
Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής Βαγγέλης Δουβαλέρης με αφορμή τις μεταφράσεις των βιβλίων του Friedrich Nietzsche Φιλοσοφία στα χρόνια τής αρχαιοελληνικής τραγωδίας, Αντίχριστος και Λυκόφως των ειδώλων. Τα βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Gutenberg.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η αληθινή περιπέτεια τής μετάφρασης —συγκεκριμένα με τον Νίτσε, αλλά προφανώς και με κάθε μεγάλο συγγραφέα— ξεκινάει όταν συνειδητοποιείς έντρομος ότι δεν είναι δυνατόν να «μεταφράσεις» την πρόταση που έχεις μπροστά σου. Τούτο ακούγεται παράδοξο. Δοκιμάζοντας ν’ αποδώσεις απλά και ομαλά λέξη-λέξη (ανίδεος για το τί σε περιμένει), καταλαβαίνεις ότι το «πιστό» σου κείμενο δεν μεταφέρει την αίσθηση που σου αφήνει το πρωτότυπο. Πού είναι η λακωνικότητα, τα αλλεπάλληλα στρώματα νοημάτων; Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με κάποιες αγγλικές ή γαλλικές μεταφράσεις έργων του (τη εξαιρέσει των πολύ αξιόλογων εργασιών τού W. Kaufmann, τού J-C. Hémery ή τού Gr. Parkes μεταξύ άλλων): διαβάζονται μεν, διευκολύνουν στην κατανόηση δύσκολων, αμφίσημων χωρίων, όμως δεν μεταφέρουν την άγρια ορμή τού νιτσεϊκού λόγου. Λειτουργούν διερμηνευτικά. Όμως δεν γίνεται να έχεις μόνο το «νόημα», τις «ιδέες» τού Αντίχριστου, ή τού Ζαρατούστρα, χωρίς τις ποιότητες τού ύφους. Δεν πρόκειται για κείμενα «θεωρητικά», άλλωστε. Ο Νίτσε νοούσε τη φιλοσοφία με έναν όλως άλλο τρόπο απ’ ό,τι ο Καντ ή ο Έγελος. Εξ ου και η σύγχυση που προκάλεσαν —κι εν πολλοίς συνεχίζουν να προκαλούν— τα έργα του· εμφανίζονταν λ.χ. μελέτες με τον τίτλο: «Ο Νίτσε ως φιλόσοφος» (!)...
Πρέπει κανείς να μελετήσει εις βάθος την ίδια του τη γλώσσα. Όλα τα ύφη, τα είδη – να ριχτεί δηλαδή στη μελέτη τής λογοτεχνίας του, ν’ αναμετρηθεί με επιτεύγματα λόγου αποδελτιώνοντας συστηματικά τόνους, ρυθμούς, ατμόσφαιρες, νοήματα, κυνηγώντας τα προσεκτικά κι επίμονα με την τσιμπίδα. Τις σκόρπιες τούτες ψηφίδες θα προσπαθήσει να τις αναπλάσει, συγκροτώντας σιγά-σιγά ένα Όλον που οργανικά πια θα λειτουργεί όσο το δυνατόν όπως το πρωτότυπο.
Πώς αποδίδεται λοιπόν η μαγική αίσθηση τού πρωτοτύπου; Απάντηση: δεν «αποδίδεται»· αναπλάθεται! Εδώ αρχίζει η δεύτερη φάση τής μεταφραστικής περιπέτειας, κι ίσως η πιο κρίσιμη. Δίχως άσκηση, ο μεταφραστής δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ τον κλοιό λέξεων τού συρμού, που απ’ την πολλή χρήση έπαψαν νάναι εκφραστικές κι αχρηστεύτηκαν. Παράδειγμα: στο Λυκόφως τών ειδώλων, που πρόσφατα εκδόθηκε (Gutenberg 2016), μετά από δυόμιση χρόνια δουλέματος τού κειμένου με τον επιμελητή τής έκδοσης, Ήρκο Αποστολίδη, καταλήξαμε ότι η απόδοση τής κεντρικής έννοιας Umwertung aller Werte («επαναξιολόγηση όλων τών αξιών») ήταν μεν πιστή, αλλά αφόρητα διανοητική, ενώ το πρωτότυπο συνδύαζε και το παραστατικό που πάει γραμμή στην αίσθηση, και το διανοητικό που απευθύνεται στην καθαρά κριτική πλευρά τού νου: αναποδογύρισμα και επαναθεμελίωση —«δημιουργική μεταμόρφωση»— των αξιών. Τούτη την ισορροπία δεν την έχει βέβαια ούτε η «αξιολόγηση», ούτε η «αναθεώρηση» (δυστυχώς το άτονο πρόθεμα «ανα-» δεν έχει τη δύναμη τού τονιζόμενου γερμανικού “um-“). Εκεί συνειδητοποιείς ότι το αίτημα των θεωρητικών τής μετάφρασης για οικονομία τού λόγου είναι ενίοτε ευσεβής πόθος. Άλλο που ακόμα και η «οικονομία τού λόγου» δεν κρίνεται «ποσοτικά». Πρέπει κανείς να μελετήσει εις βάθος την ίδια του τη γλώσσα. Όλα τα ύφη, τα είδη – να ριχτεί δηλαδή στη μελέτη τής λογοτεχνίας του, ν’ αναμετρηθεί με επιτεύγματα λόγου αποδελτιώνοντας συστηματικά τόνους, ρυθμούς, ατμόσφαιρες, νοήματα, κυνηγώντας τα προσεκτικά κι επίμονα με την τσιμπίδα. Τις σκόρπιες τούτες ψηφίδες θα προσπαθήσει να τις αναπλάσει, συγκροτώντας σιγά-σιγά ένα Όλον που οργανικά πια θα λειτουργεί όσο το δυνατόν όπως το πρωτότυπο. Μετά, θα ανασυνθέσει, βάσει των ευρημάτων του, και το ηχητικό σύμπαν τού συγγραφέα: θα προκριθούν λέξεις βάσει τής τραχύτητας ή τής ηπιότητας τού τόνου. Ο Νίτσε δεν έγραφε ξερά, «γραμμικά»· ήταν στιλίστας κορυφαίος· συνεπώς, εκτός από εποπτεία φιλοσοφική, χρειάζεσαι και καθαυτό ικανότητες γλωσσοπλαστικές (η απόγνωση μεγαλώνει!).
Προσπαθώντας λοιπόν ν’ αντεπεξέλθεις σε τέτοιες δυσκολίες, διακρίνεις λίγο-λίγο τις παγίδες στις οποίες είχες πέσει, χτυπάνε στο μάτι οι εύκολες αποδόσεις. Έτσι, παλεύοντας ανάμεσα σε «αναθεωρήσεις / επαναξιώσεις / μεταξιώσεις / ανατροπές και επαναθεμελιώσεις αξιών», οδηγείσαι αναπόφευκτα σε αναθεώρηση (αποκάθαρση) τής γλώσσας και τών εννοιών που χρησιμοποιείς. Εδώ κρίνεται ο μεταφραστής (ο απαιτητικός μεταφραστής) και σ’ αυτό βοηθάει ο επιμελητής (ο πράγματι αυστηρός επιμελητής). Σε τούτο, οδηγός είναι ο ίδιος ο Νίτσε, που σε πολλά σημεία τού έργου του καταφερόταν εναντίον τής ισοπεδωτικής δημοσιογραφικής γλωσσικής προχειρότητας και τής εγελιανής στείρας θεωρητικολογίας, δίνοντας συγκεκριμένα παραδείγματα κιόλας... Με ένα ξεσκαρτάρισμα τέτοιας κλίμακας, ανάγεσαι στις ρίζες τών λέξεων (αυτό άλλωστε είναι και η νιτσεϊκή «γενεαλογία») και βρίσκεις τις λεπτές αποχρώσεις τής φυσικής, ζωντανής γλώσσας, που είν’ η βάση και των φιλοσοφικών όρων. Δηλαδή, ισχύει και πάλι το σολωμικό: υποτάξου πρώτα στη γλώσσα τού λαού και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την.
Κομβικό σημείο αποτέλεσε η στίξη τού Νίτσε (στα όψιμα κατά βάση έργα του), που ασκούσε πάντα —απ’ τις πρώιμες αναγνώσεις— ξεχωριστή επίδραση: σα να σου γνέφει ο λόγος, να σου κλείνει το μάτι. Δυστυχώς, ούτε αυτή μεταφέρεται ως έχει. Λειτουργεί πολυσήμαντα. Άρα δεν αρκεί η πιστή αναπαραγωγή!
Κομβικό σημείο αποτέλεσε η στίξη τού Νίτσε (στα όψιμα κατά βάση έργα του), που ασκούσε πάντα —απ’ τις πρώιμες αναγνώσεις— ξεχωριστή επίδραση: σα να σου γνέφει ο λόγος, να σου κλείνει το μάτι. Δυστυχώς, ούτε αυτή μεταφέρεται ως έχει. Λειτουργεί πολυσήμαντα. Άρα δεν αρκεί η πιστή αναπαραγωγή! Το στερεότυπο δεν αποδίδει ποτέ το μαγικό, το πρωθόρμητο. Η απόλαυση τής ανάγνωσης ενός κειμένου που λες και γράφτηκε στη γλώσσα σου (αυτό είναι πάντα το ζητούμενο) δεν παράγεται με μια «ξεπατικωτούρα» των συντακτικών δομών ή τών σημείων στίξεως τής μιας γλώσσας στην άλλη. Αλλιώς, θα έφτανε η αυτόματη αντιστοίχισή τους και θα τελειώναμε!
Μα είναι κι ένα άλλο ζήτημα, καθαρά ψυχολογικό, που πρέπει να ληφθεί υπόψιν – ιδίως για περιπτώσεις σαν τον Νίτσε: ο απαιτητικός μεταφραστής πρέπει να έχει γνώση τής ιδιόμορφης τούτης ψυχοσύνθεσης ενός ανθρώπου που πηγαίνει εντελώς αντίθετα απ’ την εποχή του, και εναντιώνεται σε κάθετί παραδεδομένο, σε όλη την «ηθική τάξη πραγμάτων». Χρειάζεται άρα όχι μόνο μελέτη ανάλογων υφών απ’ τους μάστορες τού λόγου, αλλά, πολύ περισσότερο, μελέτη ανάλογων ανθρώπινων τύπων (αν υπάρχουν), εκρηκτικών κι εν πολλοίς απορριπτέων απ’ την κρατούσα κριτική, απ’ τις κοινωνίες εν γένει: πώς γράφουν αυτοί; πώς σμιλεύουν τις φράσεις τους; η προσωπική τους στάση πώς αντικατοπτρίζεται στη γλώσσα τους;
Αποκρυπτογραφείται λοιπόν όχι ένα «κείμενο», αλλά ένας ολόκληρος κόσμος που πάλλεται πίσω απ’ τις αράδες – που πεισματικά μένει αναφομοίωτος και ασύμβατος με τον περίγυρό του, ένας λόγος που δεν «συμπορεύεται», δεν καταφεύγει σε ευκολίες, παρά επιμένει να μιλάει άμεσα και πηγαία για τα πιο αφηρημένα (θεωρητικά) ζητήματα.
Αποκρυπτογραφείται λοιπόν όχι ένα «κείμενο», αλλά ένας ολόκληρος κόσμος που πάλλεται πίσω απ’ τις αράδες – που πεισματικά μένει αναφομοίωτος και ασύμβατος με τον περίγυρό του, ένας λόγος που δεν «συμπορεύεται», δεν καταφεύγει σε ευκολίες, παρά επιμένει να μιλάει άμεσα και πηγαία για τα πιο αφηρημένα (θεωρητικά) ζητήματα. Διαβάζει κανείς στα σημειωματάριά του οδηγίες προς εαυτόν: Όχι πολλούς τεχνικούς όρους! Αντικατάστησε την ορολογία με χυμώδεις εκφράσεις! (Αυτά ένας Γερμανός!) Τούτο τηρήθηκε ακόμα και στη μελέτη του για τους Προσωκρατικούς που, οπωσδήποτε, είναι κείμενο πιο θεωρητικό κι διαφορετικού ύφους απ’ τον εκρηκτικό Αντίχριστο και το Λυκόφως. Εκεί, οι στα Γερμανικά μεταφρασμένες αρχαιοελληνικές έννοιες, καθώς και σημεία καίρια σύνθετου γερμανικού λόγου, έπρεπε να επανεξελληνιστούν, κι όχι να μεταγλωττιστούν ξερά – ειδάλλως ο χυμώδης Νίτσε θα έμοιαζε επικίνδυνα με Καντ, και η Δημοτική θάχανε τη ζωντάνια της, γεμίζοντας κακόηχα ουσιαστικά! Οι βασικοί αρμοί τής αποκρυπτογράφησης, λοιπόν (κι ας συγχωρεθούν οι αλληγορίες, αλλά δεν πρόκειται για θεωρητικά συστήματα, αλλά για ανασύσταση οργανικού Όλου) ήταν αυτοί. Να μεταδοθεί το νόημα χωρίς να διανοητικοποιείται η γλώσσα. Να σώζεται η φρεσκάδα τού αυτοσχέδιου στοχασμού.
Η τραγανιστή ψίχα τού βιώματος κάτω απ’ τον ψυχρό φιλοσοφικό όρο: αυτό βγάζει στην επιφάνεια ο νιτσεϊκός λόγος. Βίωμα προσωπικότατο – άρα περίπου αμετάδοτο, κι όμως καίρια ειπωμένο, πάνω στην έκρηξη τής σύλληψής του. Γι’ αυτό κι ο στα Ελληνικά πια μεταγγισμένος λόγος δεν μπορεί νάναι συμβατικός, ακαδημαϊκός, ή να θυμίζει δημοσιογραφικό κείμενο, γραφτό «για όλες τις ώρες».
Σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται κάτι ουσιαστικότερο απ’ τους αυτονόητους λεξικογραφικούς ορισμούς: πρέπει ο ίδιος να συνθέσει ένα ιδιότυπο δικό του αντιλεξικό, όπου θα βαθαίνει στα βασικά νοήματα που υποβάλλει η κάθε έννοια, ανάλογα με τους θεματικούς τομείς, σε συνάρτηση με το κατάλληλο γλωσσικό περιβάλλον τού εκάστοτε έργου – ίσως το πιο φιλόδοξο λογοτεχνικό εγχείρημα μετά την ίδια τη συγγραφή τού πρωτοτύπου!
Εύλογο ότι η αποκρυπτογράφηση ενός τέτοιου σύμπαντος οδηγεί τον απαιτητικό μεταφραστή σε απόγνωση: πρέπει διαρκώς να ψάχνει ανάμεσα στις αράδες, πίσω απ’ το προφανές, για μια «κρυμμένη όψη». Σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται κάτι ουσιαστικότερο απ’ τους αυτονόητους λεξικογραφικούς ορισμούς: πρέπει ο ίδιος να συνθέσει ένα ιδιότυπο δικό του αντιλεξικό, όπου θα βαθαίνει στα βασικά νοήματα που υποβάλλει η κάθε έννοια, ανάλογα με τους θεματικούς τομείς, σε συνάρτηση με το κατάλληλο γλωσσικό περιβάλλον τού εκάστοτε έργου – ίσως το πιο φιλόδοξο λογοτεχνικό εγχείρημα μετά την ίδια τη συγγραφή τού πρωτοτύπου! Πρόκειται για εργασία πέρα γιά πέρα πρωτογενή. Βέβαια, σύμφωνα με την κλασική άποψη, η μετάφραση αποτελεί δημιουργία δευτερογενή. Κάθε άλλο! Ο Τζόις, συνεργαζόμενος με Ιταλούς μεταφραστές, για την απόδοση τού περίφημου Finnegan’s wake, συνειδητοποίησε ότι η μετάφραση όφειλε ν’ ακολουθήσει όχι τους ρυθμούς τού πρωτοτύπου, μα τής Ιταλικής, κι έτσι το έργο του να μετουσιωθεί σ’ ένα δεύτερο πρωτότυπο!
Ένα δεύτερο, λοιπόν, πρωτότυπο: από τα Νιτσεϊκά στα Ελληνικά. Γίνεται; Πρέπει! Ειδάλλως το εγχείρημα απέτυχε! Ανάπλαση στα όρια πρωτογενούς δημιουργίας. Όχι ν’ αναπαράγεις άκριτα την αλλοιωμένη γλώσσα τού καιρού σου, αλλά την άμεση, φυσική ανέκαθεν Γλώσσα, που ο ίδιος, μόνος σου, θα ξανα-ανακαλύψεις! Αυτός ήταν ο τελικός σκοπός στα τρία βασικά έργα τού Γερμανού φιλοσόφου, που σε τούτη τη σειρά παρουσιάσαμε: την Φιλοσοφία στα χρόνια τής αρχαιοελληνικής τραγωδίας, τον Αντίχριστο και το Λυκόφως των ειδώλων.
Info
Ο Βαγγέλης Δουβαλέρης έχει ασχοληθεί αποκλειστικά με μεταφράσεις κειμένων του Friedrich Nietzsche.