Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής Γιώργος Καράμπελας, με αφορμή το μυθιστόρημα του Emmanuel Carrère «Λιμόνοφ», το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Λιμόνοφ ήταν το δεύτερο βιβλίο του Εμμανουέλ Καρρέρ που ανέλαβα να μεταφράσω, μετά το Βασίλειο, αν και η σειρά έκδοσης αυτών των δύο στα γαλλικά ήταν η αντίστροφη: πρώτα κυκλοφόρησε ο Λιμόνοφ και λίγα χρόνια μετά το Βασίλειο. Πριν αναλάβω το Βασίλειο λοιπόν, δεν είχα διαβάσει τίποτα του Καρρέρ· μετά το Βασίλειο (και αφού πρώτα διάβασα άλλα δύο προηγούμενα έργα του, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, το Μουστάκι και το Ρωσικό μυθιστόρημα), ήμουν πια έτοιμος να μεταφράσω τα άπαντά του!
Υπερβάλλω προφανώς, αλλά αυτό που θέλω να πω είναι απλώς ότι ο Καρρέρ σε βάζει εύκολα στο κόλπο της μετάφρασής του, είναι εξαιρετικά μεταφράσιμος γιατί είναι ερευνητής συγγραφέας και οπαδός της (μυθοπλαστικής μεν, αλλά πάντα) «αντικειμενικότητας». Είτε αυτο(μυθιστοριο)βιογραφείται στα βιβλία του, όπως στο Ρωσικό μυθιστόρημα και εν μέρει στο Βασίλειο, είτε μυθιστοριο(βιο)γραφεί άλλους χαρακτήρες, όπως στον Λιμόνοφ, είναι τέτοια η έγνοια του να τεκμηριώσει τις αφηγήσεις του, με υλικά αντλημένα από τις πιο ετερόκλητες πηγές, προσωπικές καταγραφές, ΜΜΕ, ιστορικά αρχεία, βιβλία φυσικά, λογοτεχνικά αλλά ακόμα και ειδικευμένες μελέτες θεολογίας, φιλοσοφίας ή άλλων επιστημών, ώστε ο μεταφραστής βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να έρχεται αντιμέτωπος με έναν «κοινό κόσμο», όχι με κάποια κρυπτική-λυρική εσωτερικότητα του συγγραφέα απέναντι στην οποία θα σήκωνε τα χέρια ψηλά. Και προσωπικά ως μεταφραστής σηκώνω πάντα τα χέρια ψηλά μπροστά σε αυτό που αποκάλεσα «κρυπτική-λυρική εσωτερικότητα του συγγραφέα», γιατί δεν είμαι στ’ αλήθεια «μεταφραστής λογοτεχνίας»: οι σπουδές μου, ήδη η προδιάθεσή μου ενδεχομένως, και τελικά η επαγγελματική ενασχόλησή μου με τη μετάφραση περιστρέφονται γύρω από τις κοινωνικές επιστήμες και τη φιλοσοφία. Όσο περισσότερο η λογοτεχνία τείνει να προσεγγίζει αυτά τα πεδία, τόσο περισσότερο με προσελκύει σαν μεταφραστή – και ίσως όχι τόσο λόγω γούστου, αλλά λόγω δομικών, ας πούμε, περιορισμών: δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι για όλα στη δουλειά της μετάφρασης, και καλώς δεν είμαστε. Δουλεύοντας, φυσικά, μαθαίνουμε, αλλά τα όρια, όσο ελαστικά κι αν γίνονται, συνήθως παραμένουν.
Όπως θα περίμενε κανείς, οι μεταφραστικές «δυσκολίες» ενός τέτοιου βιβλίου, με έναν τόσο αντιφατικό (για να το θέσω μετριοπαθώς) κεντρικό ήρωα, έχουν να κάνουν με τον όγκο των πληροφοριών και τα πολλά επίπεδα ύφους. Από την άλλη, η τόση ποικιλία ομορφαίνει τη ζωή – του μεταφραστή τουλάχιστον, σίγουρα.
Επιστρέφοντας στον Λιμόνοφ, πρέπει να πω ότι η μετάφρασή του ήταν καθαρή απόλαυση. Η μυθιστορηματική βιογραφία ενός τρομερού τυχοδιώκτη, που γεννιέται και μεγαλώνει επί σταλινισμού, ζει από μέσα το underground της μπρεζνιεφικής Σοβιετικής Ένωσης, γίνεται περιθωριακός και… μπάτλερ στις Ηνωμένες Πολιτείες, λογοτεχνικός σταρ στο Παρίσι, στρατιώτης σε τάγματα εφόδου στους πολέμους των Βαλκανίων, για να καταλήξει (μετα)φασίστας γκουρού και κομματάρχης στη Ρωσία του Πούτιν – νομίζω είναι αυταπόδεικτο ότι όλα αυτά δεν μπορούν να σου προκαλέσουν ούτε στιγμή ανία. Ο Καρρέρ βέβαια έχει το ταλέντο να μετατρέπει σε θρίλερ τη θεολογική ιστορία των Ευαγγελιστών, τις μύχιες αμφιταλαντεύσεις της δικής του θρησκευτικότητας, τη διαδρομή της –ήκιστα περιπετειώδους και πολύ καθωσπρέπει– οικογένειάς του, ακόμα και την απίθανη ιστορία ενός μουστακιού, επομένως με τον Λιμόνοφ βρίσκεται απολύτως στο στοιχείο του, σκιαγραφώντας, όπως το λέει και ο ίδιος (αν και όχι ακριβώς με αυτούς τους όρους), κάτι σαν «ιδεώδες εγώ» ή «ιδεώδες του εγώ» του, με όλες τις σχετικές αμφισημίες που έχουν φέρει στο προσκήνιο οι ψυχαναλυτές. Όπως θα περίμενε κανείς, οι μεταφραστικές «δυσκολίες» ενός τέτοιου βιβλίου, με έναν τόσο αντιφατικό (για να το θέσω μετριοπαθώς) κεντρικό ήρωα, έχουν να κάνουν με τον όγκο των πληροφοριών και τα πολλά επίπεδα ύφους. Από την άλλη, η τόση ποικιλία ομορφαίνει τη ζωή – του μεταφραστή τουλάχιστον, σίγουρα.
Με τον συγγραφέα δεν χρειάστηκε να έρθω σε επαφή κατά τη μετάφραση, ούτε το θέλησα άλλωστε: θα ντρεπόμουν υπερβολικά… Ούτε πάλι χρειάστηκε να συμβουλευτώ μεταφράσεις του Λιμόνοφ σε άλλες γλώσσες (ουσιαστικά μόνο στην αγγλική θα μπορούσα να έχω πρόσβαση): όπως ανέφερα, ο Καρρέρ δίνει όλες τις πληροφορίες που θα χρειαστεί ο μεταφραστής, και η γραφή του είναι ανεπιτήδευτη, χωρίς σκοτεινά σημεία. Παρά ταύτα, η συγγραφική έρευνα, ιδίως όταν είναι ιστορικά απαιτητική, έχει τις παγίδες της: στον Λιμόνοφ τέτοιες δεν υπήρξαν, στο Βασίλειο ωστόσο φρόντισε να τις απομακρύνει για λογαριασμό όλων ημών (μεταφραστών και αναγνωστών) η επιμελήτρια της ιταλικής έκδοσης, η οποία έκανε μια διεξοδική και αξιοθαύμαστη εξακρίβωση διάφορων ιστορικών και θεολογικών πληροφοριών, προτείνοντας διορθώσεις και τροποποιήσεις που εντάχθηκαν έπειτα από τον ίδιο τον συγγραφέα στις επόμενες γαλλικές εκδόσεις του βιβλίου. Τις ενσωμάτωσα κι εγώ στη δική μου μετάφραση. Αν δεν υπήρχε αυτή η επιμελήτρια, είναι ένα ερώτημα αν θα υποχρεωνόμουν τότε να έρθω προσωπικά σε επικοινωνία με τον συγγραφέα για να μου λύσει τυχόν απορίες – και ένα άλλο, πιο σημαντικό, αν θα εντόπιζα εγώ (κάποια, έστω, από) τα επίμαχα σημεία που εντόπισε εκείνη. Ευτυχώς, δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Oι γλώσσες επικοινωνούν μεταξύ τους πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορεί να πιστεύουμε, το ίδιο και οι άνθρωποι – συγγραφείς, μεταφραστές και αναγνώστες εν προκειμένω. Αυτό γίνεται πιο φανερό όταν μιλάμε για σύγχρονες γλώσσες και σύγχρονους ανθρώπους, αλλά ισχύει, πιστεύω, και στη διαχρονία: οι παραδόσεις, «ξένες» και «εγχώριες», υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό συγκοινωνούντα δοχεία.
Ας προσθέσω, τέλος, δυο κουβέντες για την πιο «εσωτερική» διαδικασία της δουλειάς μου, για το πώς ακριβώς μεταφράζω, βάσει ποιων αρχών, τι τηρώ και τι αποφεύγω, κ.ο.κ. Συμβαίνει το εξής: αφήνω να με πηγαίνει το κείμενο. Υποθέτω ότι αυτό μας φέρνει στο αιώνιο δίλημμα περί πιστής ή ελεύθερης («σε καλά ελληνικά», που λέμε) μετάφρασης. Ας ξεκινήσω δηλώνοντας ότι το δίλημμα αυτό το θεωρώ υπερτιμημένο και υπερτονισμένο: οι γλώσσες επικοινωνούν μεταξύ τους πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορεί να πιστεύουμε, το ίδιο και οι άνθρωποι – συγγραφείς, μεταφραστές και αναγνώστες εν προκειμένω. Αυτό γίνεται πιο φανερό όταν μιλάμε για σύγχρονες γλώσσες και σύγχρονους ανθρώπους, αλλά ισχύει, πιστεύω, και στη διαχρονία: οι παραδόσεις, «ξένες» και «εγχώριες», υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό συγκοινωνούντα δοχεία, οι γλώσσες τράφηκαν από αυτούς τους διαύλους, οι πολιτισμοί και οι συλλογικές αναπαραστάσεις διαμορφώθηκαν και καταστάλαξαν όντας διαρκώς σε αλληλεξάρτηση. Η δουλειά μας δεν είναι τόσο «μεταφυσικά» δύσκολη όσο παρουσιάζεται ενίοτε στη θεωρία ή στην κοινή γνώμη.
Πιστότητα και κατά λέξη, ή κατά φράση, απόδοση ούτε ταυτίζονται ούτε το ένα αποκλείει αναγκαστικά το άλλο. Πιστή μετάφραση ενός ιδιωματισμού της γλώσσας του πρωτοτύπου μπορεί να είναι η αντιστοίχησή του σε έναν ιδιωματισμό της γλώσσας του μεταφράσματος – μπορεί όμως και όχι. Γενικότερα πιστεύω ότι η γλώσσα-στόχος πλουτίζεται πάντα από τα «ξενικά» στοιχεία της γλώσσας-πηγής, και το αν τελικά τα στοιχεία αυτά θα ενταχθούν ή όχι στη γραμματεία της γλώσσας-στόχου θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, τους οποίους ένας μεταφραστής δεν μπορεί να ελέγξει.
Δεν θα ήθελα όμως να θεωρηθεί ότι προσπαθώ έτσι να αποφύγω να δώσω ευθεία απάντηση στο δίλημμα – έχουν κάτι το αξιοσέβαστο τέτοια κλασικά και καθιερωμένα «είτε… είτε». Θα απαντήσω λακωνικά: είμαι αναφανδόν υπέρ της πιστής μετάφρασης, χωρίς περιοριστικές ρήτρες του τύπου «όταν λέω πιστή, δεν εννοώ τελείως πιστή, αλλά…». Για να συνεννοούμαστε, ωστόσο: πιστότητα και κατά λέξη, ή κατά φράση, απόδοση ούτε ταυτίζονται ούτε το ένα αποκλείει αναγκαστικά το άλλο. Πιστή μετάφραση ενός ιδιωματισμού της γλώσσας του πρωτοτύπου μπορεί να είναι η αντιστοίχησή του σε έναν ιδιωματισμό της γλώσσας του μεταφράσματος – μπορεί όμως και όχι. Γενικότερα πιστεύω ότι η γλώσσα-στόχος πλουτίζεται πάντα από τα «ξενικά» στοιχεία της γλώσσας-πηγής, και το αν τελικά τα στοιχεία αυτά θα ενταχθούν ή όχι στη γραμματεία της γλώσσας-στόχου θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, τους οποίους ένας μεταφραστής δεν μπορεί να ελέγξει. Αυτό που μπορεί να ελέγξει είναι η ένταξη των «ξενικών» στοιχείων στο μετάφρασμά του, και σε αυτό ακριβώς το σημείο, του «ελέγχου της ένταξης» (κάποιοι πρόδηλοι συνειρμοί εδώ: οι ξενικές λέξεις είναι οι «μετανάστες της γλώσσας», έλεγε ο Αντόρνο…), η δική μου επιλογή είναι, αυστηρά και φανατικά, όχι η οικειοποίηση, αλλά η «ξενοποίηση», τρόπον τινά – δηλαδή η άνευ όρων πρωτοκαθεδρία του πρωτοτύπου.
Τα παραπάνω έχουν γίνει βέβαια κοινοτοπίες της θεωρίας της μετάφρασης, από τον Σλαϊερμάχερ έως τον Μπένγιαμιν, τον Μπερμάν και άλλους. Αν έχει κάποια ιδιαιτερότητα η τοποθέτησή μου, ίσως να είναι ότι ακολουθώ τις κοινοτοπίες αυτές σαν πρακτικό μπούσουλα. Κάπως έτσι κλείνει ο κύκλος και ξαναβρισκόμαστε στην αρχή: ζήτημα περιορισμών – περιορισμών κουλτούρας, εκπαίδευσης, «ειδίκευσης» στη φιλοσοφική ή κοινωνικοεπιστημονική πεζότητα. Και ενώ καλό θα ήταν, το δίχως άλλο, να μην ανάγει κανείς σε προσωπική θεωρία («άποψη») την πρακτική ιδιοσυστασία του, αδυνατώ κι εγώ, όπως όλοι μάλλον, να το αποφύγω: συμβαίνει να έχω πειστεί ότι όλο το χρυσάφι –όπως και όλες οι νάρκες– του κόσμου είναι στα ρηχά.
Info
Ο Γιώργος Καράμπελας είναι μεταφραστής. Μεταξύ των δεκάδων βιβλίων που έχει μεταφράσει είναι και βιβλία των Christophe Hitchens, Régis Debray, Zygmunt Bauman, Tzvetan Todorov, Judith Butler, Friedrich August Von Hayek, Slavoj Žižek, Bourdieu, Pierre Ignacio Ramonet.