Είναι οι συγγραφείς «πνευματικοί άνθρωποι»; Το ερώτημα φαντάζει ρητορικό, αλλά δεν είναι.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Οι συγγραφείς –με αυτό τον όρο εννοούνται εδώ, περιοριστικά, οι λογοτέχνες– δεν μπορούν, ούτε και οφείλουν, να παρέχουν στην κοινωνία μια στατική εικόνα της εποχής, να νουθετούν τον λαό, διακινώντας πολιτικά ή κοινωνικά μανιφέστα, να απαντούν με ένα ναι ή με ένα όχι σε πραγματικά ή φανταστικά διλήμματα, αποδεχόμενοι εμμέσως τη γλώσσα και τη λογική που ορίζει τον δημόσιο διάλογο. Οι συγγραφείς, αντιθέτως, μπορούν κι οφείλουν να υπηρετούν πρώτα απ' όλα την τέχνη τους –τέχνη κοινωνική, πολιτική και ανθρωπιστική εκ της συστάσεώς της–, προσφέροντας όχι κόσμους διαφυγής από την «πραγματικότητα» αλλά εναλλακτικές θεάσεις της ζωής, της κοινωνίας και της Ιστορίας.
Διαβάζοντας, κάτω από αυτό το πρίσμα, τα μη μυθοπλαστικά βιβλία τεσσάρων πεζογράφων, δυο Αμερικανών (κατά σύμπτωση Εβραίων που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο Νιούαρκ, στο Νιου Τζέρσεϊ) και δυο Ελλήνων (κατά σύμπτωση γκάγκαρων Αθηναίων), αντιλαμβάνεται κανείς ότι η ταυτότητα «συγγραφέας» δεν είναι κοστούμι που το φοράς και το βγάζεις αναλόγως ποιον έχεις απέναντί σου ή ποια ερωτήματα σου θέτει, αλλά μια συνολική στάση ζωής, ένας τρόπος να υπάρχεις, να μιλάς, να τοποθετείσαι απέναντι στα ερωτήματα. Ο συγγραφέας έχει μονάχα ένα κοστούμι, κι αυτό είναι το δέρμα του. Είναι γυμνός κι ευάλωτος σαν αυτό που έχει ταχθεί να υπερασπίζει: τη μοναδικότητα του προσώπου των ηρώων του.
Ο Φίλιπ Ροθ είναι ένας από τους διασημότερους πεζογράφους παγκοσμίως, αλλά και στη χώρα μας –όπου οι παγκόσμιες αξίες δεν εκτιμούνται πάντοτε αναλόγως– έχει βρει εδώ και χρόνια το κοινό του, χάρη και στις προσπάθειες του εκδοτικού οίκου Πόλις που τον έχει πλέον κατ' αποκλειστικότητα. Στην προσφάτως εκδοθείσα στη χώρα μας συλλογή κειμένων υπό τον τίτλο Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις), που περιλαμβάνει άρθρα, συνεντεύξεις, κείμενά του από τις απαρχές της πορείας του, πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 50 έως και στα μέσα του 1980 (κι άρα δεν περιλαμβάνει την πλέον γόνιμη συγγραφικά εικοσαετία του που ξεκίνησε με το Αμερικανικό Ειδύλλιο), ο αναγνώστης θα βρει όλο τον στοχαστικό πλούτο που κάνει τον Ροθ σπουδαίο πεζογράφο: Πίστη στις δυνάμεις της τέχνης του και προσήλωση στη στόφα της (δεν ρητορεύουμε, λέμε ιστορίες με όχημα «χαρακτήρες», αναζητούμε το σωστό ύφος και τόνο, ώστε το έργο να «κοινωνήσει τον εαυτό του όσο πιο ολοκληρωμένα γίνεται, σύμφωνα με τις προθέσεις του»)· καμιά παραχώρηση σε εξωλογοτεχνικές ερμηνείες (οι απαντήσεις του στις «μομφές» ότι αυτοβιογραφείται, ήδη από την εποχή του «Συνδρόμου Πορτνόι» είναι αριστοτεχνικές, μάθημα γραφής από μόνες τους)· πρόδηλη κι εκπεφρασμένη αγάπη για άλλους λογοτέχνες (το κείμενό του για τον Κάφκα που παρατίθεται στο τέλος είναι συγκλονιστικό, ειδικά από τη στιγμή που «γλιστράει» στη μυθοπλασία)· δημόσια αναγνώριση συγκαιρινών ομότεχνών του (τα κείμενά του για τους Άλαν Λέλτσακ, Μίλαν Κούντερα και Φρεντερίκα Γουάγκμαν είναι δηλωτικά του συνδυασμού γενναιοδωρίας και κριτικής οξύνοιας που διέθετε, ενώ το βιβλίο του το αφιερώνει χωρίς συμπλέγματα στον Σολ Μπέλλου)· αγωνία για ακρίβεια στην έκφραση, αταλάντευτη επιμονή στην αναζήτηση της σωστής λέξης.
Ταυτόχρονα, εκφράζει τους φόβους του για την αποδυνάμωση του μυθιστορήματος στην εποχή της εικόνας, κυρίως από τον κινηματογράφο και τις τηλεοπτικές σειρές (παραπονιέται π.χ. ότι όπου βρεθεί, ακόμη κι ανάμεσα σε συγγραφείς, περισσότερο μιλάνε για ταινίες παρά για βιβλία). Το γεγονός ότι έκτοτε κάμποσα βιβλία του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο είναι ίσως δηλωτικό της πρωτοκαθεδρίας της λογοτεχνίας αλλά ενδεχομένως να αποτελεί επίρρωση των φόβων του ότι τελικά όλα τα «καταπίνει» το νέο μέσο. Τελικά, όμως, η λογοτεχνία παραμένει το υψηλότερο ιδανικό αλλά και μοναδική διέξοδο για τον φύσει και θέσει συγγραφέα: «Ένα από τα ισχυρότερα κίνητρα προκειμένου να συνεχίσω να γράφω μυθιστόρημα είναι μια αυξανόμενη καχυποψία απέναντι στις «θέσεις» – και σε αυτές συμπεριλαμβάνω και τις δικές μου. [...] Συχνά αισθάνομαι πως δεν ξέρω πραγματικά για τι πράγμα μιλάω παρά μόνο όταν σταματήσω να μιλάω γι' αυτό και παραχώσω τα πάντα μέσα στις λεπίδες της μυθοπλαστικής μηχανής, για να αλεστούν και να δημιουργήσουν κάτι άλλο, κάτι που σίγουρα δεν είναι «θέση», αλλά που μου επιτρέπει να πω, όταν πλέον τελειώσω, "Λοιπόν, ούτε αυτό είναι ό,τι εννοούσα – αλλά το πλησιάζει"». (σ. 91)
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ διαβάζει κυρίως «τους άλλους», στη συλλογή με δοκίμια και κριτικές του που έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την ενδεκαετία 2002-2013 και κυκλοφόρησαν πρόσφατα με τον τίτλο Η νοσταλγία της πραγματικότητας (εκδ. Εστία), αλλά κοιτάζοντας πιο προσεκτικά τα κείμενά του, ιδιαίτερα τα δοκιμιακά, διαπιστώνει κανείς ότι το εγχείρημά του είναι πολύ πιο ευρύχωρο και φιλόδοξο. Και πράγματι, είτε γράφει για τα «απόνερα» της Έκθεσης της Φρανκφούρτης του 2011 είτε τα βάζει με τις μεταμοντέρνες «ευαισθησίες» είτε εκθέτει τη βαρεμάρα που του προκαλούν πλέον τα «καλά βιβλία» είτε επιχειρεί να ερμηνεύσει τη θριαμβευτική επάνοδο της λεγόμενης «λογοτεχνίας των τεκμηρίων», στο δοκίμιο που δάνεισε τον τίτλο του στη συλλογή, η σκέψη και η γραφή του ακτινοβολεί, όπως κι αυτή του Ροθ, πίστη στην απελευθερωτική δύναμη της λογοτεχνίας – όταν δεν στρέφεται στον εαυτό της σαν το φίδι που δαγκώνει την ουρά του, αυτάρκης και περίκλειστη στην «ποιότητά της». Με τα δικά του λόγια: «Αγαπώ τη λογοτεχνία και πιστεύω, ίσως κάπως ρομαντικά, πως είναι η περιεκτικότερη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης. Αλλά ακριβώς επειδή η σχέση μου μαζί της είναι η σχέση ενός που γράφει ο ίδιος, η μελέτη του μηχανισμού της δεν με κάνει να ξεχνώ το "επέκεινά" της, εκείνο το εξωκειμενικό στοιχείο από το οποίο θεωρούμενο το λογοτεχνικό έργο αποκτά νόημα.» (σ. 9). Καταλήγοντας τριάντα σελίδες παρακάτω στο εξής ανοιχτό ερώτημα: «Μήπως τα ερεθίσματα για έναν αναστοχασμό της λογοτεχνίας γύρω από τη φύση της, τις λειτουργίες της και τις δυνατότητές της έρχονται σήμερα απ' έξω, απ' αυτό που ακόμη δεν έχει αφομοιώσει η λογοτεχνία;».
Ο Πολ Όστερ, που πρόσφατα επισκέφτηκε και τη χώρα μας –όχι άσχετα με το γεγονός ότι πολλά βιβλία του είτε επανεκδίδονται σε νέες μεταφράσεις είτε εκδίδονται για πρώτη φορά, συγκροτώντας σιγά σιγά ένα ενιαίο σώμα– έγινε γνωστός στον κόσμο της λογοτεχνίας, κι αφού είχαν προηγηθεί δυο ποιητικές συλλογές, με το προγραμματικά αυτοβιογραφικό βιβλίο του Η επινόηση της μοναξιάς (μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Μεταίχμιο). Με αφορμή το θάνατο του πατέρα του Σάμουελ Όστερ, ο αφηγητής έρχεται ξανά αντιμέτωπος με την απόμακρη, σχεδόν αλληγορική μορφή ενός άνδρα που δεν τον γνώρισε ουσιαστικά ποτέ και που υπήρξε ξένος ακόμη και για τους κοντινούς του ανθρώπους. Ήταν όμως τα πράγματα ακριβώς έτσι; Καθώς ερευνά, νέα γεγονότα που αφορούν την πολωνικής καταγωγής εβραϊκή οικογένεια έρχονται στην επιφάνεια, ορισμένα από τα οποία είναι συνταρακτικά, κι εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την κρυψίνοια και την επιφυλακτικότητα που χαρακτήριζε τον πατέρα. Όσο όμως το βιβλίο προχωράει, όσο οι αφηγήσεις για το παρελθόν σωρεύονται, ο νεαρός Πολ, συγγραφέας εν τη γενέσει του πλέον, κάνει μια πιο ανησυχητική και συνάμα ερεθιστική ανακάλυψη. «Οι επιλογές μου είναι περιορισμένες. Μπορώ να διατηρήσω τη σιωπή μου ή να μιλήσω για πράγματα που δεν μπορούν να εξακριβωθούν. Αν μη τι άλλο, θέλω να εκθέσω τα γεγονότα, να τα παρουσιάσω όσο γίνεται πιο ντόμπρα και να τα αφήσω να πουν τα ίδια ό,τι έχουν να πουν. Αλλά ακόμα και τα γεγονότα δεν λένε πάντα την αλήθεια.» Στο δεύτερο μέρος, που τιτλοφορείται «Το βιβλίο της μνήμης», ήρωας είναι ο ίδιος, αλλά τώρα η αφήγηση έχει υιοθετήσει το τρίτο πρόσωπο. Ο συγγραφέας Πολ Όστερ έχει γεννηθεί, κάποιου είδους ενηλικίωση έχει επιτευχθεί στην απόσταση ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εκείνος».
Άφησα τελευταίο το βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη με τίτλο Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου (εκδ. Πατάκη) όχι επειδή είναι λιγότερο αυτοαναφορικό ούτε επειδή ο προβληματισμός γύρω από τη συγγραφική τέχνη και τη θέση του συγγραφέα στον σύγχρονο κόσμο δεν είναι σε πρώτο πλάνο (αν και καλύπτει όλο το βάθος πεδίου), αλλά κυρίως χάρη σε αυτό το «σου» στην κατάληξη του τίτλου που μαρτυρά την έγνοια μιας άμεσης απεύθυνσης. Και πράγματι: Σε αυτό το χειμαρρώδες αλλά όχι ανοργάνωτο ως προς το υλικό του βιβλίο, ο Κιουρτσάκης ανασυνθέτει μια σειρά από προβληματισμούς που τον έχουν απασχολήσει και στα προηγούμενα βιβλία του (για τον λαϊκό πολιτισμό, για τον Σεφέρη, για τις εσωτερικές αντιφάσεις της νεοελληνικής ταυτότητας κ.ά.), και που, συνοψίζοντας, αφορούν τη συνάντηση της αρχαϊκής Ελλάδας με τη νεωτερική της όψη, και κατ' επέκταση τη σχέση της καθ' ημάς Ανατολής με το δυτικό κόσμο, κι άρα, στη σημερινή συγκυρία, τη σχέση μας με την Ευρώπη, τους ευρωπαίους, τα φθαρμένα από το χρόνο γυαλιά μέσα από τα οποία τους βλέπουμε και μας βλέπουν. Επιθυμία του είναι να απευθυνθεί στον αναγνώστη, ιδιαίτερα στους νέους, να κάνει μια παρέμβαση βάζοντας στο «τραπέζι» την ίδια την αμφιθυμία, την απόγνωση, την ένταση που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, με όλες τις μακροχρόνιες εκκρεμότητες, πολιτισμικές και ιστορικές, που αναδείχτηκαν μαζί της. Το ύφος και η γλώσσα είναι προφορική, αλλά με ζωντάνια που αντλεί από όλο το εύρος της νεοελληνικής, κι όχι από λεκτικούς αυτοματισμούς του συρμού. Είναι μια γλώσσα εύφορη, εύπλαστη, γλυκιά και καλόπιστη, σαφής αλλά όχι αιχμηρή, που αγκαλιάζει τον αναγνώστη τον οποίο λογίζει ως συνομιλητή της.
Στον Κιουρτσάκη, όπως και στους άλλους τρεις συγγραφείς, η φωνή που μας μιλάει και επιθυμεί να μας παρασύρει στα νοήματά της, στον κόσμο της, δεν είναι μια φωνή που απλώς αρθρώνει επιχειρήματα, δεν απηχεί το μονόχορδο κρώξιμο του κήνσορα (βλ. «πνευματικός άνθρωπος») αλλά τη μελωδική λαλιά του θεράποντα, του λογοτέχνη, του μυθιστοριογράφου, ο οποίος την ίδια στιγμή που μιλάει για κάτι την ίδια στιγμή φροντίζει να φέρνει στο προσκήνιο και το αντίθετό του. Πολυφωνικότητα πραγματωμένη, όχι κενό γράμμα και πρόγραμμα. Οι συγγραφείς, μας λένε αυτές οι «φωνές», δεν είναι παντογνώστες αλλά πάσχοντα υποκείμενα, πλάνητες στον λαβύρινθο του κόσμου, που φέρουν μαζί τους, σαν φυλαχτό, την σχεδόν θρησκευτική προσήλωσή τους στις ποιητικές και ζωογόνες δυνάμεις της γλώσσας.
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.
* Μια συντομευμένη εκδοχή αυτού του κειμένου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή, την Κυριακή 31 Ιουνίου, λίγες μέρες πριν από το Δημοψήφισμα. Το κείμενο έχει ωστόσο γραφτεί αρκετές εβδομάδες νωρίτερα, κι άρα οι σκέψεις για την ευθύνη των λογοτεχνών-συγγραφέων απέναντι σε «πραγματικά ή φανταστικά διλήμματα» δεν ήταν σχόλιο σχετικό με την τρέχουσα πολιτική κατάσταση αλλά απηχούσε και απηχεί απόψεις μου για την ταυτότητα «συγγραφέας» τις οποίες έχω επιχειρήσει να εκφράσω και στο παρελθόν (βλ. π.χ. παλιότερο άρθρο μου στην Book Press με τίτλο Συγγραφείς και κρίση, συγγραφείς σε κρίση).