Μια σειρά από άρθρα για την κατάσταση της ποιητικής τέχνης σήμερα, για τα χρόνια προβλήματα και τις μελλοντικές της προκλήσεις.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Προβλήματα θεματολογικά, μέρος δεύτερο
Με την αναδρομή στην ποίηση του 19ου αιώνα στο προηγούμενο σημείωμα, προσπάθησα να δείξω γιατί το θεματολογικό και ειδολογικό εύρος της σημερινής ποίησης, αλλά και το κοινό στο οποίο δυνητικά απευθύνεται, είναι εξαιρετικά στενό. Αν ο ποιητής του 19ου αιώνα απευθύνεται κατ’ αρχήν στους πάντες, καλλιεργώντας είδη διαχρονικώς δημοφιλή όπως το πολιτικό και το αφηγηματικό ποίημα, το τραγούδι και η σάτιρα, η περιστασιακή και η παιδική ποίηση, ο ποιητής των τελευταίων πενήντα ετών, έχοντας εγκαταλείψει τα είδη αυτά έχει εγκαταλείψει μαζί τους και το μεγαλύτερο μέρος των πιθανών του αναγνωστών. Για να γίνει κατανοητή η σημασία του πράγματος, ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι οι νυν πεζογράφοι παύουν ομαδικά και συγχρόνως να καλλιεργούν το ιστορικό, το φανταστικό, το κοινωνικοπολιτικό, το νεανικό και το περιπετειώδες μυθιστόρημα – τι θα περισωζόταν από την απήχηση της τέχνης τους;
Kύριο χαρακτηριστικό της σημερινής ποίησης είναι η αναφορική ασάφεια, ασάφεια παραπλήσια μ’ εκείνη της απόλυτης μουσικής ή της αφηρημένης ζωγραφικής, αναγκαστικά κάθε λόγος γι’ αυτήν κινείται στο άχαρο πεδίο των γενικεύσεων, γνώρισμα οικείο σε όποιον παρακολουθεί τις σχετικές βιβλιοκρισίες.
Στο σημείο αυτό προκύπτει βεβαίως το ερώτημα: τι είδους είναι τα ποιήματα που γράφονται σήμερα; Ποια είναι τα θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφονται κατά κύριο λόγο, ποια τα βασικά τους μοτίβα; Η απάντηση εν προκειμένω δεν είναι διόλου εύκολη. Μετά από ενάμιση περίπου αιώνα ερωτοτροπίας με το ιδεώδες της καθαρής ή απόλυτης ποίησης, που πρέσβευε ότι το θέμα δεν έχει σημασία, και έναν ακόμη υπό την επιρροή των ποικιλώνυμων μοντερνιστικών διακηρύξεων, που με τη σειρά τους έδιναν το προβάδισμα στην ανάγκη του ποιητή "να εκφραστεί" ανεξαρτήτως ή και ερήμην του όποιου ακροατηρίου, η περιγραφή, ειδολογική και θεματική, ενός μέσου σύγχρονου ποιήματος είναι υπόθεση ιδιαίτερα δύσκολη. Καθώς κύριο χαρακτηριστικό της σημερινής ποίησης είναι η αναφορική ασάφεια, ασάφεια παραπλήσια μ’ εκείνη της απόλυτης μουσικής ή της αφηρημένης ζωγραφικής, αναγκαστικά κάθε λόγος γι’ αυτήν κινείται στο άχαρο πεδίο των γενικεύσεων, γνώρισμα οικείο σε όποιον παρακολουθεί τις σχετικές βιβλιοκρισίες.
Μιλώντας κάπως συνοπτικά, το μεγαλύτερο μέρος των ποιημάτων που γράφονται σήμερα μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία του ατμοσφαιρικού συναισθηματισμού. Ως τέτοια καταγράφουν μια σειρά από ακαθόριστες ψυχικές διαθέσεις, από φευγαλέες εικόνες και σκέψεις που μένουν ως επί το πολύ στην κατάσταση του αποσπάσματος και του υπαινιγμού. Ο λόγος εδώ λειτουργεί ως υπόμνηση μιας ρευστής και αβέβαιης υποκειμενικότητας εντός ενός κόσμου που κι αυτός μας παρουσιάζεται εξ αντανακλάσεως, μέσα από τη θυμική κατάσταση του ποιητικού εγώ, όχι ως οντότητα αυθύπαρκτη και αντικειμενική.
Τα ποιήματα αυτά είναι εντυπωσιογενή, όχι όμως και εντυπωτικά – σπανίως υποβάλλουν στον αναγνώστη έναν συγκεκριμένο ρυθμό, μια περιγράψιμη ιδέα ή εικόνα, και όταν ακόμη το κάνουν αυτή φτάνει θολή, δυσεξιχνίαστη στα μάτια του. (Ο Σεφέρης θα έλεγε ότι οι συντάκτες τους χρησιμοποιούν την πιο γενική λέξη επειδή η συγκίνησή τους δεν είναι ποτέ ειδική). Τα σύμβολα που μετέρχονται κινούνται κι αυτά στη σφαίρα της άκρας αφαίρεσης, είναι απαγκιστρωμένα απ’ ό,τι το απτό. Στην καλύτερη περίπτωση, συντείνουν στη διάπλαση μιας ατμόσφαιρας, που κατά σύμβαση ή από κεκτημένη ταχύτητα εκλαμβάνεται ως ποιητική.
Από πρόσφατο έργο γνωστού ποιητή μας παραθέτω ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του τρόπου γραφής:
Και ένα δεύτερο, κάπως σαφέστερο στην εικονοποιία του, από ποίημα ετέρου ποιητή, επίσης διακεκριμένου:
Ως άκρως υποκειμενικά, πρωτοπρόσωπα και αυτοαναφορικά, τα ποιήματα αυτού του είδους είναι, προφανώς, "λυρικά". Ο λυρισμός τους είναι όμως ενός τύπου ονειρώδους, ορθότερα νεφελώδους· του λείπει η γλωσσική ρώμη ή η ψυχολογική ακρίβεια που χαρακτηρίζει τον υψηλό λυρισμό αρχαιόθεν. Μολονότι βασίζονται στο συναίσθημα, η συγκινησιακή φόρτιση των εν λόγω κειμένων είναι υποτυπώδης. Λόγω και της αναφορικής τους ασάφειας μιλούν για τα πράγματα εμμέσως, από την ασφάλεια της απόστασης, μακριά από κάθε βαθύτερη βιωματική ή υπαρξιακή εμπλοκή.
Τα χαρακτηριστικά τους είναι προσόμοια εκείνων της ημερολογιακής γραφής, ο ποιητής καλείται, όπως ειπώθηκε, «να γράφει αυτό που αισθάνεται αυθόρμητα όταν του έρχεται και αν του έρθει», η γλωσσική έκφραση επέχει εδώ θέση ψυχικής εκτόνωσης και αυτοθεραπείας, η ποίηση ως ενέργημα είναι αυτοσκοπός.
Προφανώς, τέτοιου είδους στίχοι ούτε περιγράφουν ούτε αφηγούνται. Γι’ αυτόν όμως τον λόγο δεν έχουν και διακριτή χωροχρονική ταυτότητα, couleur locale ή temporale – με μόνο βοηθό το ποίημα αδυνατεί κανείς να εντοπίσει σε ποιον τόπο ή περίοδο έχει γραφεί. Τα χαρακτηριστικά τους είναι προσόμοια εκείνων της ημερολογιακής γραφής, ο ποιητής καλείται, όπως ειπώθηκε, «να γράφει αυτό που αισθάνεται αυθόρμητα όταν του έρχεται και αν του έρθει», η γλωσσική έκφραση επέχει εδώ θέση ψυχικής εκτόνωσης και αυτοθεραπείας, η ποίηση ως ενέργημα είναι αυτοσκοπός. Εξού και τα μεμονωμένα ποιήματα ή βιβλία δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους, συγχέονται εν είδει συνειρμού που δεν σπονδυλώνεται σε σώμα και γι’ αυτό εξαχνώνεται αμέσως μόλις γυρίσει κανείς τη σελίδα.
Ασφαλώς, κατά το παρελθόν η ατμοσφαιρική ποίηση μάς έχει δώσει σημαντικά δείγματα γραφής. Αυτό συνέβαινε όμως στο κλίμα του ώριμου συμβολισμού κυρίως, όταν την ονειρική αύρα του περιεχομένου υποστύλωνε, τρόπον τινά γείωνε, ο λεπτοδουλεμένος και μουσικός στίχος. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι ανάλογο. Αντίθετα, κύριο χαρακτηριστικό της "ατμοσφαιρικότητας" της σημερινής ποίησης είναι η εκφραστική ευκολία: σε συνδυασμό με μια υπερρεαλίζουσα αντίληψη για τη χρήση των λέξεων και την τρέχουσα προτίμηση στην "ανοιχτή φόρμα", στην πράξη οι πάντες μπορούν να γράψουν έτσι, ακριβώς όπως οι πάντες είναι σε θέση να κρατούν ημερολόγιο των συναισθημάτων και των ονείρων τους. Ευκολία που εξηγεί βεβαίως και τη δημοτικότητα αυτού του τρόπου γραφής μεταξύ των γραφόντων. Όπως είπα, ο κύριος όγκος της σημερινής ποίησης, αυτός που γεμίζει τις εκατοντάδες ή χιλιάδες ποιητικές συλλογές που εκδίδονται κάθε χρονιά, κινείται εντός ή πέριξ του ατμοσφαιρικού συναισθηματισμού.
Δίπλα σ’ αυτόν τον τρόπο γραφής υπάρχει όμως και ένας άλλος, πολύ λιγότερο διαδεδομένος, αλλά δυσανάλογα προβαλλόμενος, ιδίως στο εξωτερικό, καθότι εκπροσωπούμενος από το έργο πολλών ποιητών της αγγλοαμερικανικής ώς επί το πλείστον σχολής. Θα τον ονόμαζα ποίηση του γριφώδους διανοητισμού. Πίσω από αυτόν βρίσκουμε συνήθως έναν ποιητή που θέλει να είναι, κυρίως όμως να φαίνεται, λόγιος. Η μεταμοντέρνα διακειμενικότητα εδώ, που σκοπός της είναι να προσδώσει στο ποίημα επίφαση πολυμάθειας, συνταιριάζεται με τον κλασσικό νεωτερικό ερμητισμό, που υποβάλλει την εντύπωση της βαθύνοιας. Παρόμοια με την conceptual art, με την οποία εν μέρει συγγενεύει, κύριο αισθητικό αίτημα αυτής της ποίησης παραμένει εντέλει η καινοθηρία, συγκεκριμένα η αποφυγή κάθε γνωρίσματος ικανού να αποδοθεί σε μια οικεία παράδοση. Καθοδηγήτρια γραμμή είναι εδώ το πιστεύω ότι το ποίημα δεν πρέπει να μοιάζει με ποίημα.
Δομικό γνώρισμα του γριφώδους διανοητισμού είναι η διασπορά των μοτίβων, που κάνει το κείμενο να μοιάζει με κολλάζ. Στην τυποποιημένη του μορφή ένα τέτοιο ποίημα περιλαμβάνει παραθέματα, ανέκδοτα, μνείες ιστορικές, εξομολογητικές νύξεις και αφορισμούς που συμπληρώνονται συνήθως από ένα συναισθηματικού ή γνωμικού τύπου επιμύθιο. Όλα αυτά πάλι, καθότι αδιευκρίνιστα και αινιγματικά, απαιτούν από τον αναγνώστη αποκρυπτογράφηση, για την οποία ωστόσο δεν επαρκεί η γενική ουμανιστική παιδεία. Ακόμη και όπου οι επιμέρους φράσεις μοιάζουν απλές και οι αναφορές ευδιάκριτες, η ελλειπτικότητα, το παρατακτικό ή συνειρμικό μοντάζ των στίχων και η απουσία στίξης τις συσκοτίζουν επί τούτου, εκβιάζοντας την εντύπωση ότι εδώ γίνεται λόγος για κάτι βαθύτερο. Όπου γίνεται επίκληση της ζωντανής ιστορίας, αυτή χρησιμεύει στην ουσία για φόντο, ως μια ουδέτερη επιφάνεια πρόσφορη για να προβληθεί επάνω της το μειδίαμα του διανοουμένου.
Δίνω πάλι δύο παραδείγματα. Μερικούς στίχους του Γερμανού Χέλμουτ Χαϊσσενμπύττελ (1921-1996), από τους πρωιμότερους Ευρωπαίους εκφραστές αυτής της τάσης, με κύριο γνώρισμα μορφικό το εντελώς ασύνδετο της σύνταξης:
Και ένα πιο πρόσφατο ποίημα του Πολωνού Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι (1945), όπου η γενική αστιξία αναστέλλει τον ειρμό μιας ήδη κατακερματισμένης αφήγησης:
Παρά τις διαφορές τους, ιδίως στο ζήτημα του διανοητικού στοιχείου, οι δύο αυτοί τρόποι γραφής που περιέγραψα, ο ατμοσφαιρικός συναισθηματισμός και ο γριφώδης διανοητισμός, διακρίνονται από μια βαθύτερη συνάφεια, που δικαιολογεί την συνεξέτασή τους ως των πλέον αντιπροσωπευτικών της σύγχρονης ποίησης.
Όπως ο ατμοσφαιρικός συναισθηματισμός δεν έχει σχέση με τα παλαιότερα επιτεύγματα του συμβολισμού ή της βιωματικής ποίησης, έτσι και αυτός ο γριφώδης διανοητισμός δεν συνδέεται με το στοχαστικό ή φιλοσοφικό ποίημα του παρελθόντος. Η Gedankenlyrik, η ποίηση ιδεών της γερμανικής ή της γαλλικής παράδοσης από τον Χαίλντερλιν ώς τον Ρίλκε και από τον Μαλλαρμέ ώς τον Βαλερύ, ή εδώ σ’ εμάς η εκπροσωπούμενη από το έργο ποιητών όπως ο Τάκης Παπατσώνης και ο Άθως Δημουλάς, υπήρξε πάντοτε καρπός μιας λεπτής ισορροπίας. Την ποιητική δυσπλασία των καθαρών διανοημάτων και των λόγιων παραπομπών αναπλήρωνε σε ικανό βαθμό ο γλωσσικός αισθησιασμός, το μέλημα της φόρμας και το λυρικό ύψος. Η στρυφνότητα των σημερινών διανοητικοφανών ποιημάτων όμως είναι γυμνή. Η άτερπνη πεζολογία εδώ συνοδεύεται από κομφορμιστικές, ως επί το πολύ, αντιλήψεις περί πολιτικής και ιστορίας, δημοφιλείς στους ακαδημαϊκούς κύκλους από τους οποίους προέρχονται και οι περισσότεροι ποιητές αυτής της σχολής. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με μια ποίηση κατά κυριολεξίαν σχολαστική, προϊόν του σπουδαστηρίου, όπου ο ιδεώδης δημιουργός και ο ιδεώδης αναγνώστης της εν τέλει συμπίπτουν. Εξίσου όμως είναι και ποίηση ομφαλοσκοπική: δεν είναι τυχαία η αγάπη των εκπροσώπων της για το "ποίημα ποιητικής", προσωνύμιο ευφημιστικό στις μέρες μας για την ναρκισσευόμενη περιαυτολογία.
Παρά τις διαφορές τους, ιδίως στο ζήτημα του διανοητικού στοιχείου, οι δύο αυτοί τρόποι γραφής που περιέγραψα, ο ατμοσφαιρικός συναισθηματισμός και ο γριφώδης διανοητισμός, διακρίνονται από μια βαθύτερη συνάφεια, που δικαιολογεί την συνεξέτασή τους ως των πλέον αντιπροσωπευτικών της σύγχρονης ποίησης. Και για τους δύο η ποίηση είναι λιγότερο τέχνη αυτοτελής και περισσότερο μέσο, οδός προς κάτι αλλότριο, την αποφόρτιση ή τον επιδεικτισμό. Και οι δύο απευθύνονται εις εαυτόν, συνιστούν στην ουσία μονολόγους ενός υποκειμένου περίκλειστου, που ομιλεί αδιακρίτως ή και ερήμην ακροατών. Και οι δύο απέχουν από κάθε δυναμικό συναίσθημα, κάθε έξαψη, κάθε μεγαλοφωνία ή έμφαση. Η έντασή τους ξεκινάει ελάχιστα πάνω από το επίπεδο του ψιθύρου και φτάνει το πολύ ώς τον απόμακρο βόμβο. Αυτού του είδους η ποίηση, έχεις διαρκώς την εντύπωση, δεν μπορεί να σηκώσει ούτε ένα "αχ". Ένα θαυμαστικό αρκεί για να τη θρυμματίσει.
Αν έναν αιώνα πρωτύτερα το αίτημα ήταν η αποφυγή της ρομαντικής "λυρικοπάθειας" (ό όρος είναι του Κωστή Παλαμά) και του στόμφου, τώρα φαίνεται έχουμε περιπέσει στο άλλο άκρο: τα ποιήματα προκύπτουν όλο και περισσότερο άπνοα και απαθή. Ωσάν μαζί με τα επιφωνήματα να έχουν απορρίψει από τη γλώσσα τους τις περισσότερες μορφές έκφρασης της ανθρώπινης συγκίνησης.
* * *
Την επόμενη εβδομάδα θα κάνουμε λόγο για την ιδεολογία και την αυτοκατανόηση των συγκαιρινών ποιητών.
[διαβάστε όλα τα άρθρα του φακέλου «Η ποίηση σήμερα» κάνοντας κλικ ΕΔΩ]
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.