Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη, η μεταφράστρια Βάσια Τζανακάρη με αφορμή τη μετάφραση του μυθιστορήματος της Emily St. John Mandel, Σταθμός έντεκα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Ξέρετε γιατί μετέφρασα τον Πόε με τόση υπομονή; Επειδή μου μοιάζει. Την πρώτη φορά που άνοιξα ένα από τα βιβλία του, είδα με τρόμο και έκπληξη όχι μόνο θέματα που είχα ονειρευτεί αλλά ολόκληρες προτάσεις που είχα σκεφτεί και τις οποίες αυτός είχε γράψει είκοσι χρόνια πριν». Αυτά καταθέτει ο Μποντλέρ για τη μετάφραση και η σκέψη του αυτή φαίνεται να βρίσκει σύμφωνο και τον θεωρητικό της μετάφρασης, τον Λόρενς Βενούτι, ο οποίος εισήγαγε την έννοια του “simpatico”, της συγγένειας, δηλαδή, που νιώθει ο μεταφραστής με τον συγγραφέα που μεταφράζει. Παρότι η έννοια έχει πολλές παραμέτρους και επιδέχεται κριτική, ορμώμενη από αυτήν και με βάση την προσωπική μου εμπειρία θεωρώ ότι μπορώ να πω με σχετική ασφάλεια πως αν μεταφράζεις ένα βιβλίο που σου αρέσει, πιθανόν να καταφέρεις σε ικανοποιητικό βαθμό να μεταφέρεις το πνεύμα του βιβλίου και το ύφος του συγγραφέα. Αυτό μου συνέβη με τον Σταθμό Έντεκα της Έμιλι Σεντ Τζον Μαντέλ. Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το βιβλίο που μου εμπιστεύτηκαν οι εκδόσεις Ίκαρος, ένιωσα ότι οι σκέψεις της Μαντέλ θα μπορούσαν να είναι σκέψεις δικιές μου, που απλώς δεν είχα προλάβει να τις διατυπώσω. Το θέμα της, η λυρική και συνάμα απλή γλώσσα της καθώς και η κυκλικότητα της γραφής της με γοήτευσαν απόλυτα.
Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το βιβλίο που μου εμπιστεύτηκαν οι εκδόσεις Ίκαρος, ένιωσα ότι οι σκέψεις της Μαντέλ θα μπορούσαν να είναι σκέψεις δικιές μου, που απλώς δεν είχα προλάβει να τις διατυπώσω. Το θέμα της, η λυρική και συνάμα απλή γλώσσα της καθώς και η κυκλικότητα της γραφής της με γοήτευσαν απόλυτα.
Δούλεψα το πρώτο χέρι του βιβλίου στο λάπτοπ και στη συνέχεια σε εκτυπωμένο κείμενο. Το χαρτί “χτυπάει” τελείως διαφορετικά στο μάτι σε σχέση με ένα αρχείο Word. Αν και η γλώσσα δεν ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, οι σωστές επιλογές των λέξεων ήταν σημαντικές προκειμένου να αποδοθεί το ύφος της Μαντέλ και η ατμόσφαιρα του βιβλίου, αλλά και να μη χαθούν τα πολιτισμικά στοιχεία. Η μετάφραση, γενικά, έγκειται σε μεγάλο βαθμό στις επιλογές που κάνει ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια, και όντας φύσει αναποφάσιστη συχνά μου συμβαίνει αρκετά σημεία να με παιδεύουν μέχρι την τελευταία στιγμή. Κάτι άλλο που με απασχόλησε πολύ ήταν οι φωνές των ηρώων. Κάθε ήρωας έχει τη φωνή του. Δεν μπορεί ο Τζίβαν που είναι παπαράτσι να μιλάει με τον ίδιο τρόπο που εκφράζεται ο Άρθουρ, ένας σούπερ σταρ του Χόλιγουντ. Και εφόσον η συγγραφέας το πετυχαίνει αυτό, οφείλει κι η μεταφράστρια να προσπαθήσει να κάνει το ίδιο. Επιπλέον, ο τόνος αλλάζει ανάλογα και με το είδος του λόγου. Για παράδειγμα, τα γράμματα του Άρθουρ στη φίλη του Βικτόρια, έχουν διαφορετικό τόνο από τα διαλογικά μέρη. Υπήρχαν, επίσης, μερικά σημεία όπου ο λόγος ήταν μακροπερίοδος και η σύνταξη χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή, αφενός για να μη χαθεί το ύφος και η ένταση, αφετέρου για να μην είναι το αποτέλεσμα δυσνόητο για τον αναγνώστη, τουλάχιστον όχι πιο δυσνόητο απ’ όσο θα ήθελε η συγγραφέας.
Για τα αποσπάσματα από τα έργα του Σαίξπηρ που περιλαμβάνονται στο βιβλίο χρησιμοποίησα τις μεταφράσεις του Ερρίκου Μπελιέ (από τις εκδόσεις του Κέδρου), ενώ το απόσπασμα από ποίημα του Τσέσλαβ Μίλος στην εισαγωγή του βιβλίου αποπειράθηκα να το μεταφράσω η ίδια, αν και η μοναδική εμπειρία που έχω στη μετάφραση ποίησης είναι από τις μεταφράσεις που έκανα στο μεταπτυχιακό μου σε αφροαμερικανούς ποιητές και ποιητές των μεσοδυτικών πολιτειών. Η διακειμενικότητα ήταν κάτι που είχε τη σημασία του στο βιβλίο. Παραδείγματος χάριν, η πρώτη πρόταση του βιβλίου περιγράφει μια σκηνή από τον Βασιλιά Ληρ, και με προβλημάτισε πολύ η απόδοση της λέξης “unmoored”. Πρέπει να ξέρεις τι ακριβώς συμβαίνει στη συγκεκριμένη σκηνή της σαιξπηρικής τραγωδίας για να μην οδηγηθείς σε παρερμηνείες.
Κάτι που έκανα για να είμαι σίγουρη για την προφορά ονομάτων και τοπωνυμίων αλλά για να βεβαιωθώ ότι έδινα έμφαση στα σωστά μέρη κάθε πρότασης ήταν να ακούσω το βιβλίο σε audiobook. Όπως πάντα, χρειάστηκε κάμποση έρευνα για πραγματολογικά στοιχεία – άλλωστε, μετάφραση σημαίνει έρευνα, τόσο όσον αφορά τη σημασία των λέξεων όσο και τα πραγματολογικά στοιχεία του κάθε βιβλίου. Πραγματικά θαυμάζω όσους μετέφραζαν στην προ-Google εποχή.
Κάτι που έκανα για να είμαι σίγουρη για την προφορά ονομάτων και τοπωνυμίων αλλά για να βεβαιωθώ ότι έδινα έμφαση στα σωστά μέρη κάθε πρότασης ήταν να ακούσω το βιβλίο σε audiobook. Όπως πάντα, χρειάστηκε κάμποση έρευνα για πραγματολογικά στοιχεία – άλλωστε, μετάφραση σημαίνει έρευνα, τόσο όσον αφορά τη σημασία των λέξεων όσο και τα πραγματολογικά στοιχεία του κάθε βιβλίου. Πραγματικά θαυμάζω όσους μετέφραζαν στην προ-Google εποχή. Το σημείο που με προβλημάτισε περισσότερο ήταν ένα συγκεκριμένο κομμάτι όπου οι ήρωες κοροϊδεύουν, κάνοντας λογοπαίγνια, την office jargon, φιξ φράσεις δηλαδή που χρησιμοποιούνται σε εταιρικό περιβάλλον. Εκεί, αναγκαστικά, έβαλα μπροστά τη δημιουργικότητά μου, και έφτιαξα δικά μου λογοπαίγνια, έχοντας στο νου μου ότι έπρεπε να επιτελούν την ίδια ακριβώς λειτουργία με τα πρωτότυπα. Ομολογώ πως εμπνεύστηκα λίγο από τα δελτία ειδήσεων. Όπως πάντα, βέβαια, πολύ σημαντική είναι η συνεργασία με τον επιμελητή ή την επιμελήτρια του βιβλίου: το να συζητάς προβληματισμούς και τυχόν δυσκολίες είναι πολύτιμο.
Λάθη γίνονται στις μεταφράσεις, άλλοτε σημαντικά, άλλοτε ήσσονος σημασίας και η κριτική της μετάφρασης, όπου και όποτε υπάρχει, καταλήγει να μην είναι τίποτε άλλο παρά λαθοθηρία. Μια μετάφραση, όμως, μπορεί να είναι καλή ακόμη και με μερικά λάθη. Έτυχε για μια εργασία στο μεταπτυχιακό μου να συγκρίνω δύο μεταφράσεις του ίδιου βιβλίου. Η πρώτη, της δεκαετίας του ’80, ήταν γεμάτη λάθη. Η δεύτερη, που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια, ολόσωστη. Η πρώτη όμως ήταν υπέροχη, παρά τα λάθη, γιατί είχε διατηρηθεί το ύφος και ο ρυθμός, ενώ η δεύτερη παρότι σωστή, ήταν τελείως στεγνή! Αν και τα λάθη είναι συχνά αναπόφευκτα, νιώθω ανακουφισμένη που σε ορισμένες περιπτώσεις γλίτωσα… στο τσακ από μερικά. Όπως για παράδειγμα όταν μετέφραζα Το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε (εκδ. Μεταίχμιο) της Τζίλιαν Φλιν, την ομφαλοσκόπηση (navelgazing) παραλίγο να την συνδυάσω με… πλοία παρασυρμένη από τα Ιταλικά (nave). Στην περίπτωση της Μαντέλ, παρασυρμένη από την ένταση μιας συγκεκριμένης σκηνής παραλίγο να μεταφράσω το taxi (τροχοδρομώ) ως αυτό που φαντάζεστε… Η κοινή λογική και η αποστασιοποιημένη ανάγνωση αποδεικνύονται σωτήρια! Πάντως, στη μετάφραση, πάντα κάτι χάνεται, αλλά φτιάχνεται κάτι άλλο στη θέση του. Η δική μου αίσθηση, δηλαδή, είναι ότι χάνεται αναγκαστικά ένα γλωσσικό σύμπαν αλλά δημιουργείται ένα καινούριο.
Λάθη γίνονται στις μεταφράσεις, άλλοτε σημαντικά, άλλοτε ήσσονος σημασίας και η κριτική της μετάφρασης, όπου και όποτε υπάρχει, καταλήγει να μην είναι τίποτε άλλο παρά λαθοθηρία. Μια μετάφραση, όμως, μπορεί να είναι καλή ακόμη και με μερικά λάθη.
Δεν ξέρω αν το συγγραφικό μου ύφος περνάει στις μεταφράσεις μου, φαντάζομαι πως ναι, είναι μάλλον αναπόφευκτο, κάποιος άλλος προφανώς θα έκανε διαφορετικές επιλογές, αλλά φυσικά το μεγαλύτερο ποσοστό είναι και οφείλει να είναι το ύφος του συγγραφέα. Το πιο σημαντικό για έναν μεταφραστή είναι αυτό που είναι το πιο σημαντικό και για έναν συγγραφέα: να διαβάζει. Και δεν είναι καθόλου αυτονόητο αυτό που λέω.
Κάθε φορά, όταν έρχεται η ώρα της παράδοσης, διαβάζω ολόκληρο το βιβλίο μεγαλόφωνα, για να ελέγξω τον ρυθμό και τον τόνο. Ύστερα κάνω τις απαραίτητες διορθώσεις. Κι έπειτα βάζω τελεία. Η μετάφραση δεν τελειώνει ποτέ. Θα μπορούσα να διορθώνω τα βιβλία που μεταφράζω στο διηνεκές, αλλάζοντας τις επιλογές μου, τον ρυθμό, τη σύνταξη. Κάποια στιγμή όμως, όπως και στο γράψιμο, πρέπει να βάζεις τελεία.
Info
Η Βάσια Τζανακάρη σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΑΠΘ και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού Μετάφρασης-Μεταφρασεολογίας από το ΕΚΠΑ. Με το πρώτο της βιβλίο, 11 μικροί φόνοι: ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Νικ Κέιβ (2008) ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Στη συνέχεια έγραψε το μυθιστόρημα Τζόνι & Λούλου (2011), το παιδικό βιβλίο Ένα δώρο για τον Τζελόζο (2013) και τη συλλογή διηγημάτων Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα (2014) όλα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Έχει μεταφράσει Ian Rankin, Gillian Flynn, Judith Butler, Emily St John Mandel, Donald Ray Pollock κ.α., ενώ διδάσκει στη σχολή meta/φραση.