Μια σειρά από άρθρα για την κατάσταση της ποιητικής τέχνης σήμερα, για τα χρόνια προβλήματα και τις μελλοντικές της προκλήσεις.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Προβλήματα τεχνικά, μέρος δεύτερο
Προβλήματα όμως γεννά και η χρήση της στίξης στα κείμενα των σημερινών ποιητών, ή μάλλον η παράλειψή της. Με τον μοντερνισμό σημειώνεται όντως μια τάση περιορισμού της κλασσικής στίξης. Τα κόμματα παραμελούνται ή παραλείπονται, τελείες, παύλες και παρενθέσεις υποβαθμίζονται, θαυμαστικά και αποσιωπητικά συχνά εξοβελίζονται σχεδόν όλως διόλου από το ποίημα. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι νεωτερικοί ποιητές επιζήτησαν να τονίσουν την πολυσημία του ποιήματος, να υπογραμμίσουν την αμφίζευκτη ή σκόπιμα δυσπροσδιόριστη συντακτική θέση μιας λέξης ή φράσης, κάποτε και να υποβάλλουν ή να εκβιάσουν μιαν εντύπωση βαθύνοιας.
Παρ’ όλα αυτά, στους σημαντικούς νεωτερικούς ποιητές η στίξη δεν είναι ποτέ πρόχειρη. Ακόμη και όπου είναι ελλειπτική, παραμένει ακριβής και αυστηρή, πίσω της διαφαίνεται δηλαδή ένα σύστημα. Αντιθέτως, η στίξη σε πολλά σημερινά ποιήματα είναι κατά το μάλλον ή ήττον τυχαία. Αδυνατεί κανείς να συναγάγει από την ανάγνωση την εντύπωση ενός οδηγητικού κανόνα, έστω και ιδιότροπου και εξατομικευμένου. Αυτό πάλι διαταράσσει εξίσου την νοηματική ευκρίνεια και τη ρυθμική ροή του κειμένου, εισάγοντας έναν παράγοντα αθέλητης αβεβαιότητας και απροσδιοριστίας.
Όμως η υποβάθμιση του ακροαματικού στοιχείου, της φωνούμενης ύλης του ποιήματος δεν έχει μόνο ρυθμικές ή σημασιολογικές συνέπειες. Επηρεάζει καίρια και την οικονομία της. Για μια γλώσσα πολυσύλλαβη και φωνηεντόληκτη όπως η ελληνική, η συνίζηση λειτουργεί πυκνωτικά, δουλειά της είναι να συνοψίζει μεγαλύτερο ποσόν νοήματος σε μικρότερο αριθμό εκφερόμενων συλλαβών. Ο σικελιανικός δεκαπεντασύλλαβος
Διάπλατοι είν’ όλοι του καημού, στα σκοτεινά, οι πυλώνες!
βαλμένος σε "φυσική" συντακτική σειρά («Όλοι οι πυλώνες του καημού είναι διάπλατοι στα σκοτεινά») έχει 19 ή και 20 γραμματικές συλλαβές, αναλόγως του πώς υπολογίζει κανείς τον "καημό". Χάρη στην εντυπωσιακή ευπλασία όμως της ελληνικής σύνταξης, που εδώ επιτρέπει στον ποιητή μεταξύ άλλων να ξεκινήσει τη φράση του με το κατηγορούμενο και να την περατώσει με το υποκείμενο του ρήματος, να παρεμβάλει τέσσερις λέξεις ανάμεσα στο επίθετο (όλοι) και το ουσιαστικό του (πυλώνες) και να παρενείρει σ’ αυτές και έναν επεξηγηματικό προσδιορισμό (στα σκοτεινά), ο Σικελιανός φτιάχνει εδώ έναν στίχο άφθαστης επιγραμματικότητας όπου οι μετρικές συλλαβές υπολείπονται κατά 20 ή 25% των γραμματικών συλλαβών επειδή ακριβώς εκμεταλλευέται τις δυνατότητες που του παρέχουν τα πάθη των φωνηέντων, εδώ η μία έκθλιψη και οι τρεις (ή τέσσερις) συνιζήσεις.
Το ίδιο βλέπουμε όμως να συμβαίνει και στον "ελεύθερο" στίχο των μεγάλων μας νεωτερικών ποιητών, που όλοι τους όπως είπαμε κατέχουν στην εντέλεια την παραδοσιακή προσωδία. Το δίστιχο του Ελύτη λ.χ., από τα Ελεγεία της Οξώπετρας,
μπορεί κάλλιστα να μετρηθεί ως διπλός ιαμβικός δωδεκασύλλαβος, ενώ μεταφερμένο σε "κανονική" σύνταξη («Άλλο αν μελετώντας βγήκα πάλι εκεί που το κολύμπι με έβγαζε από ανέκαθεν») θα μας έδινε 28 γραμματικές συλλαβές, τέσσερις περισσότερες. Παρατηρούμε και εδώ, αφενός μεν, τη συντακτική τόλμη του ποιητή που αναδιατάσσει τις λέξεις ελεύθερα κατά τον ρυθμό που θέλει να τους προσδώσει, αφ’ ετέρου δε, την ποιητική εκμετάλλευση των φωνηεντικών παθών των φωνηέντων, εδώ τριών συνιζήσεων και δύο εκθλίψεων. Χαρακτηριστική και η φυσικότητα με την οποία ο Ελύτης ενσωματώνει, και δικαιώνει, στον λόγο του ένα συντακτικό σχήμα (από ανέκαθεν) που τύποις είναι εσφαλμένο.
Γίνεται νομίζω σαφές ότι μαθαίνοντας να συνυπολογίζει και να εκμεταλλεύεται τα πάθη των φωνηέντων, πρωτίστως τις συνιζήσεις, ο Έλληνας ποιητής εισάγεται και μυείται συγχρόνως στις ευρύτατες εκφραστικές δυνατότητες που του παρέχει η συντακτική ευπλασία της γλώσσας του. Ιδίως οι αυστηρές μορφές ευνοούν την καλλιέργεια αυτών των δυνατοτήτων, στο μέτρο που έλκουν τα τολμηρά και σπάνια συντακτικά σχήματα, σπάζοντας τη τυποποίηση της εργαλειακής γλώσσας και προσδίδοντας στον στίχο αμεσότητα και ζωντάνια.
Κατά τον τρόπο αυτόν, ο ποιητής του έμμετρου στίχου όχι μόνο επιταχύνει τον ρυθμό και οικονομεί τον λόγο του, αλλά και ποικίλλει την εκφορά του, τονίζοντας την ιδιοφωνία και πρωτοτυπία του. Το ίδιο συμβαίνει και με τα νεώτερα ελευθερόστιχα ποιήματα που συνειδητά πατούν στην εμπειρία και τη γνώση του έμμετρου στίχου. Στα Ελεγεία της Οξώπετρας, που είναι ίσως το έργο με την τολμηρότερη συντακτική ευελιξία που έδωσε νεωτερικός ποιητής, βλέπει κανείς την εξοικείωση του ποιητή με τις ιστορικές κορυφώσεις της ελεγειακής φόρμας, πρωτίστως με το έργο του Ρίλκε. Αντιθέτως, σε πολλά σημερινά ελευθερόστιχα ποιήματα συναντούμε μιαν δημοσιογραφικού τύπου συντακτική στερεοτυπία, που μιμείται κακόζηλα τη δυσκινησία της αγγλικής ή γαλλικής σύνταξης, μια καθήλωση λίγο πολύ στο σχήμα υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο, που στα ελληνικά είναι πολύ λιγότερο σύνηθες απ’ ό,τι σε άλλες γλώσσες. Το συντακτικό πλεονέκτημα του ελληνικού επίθετου λ.χ., που μπορεί να τεθεί τόσο εμπρός όσο και πίσω από το ουσιαστικό, αξιοποιείται όλο και σπανιότερα. Πλήρης σχεδόν είναι η σίγαση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής. Τα σύνθετα που από το πινδαρικό "ερασιπλόκαμος" ώς το δημοτικό "ανεμοκυκλοπόδης" και από το αισχύλειο «μνησιπήμων πόνος» ώς το σολωμικό «πολύαστρον του αιθέρος» αφθονούσαν στην ελληνική δημώδη και λόγια ποίηση όλων των εποχών, θεωρούνται πλέον φολκλορισμοί. Όμως ακόμη και οι δυνατότητες της λογιότερης γλώσσας να πλάσει οξυδερκείς νεολογισμούς, όπως τα "καθιστόζωα" του Καρούζου, μένουν αργές. Συνήθεις είναι τέλος και κάποιες συντακτικού τύπου δυσμορφίες, κοινές στον πεζό λόγο αλλά έως πρότινος σπάνιες στον ποιητικό, όπως οι αλυσιδωτές γενικές ή η κακόζηλη κατάχρηση του αόριστου άρθρου.
Η συντακτική αποστέωση και η μίμηση των ξένων γλωσσών φαίνεται ακόμη περισσότερο στις ποιητικές μεταφράσεις. Καθοδηγούμενοι από την επιθυμία να αποδώσουν όσο το δυνατόν πιστά το νόημα του πρωτοτύπου, και προσπερνώντας τη μορφή του, οι μεταφραστές μας δίνουν κείμενα που πάσχουν από προφανή χαλάρωση. Χαλάρωση νοηματική, ρυθμική και συντακτική, τις περισσότερες φορές οφθαλμοφανή ήδη στην έκταση του μεταφράσματος.
Η περισσολογία, η νοηματική διάχυση και η αγνόηση της μορφής του πρωτοτύπου είναι γενικό γνώρισμα αυτών των μεταφράσεων. Ο αναγνώστης των περισσότερων αποδόσεων των Τεσσάρων κουαρτέτων ή των Ελεγειών του Ντουΐνο στα ελληνικά δεν μπορεί καν να υποπτευθεί ότι το πρωτότυπο είναι ένα κείμενο αρχιτεκτονημένο, έμμετρο εν όλω ή εν μέρει, ενίοτε επειδή ούτε ο μεταφραστής το έχει συνειδητοποιήσει. Ο αναγνώστης του Ομήρου στις πρόσφατες ελευθερόστιχες αποδόσεις των επών πέφτει διαρκώς πάνω σε στίχους όπου για τις 16 ή 17 συλλαβές του πρωτοτύπου ο μεταφραστής χρειάζεται είκοσι, εικοσιπέντε ή και περισσότερες συλλαβές, τη στιγμή που σχεδόν όλοι οι έμμετροι μεταφραστές, παλαιότεροι και νεότεροι, τα καταφέρνουν με δεκαπέντε.
Να πώς αποδίδει ο Στυλιανός Αλεξίου λ.χ. σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο μερικούς διάσημους στίχους από το λ της Οδύσσειας:
Και πώς αποδίδει τους ίδιους στίχους ο Δημήτρης Μαρωνίτης:
Το ανοικονόμητο της μετάφρασης Μαρωνίτη είναι νομίζω προφανές. Για κάθε δεκαπεντασύλλαβο του Αλεξίου, ο Μαρωνίτης χρειάζεται από 17 έως 21 συλλαβές, και υπολογίζω υπέρ του τις πιθανές συνιζήσεις. Επιπλέον, την τριπλή επανάληψη της λέξης "καράβι" (νῆα, νῆα, νηῒ μελαίνῃ) που ο Αλεξίου την αποδίδει θεσπέσια ακριβώς επειδή καταλαβαίνει τον δημώδη-επωδικό χαρακτήρα της στον πρωτότυπο στίχο, ο Μαρωνίτης την προσπερνάει αμήχανα. Η μια μετάφραση κυλάει απρόσκοπτα, στην άλλη σκοντάφτεις συνεχώς στη στριμμένη σύνταξη, στους διασκελισμούς, στα αλλεπάλληλα "όταν", "όπου", "τέλος", "ωστόσο", "αφού" που αχρείαστα καθυστερούν την αφήγηση.
Γενικά πιάνοντας στα χέρια σου δίγλωσσες εκδόσεις έχεις την εντύπωση ότι η σύγχρονη ελληνική γλώσσα αδυνατεί να αποδώσει λιτά και περιεκτικά το πρωτότυπο. Όμως, όπως αποδεικνύουν οι παλαιότερες και νεότερες έμμετρες μεταφράσεις, αυτή η αδυναμία δεν είναι της γλώσσας αλλά των συγκεκριμένων μεταφραστών-ποιητών. Και είναι προϊόν της αποξένωσης της ποιητικής μας παιδείας τόσο από την παραδοσιακή προσωδία όσο και από τον πρότυπο ελεύθερο στίχο των κλασσικών του μοντερνισμού, που βασίστηκε πάνω της. Διότι η περισσολογία και η χαλάρωση είναι γνωρίσματα γενικά και της πρωτότυπης ποίησής μας, που όλο και πιο συχνά δίνει την εντύπωση κειμένου μεταφρασμένου. Αν στον Ελύτη, και πάλι, αρκούν τέσσερις μόλις λέξεις στο Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου για να προκαλέσει τις επερχομένες γενεές και τα κότσια τους ("Εσείς να δούμε τώρα"), η Κατερίνα Γώγου για το ίδιο πράγμα και το ίδιο νόημα χρειάζεται σχεδόν τις διπλές ("Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε", απ’ όπου μάλιστα και ο τίτλος της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων της). Στον ιαμβικό επτασύλλαβο του Ελύτη ξαναζεί κανείς τη γοητευτική αναίδεια του παιδιού, τον έφηβο που βγάζει γλώσσα, ακόμη και έναν λαϊκό, πηγαίο τόνο απαραγνώριστο όπως φαίνεται στις, πολλές, συγγενικές φράσεις που βρίσκονται σε χρήση ανάμεσά μας: «Σειρά σου τώρα!», «Να σας δούμε κι εσάς!», «Για να σε δω, μάγκα μου!». Ο χασμωδικός δωδεκασύλλαβος της Γώγου, αντίθετα, είναι πεζά, δημοσιογραφικά ελληνικά.
Οι τεχνικές αυτές παρατηρήσεις, πρέπει να ειπωθεί, είναι δειγματοληπτικές. Πολλά θα μπορούσε να προσθέσει κανείς, και για πολλά ακόμη: για την πλημμελή κατανόηση του στροφικού συστήματος και του ρόλου του στην αρχιτεκτονική του ποιήματος· για τον υποβιβασμό των τίτλων από λειτουργικό στοιχείο σε απλό εφέ· για τις αμήχανες μεταβάσεις από μοτίβο σε μοτίβο ή εικόνα σε εικόνα, οι οποίες προδίδουν άγνοια όχι τόσο της παραδοσιακής όσο της νεωτερικής ποίησης και της τεχνικής του μοντάζ που εκείνη πρώτη εισηγήθηκε· για την ασυμβατότητα των ποιημάτων με τις ανάγκες της απαγγελίας και της δημόσιας ακρόασης· για την έφεση προς τα συναισθηματικώς αδρανή αφηρημένα ουσιαστικά και επίθετα· για τον μηρυκασμό λέξεων όπως "ποίηση" και "σιωπή" που από την πολυχρησία έχουν καταντήσει ό,τι ήταν για τους συμβολιστές η λέξη "φθινόπωρο" ή για τους υπαρξιακούς η λέξη "μοναξιά", εν ολίγοις κούφια λόγια – κ.ο.κ. Δώσαμε όμως μια εικόνα της υφής και της έκτασης του προβλήματος. Στο επόμενο σημείωμα θα συζητήσουμε ζητήματα σχετιζόμενα με τη θεματολογία της σημερινής ποίησης.
[διαβάστε όλα τα άρθρα του φακέλου «Η ποίηση σήμερα» κάνοντας κλικ ΕΔΩ]
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.