Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη η μεταφράστρια Αθηνά Δημητριάδου με αφορμή την μετάφραση του βιβλίου του Colm Tóibín Μπρούκλιν, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Όταν ξεκίνησα να μεταφράζω το Μπρούκλιν είχα ήδη μεταφράσει δύο βιβλία του Τομπίν, το Η διαθήκη της Μαρίας και το Νόρα Γουέμπστερ, που, αν και μεταγενέστερα, η μετάφρασή τους στα ελληνικά είχε προηγηθεί. Είχα επίσης μεταφράσει δύο διηγήματά του από τη συλλογή Mothers and Sons, που ο συγγραφέας μού είχε ευγενώς παραχωρήσει, και είχα μόλις ολοκληρώσει το Καραβοφάναρο στο Μαύρο Νερό που χρονικά προηγείται του Μπρούκλιν. Ήμουνα γενικά εξοικειωμένη με τη γραφή του Κολμ Τομπίν και επιβεβαίωνα, για μία ακόμη φορά την άποψή μου, ότι είναι προς όφελος της μετάφρασης το να διαθέτει τη χρονική άνεση ο μεταφραστής να διαβάσει όχι απλώς δυο τρεις φορές προκαταβολικά το κείμενο που θα μεταφράσει αλλά και ένα δύο άλλα κείμενα του συγγραφέα, ώστε να συλλάβει το ύφος του. Όσο και να εξελίσσεται το ύφος, όπως συμβαίνει με όλους τους καλούς συγγραφείς, πάντα υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας που μένει αμετάβλητος.
Eίναι προς όφελος της μετάφρασης το να διαθέτει τη χρονική άνεση ο μεταφραστής να διαβάσει όχι απλώς δυο τρεις φορές προκαταβολικά το κείμενο που θα μεταφράσει αλλά και ένα δύο άλλα κείμενα του συγγραφέα, ώστε να συλλάβει το ύφος του. Όσο και να εξελίσσεται το ύφος, όπως συμβαίνει με όλους τους καλούς συγγραφείς, πάντα υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας που μένει αμετάβλητος.
Από τα πρώτα έργα του Τομπίν ο αναγνώστης εντοπίζει στοιχεία που θα βελτιωθούν και θα αναπτυχθούν στο μέλλον. Για παράδειγμα, ο Τομπίν ουδέποτε υπήρξε ο συγγραφέας των εξάρσεων και των κραυγαλέων εκφράσεων. Μεταφράζοντάς τον συνειδητοποίησα ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να μεταφέρω τον υπόθερμο λόγο, που συνοδεύεται από τη διαπεραστική ματιά και που σπάνια ξεφεύγει από τα όρια της αγγλοσαξονικής ευγένειας και υπαινικτικότητας. Όταν η υπαινικτικότητα αυτή έδινε τη θέση της στην απερίφραστη, δηκτική ιρλανδέζικη αργκό, επιβαλλόταν να περάσει και στη μετάφραση με την ανάλογη ένταση, αλλιώς θα χανόταν ένα μεγάλο κομμάτι από την ιδιοσυγκρασία των ηρώων.
Το Μπρούκλιν δεν είναι υφολογικά από τα πιο δύσκολα έργα του Τομπίν. Θα έλεγα ότι είναι ένας αναβαθμός ως προς το ύφος και το ήθος των ηρώων ανάμεσα στο Καραβοφάναρο στο Μαύρο Νερό και στη Νόρα Γουέμπστερ. Οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια, ειδικότερα η σχέση με τη μητέρα, αναπτύσσονται από μία νέα οπτική γωνία. Ταυτόχρονα διερευνάται το θέμα της γυναικείας χειραφέτησης, κάτι που ο Τομπίν έχει επεξεργαστεί στο Καραβοφάναρο στο Μαύρο Νερό, και στο οποίο θα επανέλθει διεξοδικότερα στη Νόρα Γουέμπστερ. Το Μπρούκλιν είναι αναμφισβήτητα το πιο ανάλαφρο από τα τρία μυθιστορήματα, μια που η Έιλις τραβάει διαρκώς μπροστά, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που συναντάει και παρ’ όλους τους δισταγμούς της. Είναι και η Έιλις ένας άνθρωπος σιωπηλός – ο αναγνώστης μαθαίνει περισσότερα για εκείνην από τις σκέψεις της παρά από τις κουβέντες της. Ίσως αν η Έιλις είχε μείνει στο Ένισκορθι, να ζούσε μια ζωή που δεν θα διέφερε πολύ από της Νόρα Γουέμπστερ.
Είναι πάμπολλες οι πραγματολογικές απορίες που προκύπτουν συνεχώς, τόσες που χρειάστηκε αρκετή έρευνα της περιόδου 1950-1970 για να αποδοθούν επαρκώς όλα αυτά τα καινούργια πράγματα που αντικρίζει στον Νέο Κόσμο η Έιλις.
Αλλά ως κείμενο έχει και το Μπρούκλιν τις δικές του δυσκολίες. Είναι πάμπολλες οι πραγματολογικές απορίες που προκύπτουν συνεχώς, τόσες που χρειάστηκε αρκετή έρευνα της περιόδου 1950-1970 για να αποδοθούν επαρκώς όλα αυτά τα καινούργια πράγματα που αντικρίζει στον Νέο Κόσμο η Έιλις. Άλλωστε, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του ο Τομπίν, ο ίδιος έκανε μακρά έρευνα της περιόδου για να στήσει το σκηνικό της δεύτερης μεγάλης ιρλανδικής μετανάστευσης και της οργάνωσης της ιρλανδικής παροικίας στο Μπρούκλιν.
Ο απερίγραπτος όγκος των λεπτομερειών που έρχονται στην επιφάνεια μέσα από τις περιγραφές, τις σκέψεις και τις κουβέντες της καθημερινότητας θα μπορούσε να κάνει ακόμη και τον αγγλόφωνο αναγνώστη να πλήξει. Έχουν όμως κεντηθεί με τόση μαεστρία, ώστε ο αναγνώστης περπατάει δίπλα στην Έιλις, ταξιδεύει μαζί της, ψηλαφεί μαζί της τον Νέο Κόσμο.
Στο Μπρούκλιν η ομάδα των γυναικών με τις οποίες θα συμβιώσει η Έιλις, η κυρία Κίοου και οι νοικάρισσές της, συνθέτουν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η καθεμιά κουβαλάει τον κόσμο της με τις παραδόσεις του και τον καταθέτει στο λιγοστό διάστημα που διαρκεί το βραδινό φαγητό. Εάν το ύφος και ο ρυθμός στο ακατάσχετο αυτό κουβεντολόι χαθούν, τότε αναπόφευκτα η ανάγνωση θα καταντήσει βαρετή. Αν αντιθέτως μεταφραστούν με μεγαλύτερη έμφαση απ’ αυτήν του πρωτοτύπου, τότε θα χαθεί μέρος των υπαινιγμών που είναι συνυφασμένοι με τα διάφορα σχόλια. Να επισημάνω επίσης ότι στο Μπρούκλιν εναλλάσσονται οι πολύ αργοί, «επαρχιώτικοι» ρυθμοί με τους αγχώτικούς ρυθμούς της μεγαλούπολης. Αυτή ήταν άλλη μία δυσκολία που επεφύλασσε το κείμενο.
Δεν μ’ ενδιαφέρει να κάνω το κείμενο αβανταδόρικο για τον αναγνώστη ούτε να το απλουστεύσω για να τον διευκολύνω. Έχω δει κλασικά κείμενα με περίτεχνη γλώσσα να μεταφέρονται σε «στρωτή» γλώσσα, δήθεν για να τα προσλάβει πιο εύκολα ο μέσος αναγνώστης. Και μένω με την απορία: 1. Τι θα πει «στρωτή» γλώσσα; Είναι μήπως συνώνυμο της προκρούστειας κλίνης; 2. Ποιος είναι τέλος πάντων ο μέσος αναγνώστης που υφίσταται ερήμην του τόσο πολύ κανάκεμα;
Και εδώ μπαίνουμε θέλοντας και μη στα χωράφια του «πιστή μετάφραση ≠ καλή μετάφραση». Προσωπικά ουδέποτε στην σαραντάχρονη μεταφραστική μου πορεία με απασχόλησε αυτό το δίλημμα. Υπάρχουν κείμενα που δεν σου επιτρέπουν να μεταθέσεις ούτε ένα «και», γιατί σ’ αυτή την περίπτωση ξεδοντιάζεις το ύφος. Μόλις το κατάλαβα, άφησα το «και» στη θέση του. Δεν μ’ ενδιαφέρει να κάνω το κείμενο αβανταδόρικο για τον αναγνώστη ούτε να το απλουστεύσω για να τον διευκολύνω. Έχω δει κλασικά κείμενα με περίτεχνη γλώσσα να μεταφέρονται σε «στρωτή» γλώσσα, δήθεν για να τα προσλάβει πιο εύκολα ο μέσος αναγνώστης. Και μένω με την απορία: 1. Τι θα πει «στρωτή» γλώσσα; Είναι μήπως συνώνυμο της προκρούστειας κλίνης; 2. Ποιος είναι τέλος πάντων ο μέσος αναγνώστης που υφίσταται ερήμην του τόσο πολύ κανάκεμα;
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και αυτό που προανέφερα, το ανάλογο με το ακατάσχετο κουβεντολόι στον Τομπίν. Εδώ θα υπονομεύσεις το ύφος του συγγραφέα, αν δεν κάνεις κάποιες, ενίοτε ανεπαίσθητες, αλλαγές που θα μπάσουν τον αναγνώστη στο κλίμα. Γιατί αυτό που δεν πρέπει να προδίδεται είναι το κλίμα, ο ρυθμός, το ύφος γενικά.
Το πιο συναρπαστικό στη μετάφραση είναι ότι πρέπει να μπαίνεις στο πετσί ενός άλλου ανθρώπου, μιας άλλης γλώσσας, μιας άλλης κουλτούρας, εν ολίγοις άλλων τόπων. Έχεις πολλές δυνατότητες επιλογής και ταυτόχρονα πολλούς περιορισμούς. Και καλείσαι να μην προδώσεις τους άλλους τόπους και συνάμα να μην αγνοήσεις τη δική σου γλωσσική προίκα.
Το πιο συναρπαστικό στη μετάφραση είναι ότι πρέπει να μπαίνεις στο πετσί ενός άλλου ανθρώπου, μιας άλλης γλώσσας, μιας άλλης κουλτούρας, εν ολίγοις άλλων τόπων. Έχεις πολλές δυνατότητες επιλογής και ταυτόχρονα πολλούς περιορισμούς. Και καλείσαι να μην προδώσεις τους άλλους τόπους και συνάμα να μην αγνοήσεις τη δική σου γλωσσική προίκα. Πολλές φορές όταν επιτυγχάνω μια καλή παρήχηση ή μια καλή μεταφορά μιας ιδιωματικής έκφρασης, ενθουσιάζομαι. Άλλες φορές πάλι απογοητεύομαι, όταν ανασύρω μια λέξη από το οικογενειακό μπαούλο, και με θλίψη μου διαπιστώνω ότι δεν την έχει ακούσει κανένας άλλος. Στο Μπρούκλιν υπάρχει η λέξη scrubber, που η πρώτη της έννοια είναι: η γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με το καθάρισμα, συνήθως με τη χρήση βούρτσας. Υπάρχει και μια δεύτερη έννοια, σαφώς υποτιμητική, scrubbers αποκαλούνταν οι γυναίκες ελευθερίων ηθών. Είναι φανερό ότι στο κείμενο η λέξη χρησιμοποιείται και με τις δύο έννοιες, γιατί εκφέρεται με ύφος πονηρό και με γελάκια. Στα ελληνικά χρησιμοποιείται σπάνια πια, ίσως και να έχει εκλείψει, η λέξη «παστρικοθοδώρα». Θυμάμαι πως όταν την άκουγα, συνοδευόταν πάντα από πονηρά μειδιάματα. Στο παιδικό μου μυαλό παστρικός ήταν αυτός που άστραφτε από πάστρα. Πού να φανταστώ ότι παστρικές αποκαλούνταν οι πόρνες, που λόγω των αναγκών του επαγγέλματος έπρεπε να πλένονται συνεχώς! Πού να φανταστώ επίσης ότι έτσι προσδιορίζονταν για πολλά χρόνια μετά την Καταστροφή οι Μικρασιάτισσες που ανάμεσα στις συνήθειες που έφεραν στην Παλιά Ελλάδα ήταν η παροιμιώδης καθαριότητά τους! Το Θοδώρα ουδέποτε με είχε απασχολήσει, ούτε βέβαια μου είχε περάσει από το μυαλό ότι παρέπεμπε στη Θεοδώρα του Βυζαντίου. Όμως καλύτερη αναλογία για το φορτωμένο με υπονοούμενα scrubber δεν μπορούσα να βρω. Κι ας μην βρήκα κανέναν που να έχει ακουστά τη λέξη.
Θεωρώ τον Κολμ Τομπίν έναν από τους καλύτερους σύγχρονους συγγραφείς. Η πεποίθησή μου αυτή πατάει γερά στο γεγονός ότι είχα την ευκαιρία μεταφράζοντάς τον να παρακολουθήσω βήμα προς βήμα την εξέλιξή του. Και να θαυμάσω τον τρόπο που στήνει την καθημερινότητα με τα απλούστερα υλικά, άρτια δομημένα. Χωρίς επίδειξη, με πολλή ανθρωπιά.
Info
Η Αθηνά Δημητριάδου είναι πτυχιούχος Ελληνικής Φιλολογίας (τμήμα Βυζαντινό Νεοελληνικό). Εργάστηκε δεκαοκτώ χρόνια ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Ασχολήθηκε με την διδασκαλία θεάτρου και με την οργάνωση σχολικών παραστάσεων. Δίδαξε επί τρία χρόνια αγγλική λογοτεχνία στο ΕΚΕΜΕΛ ως επισκέπτρια καθηγήτρια. Με τη μετάφραση ασχολείται από το 1980. Έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων John Updike, Mark Twain, Richard Ford, Toni Morrison, J.M. Coetzee, Herman Melville, Richard Flanagan, Philip Roth, Colm Tóibín.