Μια σειρά από άρθρα για την κατάσταση της ποιητικής τέχνης σήμερα, για τα χρόνια προβλήματα και τις μελλοντικές της προκλήσεις.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Προβλήματα εκδοτικά, μέρος πρώτο
Κατά τη Βιβλιονέτ, το 1997 κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα 263 νέα ποιητικά βιβλία, πρώτες εκδόσεις στη συντριπτική τους πλειονότητα. Πέντε χρόνια αργότερα, το 2002, ο αριθμός τους είχε φτάσει στα 312. Το 2007 κυκλοφόρησαν 414 νέα ποιητικά βιβλία, και το 2012 κυκλοφόρησαν 615. Πέρυσι, 2016, τελευταία χρονιά για την οποία έχουμε συγκεντρωτικά δεδομένα, κυκλοφόρησαν 680 νέα ποιητικά βιβλία.
Αθροιστικά, μέσα σε μια 20ετία κυκλοφόρησαν 8.705 νέα ποιητικά βιβλία, 3.025 τη δεκαετία 1997-2006 και 5.679 τη δεκαετία 2007-2016. Αν πάρουμε ως βάση συγκρίσεως τις δύο αυτές δεκαετίες, η αύξηση είναι της τάξεως του 88%. Αν πάρουμε τα δύο οριακά έτη, 1997 και 2006, η αύξηση σχεδόν διπλασιάζεται αφού φτάνει το 159%.
Με τι έχουμε εδώ να κάνουμε; Πώς δικαιολογούνται αυτά τα νούμερα; Πώς εν μέσω κρίσεως, που έχει ρίξει τον αριθμό των εκδιδόμενων τίτλων δραματικά, τα νέα ποιητικά βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2012 είναι κατά 49% αυξημένα από εκείνα που εκδόθηκαν το 2007, εκείνα μάλιστα του 2016, κατά 64%;
Όμως το φαινόμενο δεν είναι ενδημικό. Οι ελληνικοί αριθμοί, παρότι θηριώδεις, έχουν το ανάλογό τους, έστω και σε διαστάσεις ενίοτε πιο συμμαζεμένες, και αλλού.
Κάποιοι θα επικαλεστούν τον ποιητικό οίστρο των Νεοελλήνων, τη γραφομανία που φαίνεται να μας συνοδεύει από τον 19ο αιώνα έως σήμερα αδιάλειπτα. Όμως το φαινόμενο δεν είναι ενδημικό. Οι ελληνικοί αριθμοί, παρότι θηριώδεις, έχουν το ανάλογό τους, έστω και σε διαστάσεις ενίοτε πιο συμμαζεμένες, και αλλού. Στις ΗΠΑ λ.χ., σε μία και μόνη χρονιά, το 2009, στην κοινή κατηγορία ποίηση/δράμα (στις στατιστικές ορισμένων χωρών τα δύο αυτά είδη συγκατατάσσονται, όμως μεταξύ τους η ποίηση έχει την μερίδα του λέοντος), κυκλοφόρησαν 13.374 νέοι τίτλοι. Μόλις εφτά χρόνια νωρίτερα, το 2002 οι νέοι αυτοί τίτλοι ήταν υποδιπλάσιοι, 5.742, και στη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας φαίνεται να έχουν περιοριστεί εκ νέου σε νούμερα γύρω στις 10.000. Ωστόσο η εκδοτική έκρηξη είναι απαραγνώριστη και ίσως εντυπωσιακότερη της ελληνικής αντίστοιχης. Όπως αναφέρει ο Dana Gioia στο πολύκροτο δοκίμιό του Can Poetry Matter?, γύρω στο 1990 οι κατ’ έτος νεοεκδιδόμενοι ποιητικοί τίτλοι ήταν λιγότεροι από χίλιους, τη δεκαετία του 1940 μάλιστα λιγότεροι από εκατό. Αν τα στοιχεία είναι ακριβή, απαιτήθηκε μισός περίπου αιώνας ώς τον πρώτο τους δεκαπλασιασμό (1940-1990), αλλά λιγότερο από είκοσι χρόνια για τον δεύτερο (1990-2009), αύξηση συνολική της τάξεως του 10.000% σε μια εβδομηκονταετία!
Στην Ιταλία, πάντα στην κοινή στατιστική κατηγορία ποίηση/δράμα, το 2011, έτος που κορυφώνεται η σχετική παραγωγή, εκδόθηκαν 3.900 νέοι τίτλοι, για να μειωθούν σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Στη Γερμανία, όπου ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ υπολόγισε κάποτε τον αριθμό των αναγνωστών της ποίησης σε 1354, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να σατιρίσει την ασήμαντη απήχησή της στο κοινό, περίπου 3.000 νέοι τίτλοι κάνουν την εμφάνισή τους ετησίως, στην πλειοψηφία τους από μικρούς εκδότες και σε τιράζ που σπανίως ξεπερνά τα 1.000 αντίτυπα. Με βάση τους αριθμούς ISBN, τα ποιητικά βιβλία που κυκλοφορούσαν στη Βρετανία το 2008 ήταν 10.500, 3.780 περισσότερα από αυτά που ήταν διαθέσιμα στο εμπόριο το 2007, αύξηση μέσα σε μια χρονιά της τάξης του 36%.
* * *
Ώστε ο εκδοτικός πληθωρισμός είναι φαινόμενο γενικό, δεν αφορά αποκλειστικά τη χώρα μας. Ποια είναι όμως η απήχηση όλων αυτών των χιλιάδων βιβλίων, όπως μπορεί να εκτιμηθεί με κριτήριο τις πωλήσεις τους; Με μια λέξη: αμελητέα. Για την Ελλάδα, ως γνωστόν, στοιχεία αξιόπιστα δεν υπάρχουν, εικόνα σαφή δεν μπορούμε να έχουμε. Στη Γερμανία, το κοινό μερίδιο ποίησης και δράματος στις συνολικές πωλήσεις βιβλίων κατά την τρέχουσα δεκαετία είναι κάτω του 0,4%· το 2013 είχαμε πωλήσεις αξίας 37 εκ. ευρώ σε μια βιβλιαγορά που τζιράρει σχεδόν 10 δισ., ενώ μόνο του το πεζογραφικό βιβλίο έχει κύκλο πωλήσεων κοντά στα 3,5 δισ. ευρώ. Στην Ιταλία το 2016 διατέθηκαν συνολικά 530.000 αντίτυπα ποιητικών βιβλίων συνολικής αξίας 5,9 εκ. ευρώ. Στη Βρετανία το 2013 διατέθηκαν ποιητικά βιβλία αξίας 7,8 εκ. λιρών, ποσοστό 0,55% επί μιας βιβλιαγοράς συνολικού ύψους 1,416 δισ. λιρών. Το 2008, ο μέσος όρος πωλήσεων ανά ποιητικό τίτλο ήταν 98 αντίτυπα. Συγκρίσιμα είναι τα στοιχεία για τις ΗΠΑ, όπου το 2007 είχαμε πωλήσεις περίπου 80 εκ. δολλαρίων επί συνολικών πωλήσεων 15 δισ. δολλαρίων. Την τετραετία 2004-2007 διατέθηκαν συνολικά 12 εκ. αντίτυπα ποιητικών βιβλίων. Για τη σύγκριση: «Ο Χάρρυ Πόττερ και οι κλήροι του θανάτου» όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 2007 πούλησε σε ΗΠΑ και Βρετανία τον ίδιο περίπου αριθμό αντιτύπων μέσα σε μία και μόνη ημέρα.
«Ο Χάρρυ Πόττερ και οι κλήροι του θανάτου» όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 2007 πούλησε σε ΗΠΑ και Βρετανία τον ίδιο περίπου αριθμό αντιτύπων μέσα σε μία και μόνη ημέρα.
Όμως και τα στοιχεία αυτά εξωραΐζουν την εικόνα που έχουμε για τη σύγχρονη ποίηση και την απήχησή της στο κοινό. Κι αυτό διότι την αφορούν μόνο εν μέρει. Αν εξαιρέσει κανείς κάποιους ελάχιστους, μετρημένους κυριολεκτικά στα δάχτυλα, σύγχρονους ποιητές – όπως είναι η Βρετανή Carol Ann Duffy και ο Αμερικανός Billy Collins, ή όπως ήταν ο Ιρλανδός Σέημους Χήνυ όσο ζούσε ή παραμένει πάντα εδώ σε μας η Κική Δημουλά, η κυκλοφορία της ποίησης των τελευταίων δεκαετιών είναι πολύ περιορισμένη. Οι πωλήσεις αφορούν κυρίως ανθολογίες, έργα κλασσικών και ποιητών προηγούμενων εποχών, ως επί το πλείστον της προνεωτερικής περιόδου. Στον κατάλογο των ποιητικών μπεστ-σέλλερ των Barnes & Noble, λ.χ., τον Αύγουστο του 2017 έπρεπε κανείς να κατεβεί ώς το νούμερο 65 της λίστας για να βρει ένα βιβλίο αντιπροσωπευτικό του ποιητικού μοντερνισμού του 20ού αιώνα, την Έρημη χώρα του Έλιοτ. Οι υψηλότερες θέσεις ήταν κατειλημμένες από ποιητές κλασσικούς, ή πάντως παραδοσιακότερους τεχνοτροπικά, όπως οι Όμηρος (σε ποικίλες εκδόσεις), Σαίξπηρ, Δάντης, Τσώσερ, Μίλτον, Πόε, Φροστ, Ουάιλντ, Γέητς, Ντίκινσον, Ρουμί, από πολυάριθμες ανθολογίες, και από συγγραφείς όχι ακριβώς αντιπροσωπευτικούς της σημερινής ποίησης, γκουρού του διαλογισμού ή της αυτοθεραπείας, σταρ του instagram και άλλους.
* * *
Η υπερπροσφορά απαξιώνει το προϊόν, αποπροσανατολίζει τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, κατακερματίζει τις μικρές έτσι κι αλλιώς πωλήσεις, σπρώχνοντας με τη σειρά της το ήδη μικρό τιράζ όλο και πιο κάτω.
Ποιες είναι όμως οι συνέπειες του εντυπωσιακού αυτού εκδοτικού πληθωρισμού που περιγράψαμε; Πολλές και βαρύνουσες. Πρώτα πρώτα, όπως σε κάθε πληθωρισμό, το κακό νόμισμα εκτοπίζει το καλό, εν προκειμένω τα αξιοπρόσεκτα νέα ποιητικά βιβλία δυσκολεύονται πολύ να αποσπάσουν την προσοχή που τους αναλογεί. Η υπερπροσφορά απαξιώνει το προϊόν, αποπροσανατολίζει τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, κατακερματίζει τις μικρές έτσι κι αλλιώς πωλήσεις, σπρώχνοντας με τη σειρά της το ήδη μικρό τιράζ όλο και πιο κάτω. Αυτό πάλι στέκεται εμπόδιο στη διακίνηση. Πολύ λίγα από τις χιλιάδες αυτές των βιβλίων φτάνουν ποτέ στα βιβλιοπωλεία, τα περισσότερα διακινούνται από τους συγγραφείς τους ή από το ίντερνετ. Ήδη το 1991, μιλώντας στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, ο Ιωσήφ Μπρόντσκι είχε διαμαρτυρηθεί για τα περιορισμένα αντίτυπα στα οποία τυπώνονταν οι πρώτες συλλογές των νέων ποιητών. Ένα τέτοιο βιβλίο «απευθύνεται μόνο στο 0,001% του αμερικανικού πληθυσμού» είχε πει. «Αυτό για μένα είναι παράλογο». Το 2001 ο πληθυσμός των ΗΠΑ ήταν 250.000.000, όθεν συνάγεται ότι το μέσο τιράζ για το βιβλίο ενός νέου ποιητή ήταν τότε 2.500 αντίτυπα. Σήμερα οι Αμερικανοί έχουν ξεπεράσει τα 320 εκατομμύρια, τα ποιητικά βιβλία που εκδίδονται ετησίως εκεί έχουν δεκαπλασιαστεί, και το μέσο τιράζ τους παρομοίως – αν και από την ανάποδη: με τις ευκολίες της ψηφιακής εκτύπωσης και του print-on-demand, τα 100-500 αντίτυπα τείνουν να γίνουν ο κανόνας. «Poetry must be available to the public in far greater volume than it is», έλεγε ο Μπρόντσκι στα 1991, ούτε κι ο ίδιος όμως μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη.
Ορθότερα αποτιμούσε την κατάσταση την ίδια χρονιά ο ομότεχνός του Ντέηνα Τζόια, όταν σημείωνε ότι τα 200 πανεπιστημιακά προγράμματα δημιουργικής γραφής που λειτουργούσαν τότε στις ΗΠΑ αναμενόταν να παραγάγουν περίπου 20.000 πτυχιούχους «επαγγελματίες» ποιητές στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Τη σύνδεση αυτή, του εκδοτικού πληθωρισμού με τα προγράμματα δημιουργικής γραφής, την έχουμε δει να επιβεβαιώνεται και σε άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων τα τελευταία χρόνια και η Ελλάδα.
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.