τυμβωρύχων φαρισαίων και επιτήδειων κάτω απ’ τους όγκους μολυσμένου περιβάλλοντος πίσω και πέρα και πάνω απ’ τον ηλιοβόρο χρόνο πάντοτε θα ξεπροβάλλει η Ποίηση για την πιο μεγάλη αναμέτρηση του ανθρώπου
Συχνά αυτοπροβάλλεται ως μάρτυς: για κάποιους λόγους, που όμως ποτέ δεν διευκρινίζονται πλήρως, η τέχνη του τελεί υπό διωγμό, εξού και βρίσκεται διαρκώς στην ανάγκη να την υπερασπίζει.
Παρά την τυπικά ρομαντική μεγαληγορία αυτών των γραμμών, η εικόνα της ποίησης που περιέχουν διαφέρει ουσιωδώς από εκείνην των ρομαντικών. Προ πάντων, ο ρόλος του ποιητή ως πνευματικού ταγού, που ήταν αυτονόητος το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, εδώ απουσιάζει. Τη θέση της δυναμικής εξωστρέφειας, της μέριμνας των ρομαντικών για τα κοινά και τη δημόσια σφαίρα, έχει πάρει μια εσωστρέφεια καταγόμενη από μια άλλη σχολή και εποχή, αυτή των συμβολιστών και των "καταραμένων". Στα μάτια αυτής της σχολής, ο ποιητής δεν είναι του κόσμου τούτου. Αν και εξακολουθεί να βλέπει τον εαυτό του ως "προφήτη", είναι πλέον ένας προφήτης ιδιωτεύων, αποτραβηγμένος εξ αρχής από την Πολιτεία αλλά και χωρίς ελπίδα ή επιθυμία καν να επιστρέψει ποτέ σ’ εκείνη. Συχνά αυτοπροβάλλεται ως μάρτυς: για κάποιους λόγους, που όμως ποτέ δεν διευκρινίζονται πλήρως, η τέχνη του τελεί υπό διωγμό, εξού και βρίσκεται διαρκώς στην ανάγκη να την υπερασπίζει. Ο ίδιος, εκτεθειμένος στον όχλο σαν το μπωντλαιρικό άλμπατρος, περιπαίζεται ή λοιδορείται από τους πολλούς. Όμως τα πάθη του δεν είναι το τίμημα μιας μέλλουσας δικαίωσης, δεν πρόκειται αργά ή γρήγορα να του αποφέρουν την αναγνώριση και τη δόξα, όπως πίστευε ακόμη εν τη αισοδοξία του ο ρομαντικός poeta vates. Τα δικά του πάθη δεν αφορούν τα ανάλγητα και ασυγκίνητα πλήθη. Για την ακρίβεια, δεν μπορούν να τα αφορούν: η ποίηση καλλιεργείται και ανθοφορεί σε πείσμα των πολλών, στο κοινωνικό περιθώριο και ημίφως – συνιστά πράξη εκ φύσεως εχέμυθη ή και «συνωμοτική», όπως θα πει χαρακτηριστικά σε ομιλία του το 2002 ο Γιάννης Βαρβέρης:
ο αληθινός ποιητής, προκλητικά παραθεωρημένος, στέκεται ανάμεσα και πάνω απ' όλα αυτά, περίοπτος και περίβλεπτος, ταγμένος να ετάζει το τοπίο του κόσμου, ώστε να το μιλήσει ύστερα στη δική του γλώσσα εμπιστευτικά, αν όχι συνωμοτικά, κατά τη φύση της ίδιας της τέχνης του. Ταγμένος να πονάει με πόνους που δεν γίνονται μπεστ σέλερ, ταγμένος να αποδημεί με αξεδίψαστη την πιθανή συγγνωστή του ανθρώπινη ματαιοδοξία, περίπου άγνωστος […] Έτσι, ο ποιητής, με τις φωτεινές του εκλάμψεις ναυαγισμένα, ανεπίδοτα μπουκάλια στο πέλαγος φαίνεται πως διαφεντεύεται κι αυτός από το μυστικό νόμο που ορίζει με μια σοφία περίεργη πάρα πολλά του κόσμου τούτου αλλά ακόμη και τα ποιητικά. […] λουλούδι πείσμον και αναίτιο, ανθίζει περισσότερο και μοσχοβολάει όσο πιο πολύ μένει απότιστο και περιφρονημένο.
Και σ’ αυτό το απόσπασμα, μια γλώσσα τυπικά ρομαντική επιστρατεύεται για να κομίσει εντέλει ένα αντιρρομαντικό μήνυμα. Η μεγαλεπίβολη ουτοπία των πρώτων ρομαντικών έχει ξεπέσει εδώ σε μηδενισμό, όμως μελοδραματικού, όχι ηρωικού τύπου. Μόλις μια τρίχα μας χωρίζει πλέον από την παραίτηση: ο ποιητής είναι «λουλούδι αναίτιο», τα λόγια του «ναυαγισμένα, ανεπίδοτα μπουκάλια στο πέλαγος». Αν υπάρχει ακόμη σωτηρία, στην καλύτερη περίπτωση είναι μονήρης και φευγαλέα, προνόμιο και άχθος αποκλειστικό του δημιουργού και του μυημένου του αναγνώστη.
Εκκινώντας από μια τέτοια ιδεολογική στάση, η στάση του σημερινού ποιητή προς το κοινό, προφανώς, δεν μπορεί να είναι ευμενής. Και πράγματι, το ευρύ ακροατήριο αντιμετωπίζεται δύσπιστα ή περιφρονητικά, του προσδίδονται χαρακτηριστικά αντιπάλου ή και διώκτη. Συντελεί εδώ και η επιρροή των οχλολοίδωρων αβανγκαρντιστών του Μεσοπολέμου, της έφεσής τους ιδίως να προκαλούν επιδεικτικά τους αστούς και τον κομφορμισμό τους. Με τη διαφορά ότι από τους ποιητές που τους επικαλούνται σήμερα, απουσιάζει εντελώς η γλωσσική ρώμη και η επαναστατική αισιοδοξία εκείνων. Η δική τους στάση προσομοιάζει περισσότερο με τον φυγόκοσμο αισθητισμό του L'art pour l'art, όπως τον βρίσκουμε στα μεσοπολεμικά γραψίματα ενός Καίσαρος Εμμανουήλ, λ.χ.:
Ευθύς εξ αρχής μου επιβάλλεται να δηλώσω, ότι η ποίησις αυτή απευθύνεται πρώτα στον εαυτό μου –απόλυτο και ιδεώδη αναγνώστη–, κατά δεύτερον λόγον σε δυο-τρεις ευφυείς και γυμνασμένους κριτικούς μου, και τρίτον σε πέντε έως δέκα μεμυημένους συναδέλφους μου. Το λεγόμενο κοινόν, δεν διστάζω να ομολογήσω, ότι εξ ιδιοσυγκρασίας και αισθητικής αγωγής με αφήνει συνήθως εντελώς αδιάφορο και απαθή.
Η "εντελής αυτή αδιαφορία και απάθεια" του σημερινού ποιητή απέναντι στο κοινό έχει βέβαια και άλλες πηγές. Μία απ’ αυτές είναι η ριζική εκείνη αμφιβολία για τη δυνατότητα του ανθρώπινου λόγου να αρθρώσει το ουσιώδες, αμφιβολία που από την εποχή του Ούγκο φον Χόφμανσταλ έθρεψε το ρεύμα του γλωσσικού σκεπτικισμού του 20ού αιώνα, με ποικίλες αντανακλάσεις στη λογοτεχνία. Μια άλλη πηγή είναι η κατανόηση της ποίησης ως δραστηριότητας μονολογικής που συναντούμε στο έργο αρκετών εκπροσώπων του κλασσικού μοντερνισμού, ιδίως του ερμητικού ρεύματος. Πράγματι, ποιητές όπως ο Γκόττφρηντ Μπεν και ο Εουτζένιο Μοντάλε θα υποστηρίξουν ευθαρσώς την άποψη ότι η ποίηση είναι μονόλογος, ότι δεν απευθύνεται σε κανέναν, ότι δεν έχει κοινωνική ή πολιτισμική λειτουργία, πολλώ δε μάλλον ευεργετική, ότι δεν έχει καν καταβολές. Ως ριζική έκφραση του Εγώ, είναι ένα σπάνιο αναβλάστημα που φύεται στο περβάζι της παραδοξότητας και παρέρχεται με τον ίδιο τρόπο που ήρθε στο φως. Με τους στίχους του Εουτζένιο Μοντάλε:
Και με τα λόγια του Γκόττφρηντ Μπεν:
Το ποίημα είναι μονολογικό […] το μοντέρνο ποίημα, το απόλυτο ποίημα είναι το ποίημα χωρίς πίστη, το ποίημα χωρίς ελπίδα, το ποίημα που δεν απευθύνεται σε κανέναν
«Μόνο με τους νεκρούς μιλώ και γι’ αυτούς γράφω / Μόνο αυτοί μπορούν να με διαβάσουν» γράφει σε ανάλογο πνεύμα ο όψιμος Βύρων Λεοντάρης.
Απόψεις τόσο ακραίες για την κοινωνική ασημία της ποίησης, είναι αλήθεια, δεν συναντά κανείς συχνά σήμερα, τουλάχιστον τόσο εκλεπτυσμένες και επεξεργασμένες θεωρητικά. Ωστόσο, στην πράξη, ως ιδεολογικά καθιζήματα έστω ή στερεότυπα ανέλεγκτα, υπόκεινται σε μεγάλο μέρος της τρέχουσας παραγωγής. Καθώς οι περισσότεροι ποιητές πράγματι βλέπουν την τέχνη τους ως υπόθεση κατά κύριο λόγο ιδιωτική ή, το πολύ, ως ενασχόληση μιας συντεχνίας, επόμενο είναι να αγνοούν ή να προσπερνούν τον κοινωνικό περίγυρο εντός του οποίου δρουν. Επόμενο είναι τα ποιήματά τους να μην έχουν ιστορικότητα, να αποφεύγουν την πολιτική ή την ηθική προβληματική. Και επόμενο είναι να θεώνται εντέλει τον κόσμο όπως τον έβλεπαν κάποτε οι συμβολιστές: όχι ως αφετηρία και προορισμό της ποίησης, αλλά ως απλή, περίπου τυχαία "αφορμή" της. «Ποιητή, οι άνθρωποι θα ’λεγαν πως είναι οι στίχοι σου ένα / παιχνίδι μάταιο, παιδικό», έγραφε ο Ζαν Μωρεάς τον καιρό του. Εσύ όμως «Μην το πιστεύεις!», συνέχιζε· εμπρός στους στίχους σου κάθε τι άλλο, ο κόσμος όλος είναι πλασμένος για να σε υπηρετεί:
[διαβάστε όλα τα άρθρα του φακέλου «Η ποίηση σήμερα» κάνοντας κλικ ΕΔΩ]
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.