Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη, η μεταφράστρια Κωνσταντίνα Ευαγγέλου με αφορμή τη μετάφραση του βιβλίου του Nicola Gardini, Μια απαραίτητη βιβλιοθήκη. Πενήντα δύο κλασικά έργα της Ιταλικής Λογοτεχνίας. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Είμαι ερασιτέχνης μεταφράστρια –το επίθετο «ερασιτέχνης» ας εκληφθεί ως συνώνυμο αυτού που εργάζεται αντλώντας ευδιαθεσία και αρέσκεια–, επομένως δεν έχω καμιά ιδιαίτερη θεωρητική μεταφρασεολογική σκευή: αυτό εξασφαλίζει την απαραίτητη για μένα αίσθηση ελευθερίας που όμως θέλω να πιστεύω πως δεν προσομοιάζει με την αυθαιρεσία ή τον ετσιθελικό αυτοσχεδιασμό. Με έχουν ελκύσει ώς τώρα κείμενα διαφορετικά και ετερόκλητα ως προς το είδος, το ύφος, τη θεματολογία και το περιεχόμενο –λίγα μυθιστορήματα, μερικά κόμικς και εσχάτως δοκίμια–. Η προαίρεσή μου πάντα είναι να καταστήσω τα κείμενα κοινό κτήμα έτσι που καλοδεχούμενοι πρόσφυγες να ταξιδέψουν, διανοίγοντας τους ορίζοντες ανάμεσα στα σύνορα, και να βρουν νεόδμητες φιλόξενες κατοικίες.
Γραμμένο αντι-ακαδημαϊκά, χωρίς ίχνος διδακτισμού και έχοντας ως πρόταγμα τη σύνθεση-σύμπτυξη-αποτύπωση της ιταλικής «εθνικής» ταυτότητας αποτέλεσε ένα unicum με το οποίο ήθελα να αναμετρηθώ· το γεγονός πως η μελέτη αυτή διατρέχει εμβριθώς την ανά τους αιώνες ιταλική γραμματολογία κάνοντας στάσεις σε αντιπροσωπευτικά κλασικά –όχι πάντα αμιγώς λογοτεχνικά– έργα ανασυνθέτοντας τον ιστό της, μου φάνηκε τόσο δελεαστικό που θέλησα να το μοιραστώ στη μητρική γλώσσα όπως θα διηγιόμουνα με ζέση μια αξιομνημόνευτη προσωπική ιστορία στον καλύτερό μου φίλο.
Το να καταπιαστώ με το δοκιμιακό Μια απαραίτητη βιβλιοθήκη του Νικόλα Γκαρντίνι[1] ήταν πράξη φυσική, αυθόρμητη και παρορμητική που με κυρίευσε απ’ τις πρώτες κιόλας αράδες της ανάγνωσης: γραμμένο αντι-ακαδημαϊκά, χωρίς ίχνος διδακτισμού και έχοντας ως πρόταγμα τη σύνθεση-σύμπτυξη-αποτύπωση της ιταλικής «εθνικής» ταυτότητας αποτέλεσε ένα unicum με το οποίο ήθελα να αναμετρηθώ· το γεγονός πως η μελέτη αυτή διατρέχει εμβριθώς την ανά τους αιώνες ιταλική γραμματολογία κάνοντας στάσεις σε αντιπροσωπευτικά κλασικά –όχι πάντα αμιγώς λογοτεχνικά– έργα ανασυνθέτοντας τον ιστό της, μου φάνηκε τόσο δελεαστικό που θέλησα να το μοιραστώ στη μητρική γλώσσα όπως θα διηγιόμουνα με ζέση μια αξιομνημόνευτη προσωπική ιστορία στον καλύτερό μου φίλο. Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μια οιονεί Ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας ολότελα άμοιαστη με όσες έχω διαβάσει, και έχω διαβάσει αρκετές: ο συγγραφέας στο εισαγωγικό σημείωμα εξομολογείται πως έγραψε το κάθε δοκίμιο σχεδόν απνευστί, με ελάχιστες επεξηγηματικές σημειώσεις και παραπομπές, αφήνοντας ελεύθερες τις ανεπεξέργαστες εντυπώσεις του μετά το πέρας της ανάγνωσης του εκάστοτε έργου. Προς επίρρωση της μεθόδου αυτής μάς θυμίζει πως θαυμάζει απεριόριστα τον τρόπο σύλληψης και συγγραφής του έργου Μίμησις του Έ. Άουερμπαχ.
Το Μια απαραίτητη βιβλιοθήκη είναι το πρώτο έργο του Γκαρντίνι που μεταφράζω. Έχοντας όμως διαβάσει τα άπαντά του γνώριζα καλά το ύφος και τις τεχνοτροπίες· αυτό, βεβαίως, δε σημαίνει πως μπορούσα ευχερώς να τα αποδώσω.
H μετάφραση ενός δοκιμιακού έργου ίσως θεωρείται in primis ευκολότερη διαδικασία από τη μετάφραση ενός λογοτεχνικού κειμένου· ο λόγος είναι γλωσσικά σαφής, το ίδιο ο ρυθμός και ο τόνος, δεν υποκρύπτεται η πολυσυζητημένη λογοτεχνικότητα, δε δυσχεραίνουν την αντιστοίχηση τα ποικίλα ρητορικά σχήματα.
Ανοίγω μια αναγκαία παρένθεση: η μετάφραση ενός δοκιμιακού έργου ίσως θεωρείται in primis ευκολότερη διαδικασία από τη μετάφραση ενός λογοτεχνικού κειμένου· ο λόγος είναι γλωσσικά σαφής, το ίδιο ο ρυθμός και ο τόνος, δεν υποκρύπτεται η πολυσυζητημένη λογοτεχνικότητα, δε δυσχεραίνουν την αντιστοίχηση τα ποικίλα ρητορικά σχήματα κ.ο.κ. Ωστόσο αυτή η προεισαγωγή δεν αναιρεί άλλα εγγενή χαρακτηριστικά που διακρίνουν το είδος.
Σύμφυτο χαρακτηριστικό του ιταλικού δοκιμιακού λόγου είναι το μακροπερίοδο που βρίθει από παρένθετα και εμβόλιμα συντάγματα· ως εκ τούτου προσπάθησα, όπου έκρινα, να ανακατανείμω το κείμενο μετριάζοντας και συντομεύοντάς το, κυρίως με τη διαφορετική χρήση της στίξης ή/και την αντιμετάθεση των προτάσεων, ώστε να αποδοθεί ένας προσιδιάζων στην ελληνική ρυθμός. Τούτο έγινε με τη μέγιστη προσοχή έτσι που η τελική διατύπωση να μην απομακρύνεται από το λεκτικό τού πρωτότυπου. Το σημαντικότερο μέλημά μου σε όποια μεταφραστική απόπειρα είναι να διατηρείται κατά το δυνατόν η πιστότητα, η κειμενική πνοή και η εγγύτητα στην ιδιοσυγκρασία του κειμένου-πηγή. Ή αλλιώς, όπως διδάσκει ο Έκο, «μια μετάφραση δεν πρέπει να λέει περισσότερα από όσα λέει το πρωτότυπο, ή μάλλον πρέπει να διατηρεί τις ίδιες επιφυλάξεις με το κείμενο-πηγή»[2]. Αυτή η θεώρηση απαντάει εμμέσως και στο δίλημμα «πιστή μετάφραση ή καλή μετάφραση» που θα σχολιάσω κάπως διεξοδικότερα παρακάτω.
Το σημαντικότερο μέλημά μου σε όποια μεταφραστική απόπειρα είναι να διατηρείται κατά το δυνατόν η πιστότητα, η κειμενική πνοή και η εγγύτητα στην ιδιοσυγκρασία του κειμένου-πηγή. Ή αλλιώς, όπως διδάσκει ο Έκο, «μια μετάφραση δεν πρέπει να λέει περισσότερα από όσα λέει το πρωτότυπο, ή μάλλον πρέπει να διατηρεί τις ίδιες επιφυλάξεις με το κείμενο-πηγή».
Η μεγαλύτερη πρόκληση και συνάμα πρόσκομμα κατά τη μεταφραστική διαδρομή ήταν να αποδώσω παλιότερα, πεζά και ποιητικά, ιταλικά κείμενα, που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εν είδει παραθεμάτων και που δεν είχαν ώς τώρα μεταφραστεί ποτέ. (Σημειώνω πως για όσα από τα 52 κλασικά έργα υπήρχαν ήδη δόκιμες μεταφράσεις στα ελληνικά τις χρησιμοποίησα παραθέτοντας τα σχετικά στοιχεία). Πολύτιμη αρωγός υπήρξε η εξαιρετική ιταλίδα φιλόλογος Τζανφράνκα Στορνέλι που συνέδραμε παρέχοντάς μου, γι’ αυτές τις περιπτώσεις, μια πρώτη απόδοση που λειτούργησε σαν αφετηρία για την παραπέρα απ’ τη μεριά μου επεξεργασία. Είναι περιττό να περιγράψω το δέος που με συνείχε ενόσω επιδιδόμουν στην απόδοση παραθεμάτων από τον Ντ’ Ανούντσιο, τον Παρίνι, τον Αριόστο, τον Πολιτσιάνο, τον Βαζάρι και άλλους. Η κύρια μέριμνα ήταν να μεταφέρω τα συγκεκριμένα ανθολογημένα εδάφια προκειμένου να λειτουργούν και να δίνουν τις πληροφορίες που ο συγγραφέας, μέσω των εδαφίων αυτών, προτάσσει· με πανταχού παρούσα, με αδιάλειπτη τη συνειδητοποίηση πως η μεταφορά από μια γλώσσα σε μια άλλη δεν μπορεί να συμβεί χωρίς συνέπειες. Επιπρόσθετα ενώ στο πρωτότυπο δεν υπάρχουν, όπως προανάφερα, παρά ελάχιστες επεξηγηματικές σημειώσεις εγώ πρόσθεσα αρκετές σε μια προσπάθεια να βοηθήσω τον έλληνα αναγνώστη που ενδεχομένως έχει διαφορετικά γνωστικά εφόδια από αυτά του επαϊοντα της ιταλικής γραμματολογίας.
Η κύρια μέριμνα ήταν να μεταφέρω τα συγκεκριμένα ανθολογημένα εδάφια προκειμένου να λειτουργούν και να δίνουν τις πληροφορίες που ο συγγραφέας, μέσω των εδαφίων αυτών, προτάσσει· με πανταχού παρούσα, με αδιάλειπτη τη συνειδητοποίηση πως η μεταφορά από μια γλώσσα σε μια άλλη δεν μπορεί να συμβεί χωρίς συνέπειες.
Ως γνωστόν οι πολιτισμοί δεν είναι (απολύτως) εφαπτόμενοι· ο μεταφραστής συνεπώς δε θα ’πρεπε να δαμάζει και να εξημερώνει το κείμενο-πηγή υπό την έννοια πως θα απαλείφει ό,τι φαντάζει ανοίκειο στη γλώσσα-στόχο αλλά να δουλεύει με σεβασμό και ευαισθησία τόσο ως προς το πρωτότυπο κείμενο όσο και ως προς τον αναγνώστη-αποδέκτη του μεταφραστικού έργου.
Καταλήγοντας επανέρχομαι στο διλημματικό άξονα «πιστή μετάφραση vs καλή μετάφραση». Γύρω απ’ το θέμα συχνά αποπνέεται ένας αέρας που σχετίζεται με την ανθρωπολογία των ερωτικών σχέσεων (που θέλω να πιστεύω πως είναι) εν πολλοίς ξεπερασμένος. Θαρρείς και υπάρχουν σχηματικά δύο τύποι γυναικών, η σύζυγος που περιμένει καρτερικά στην εστία αλλά είναι απογοητευτική ως ερωμένη και η φλογερή ερωμένη που, ωιμέ, ως σύντροφος της ζωής θα ήταν σκέτη καταστροφή· ή αντίστροφα θαρρείς και υπάρχουν δύο τύποι αντρών, ο αξιόπιστος αλλά φοβερά πληχτικός και ο γοητευτικός εραστής αλλά άπιστος και προδότης. Απεναντίας εγώ σκέφτομαι πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά ούτε τόσο μανιχαϊστικά, και πως τόσο από τη ζωή όσο κι από τη μετάφραση μπορούμε να απαιτήσουμε κάτι περισσότερο.
Ας έχουμε πάντα κατά νου πως μια μετάφραση είναι ομόχρονα εκ νέου ανάγνωση και εκ νέου γραφή και δε θα είναι εφικτή μια απολύτως τέλεια μετα-γραφή του πρωτότυπου.
Θα όριζα επομένως την «πιστότητα» ως τη συνολική προσοχή προς όλες τις όψεις του κειμένου, και το μεταφραστή ως το διαμεσολαβητή που προσπαθεί να απο-δώσει τόσο τη σημασία όσο και το αποτέλεσμα, την πραγμάτωση του κειμένου-πηγή στην άλλη γλώσσα-στόχο. Κι αν θυμηθούμε τον Τζ. Στάινερ «Ο μεταφραστής λέγεται και "διερμηνέας". Προσπαθεί να μεταδώσει την αίσθηση της πηγής. Ο καθρέφτης κοιτάζει τον καθρέφτη, ανταλλάσσοντας όσο φως μπορεί»[3]. Τουτέστιν ας έχουμε πάντα κατά νου πως μια μετάφραση είναι ομόχρονα εκ νέου ανάγνωση και εκ νέου γραφή και δε θα είναι εφικτή μια απολύτως τέλεια μετα-γραφή του πρωτότυπου. Προσωπικά αν στο περίφημο σταυροδρόμι πρέπει να επιλέξω έναν τόπο για να βαδίσω, ο τόπος που αναμφίλεκτα επιλέγω είναι ο εγγύτερος στο πρωτότυπο.
Info
Η Κωνσταντίνα Ευαγγέλου είναι Δρ Κοινωνιολογίας της Λογοτεχνίας του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ (Μεταπτυχιακές σπουδές στη Συγκριτική Γραμματολογία). Εργάζεται ως αναπληρώτρια καθηγήτρια (Λέκτορας από το 2001) στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Αντικείμενο της διδασκαλίας και της ερευνητικής της δραστηριότητας είναι η ιταλική και ελληνική μεταπολεμική λογοτεχνική παραγωγή, ιδωμένη υπό το πρίσμα της «κοινωνιολογικής ανάγνωσης». Τα τελευταία χρόνια ασχολείται ερευνητικά και με το χώρο της μεταναστευτικής λογοτεχνίας, όπως η λογοτεχνική παραγωγή των αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα και την Ιταλία από το 1991 και μετά. Έχει δημοσιεύσεις σε περιοδικά κριτικής λογοτεχνίας και συλλογικούς τόμους.