Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Αν κάτι έχει αλλάξει άρδην την τελευταία εικοσαετία στα βιβλία, μυθοπλαστικά και μη, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, είναι αναμφίβολα η ποιότητα των μεταφράσεων και της συνολικότερης επιμέλειας των εκδόσεων. Νέες γενιές μεταφραστών και επιμελητών που είδαν το βιβλίο με επαγγελματισμό και μεράκι, συνεισέφεραν στην εγκαθίδρυση μιας σύγχρονης εκδοτικής κουλτούρας. Οι προχειρότητες δεν σπανίζουν, αλίμονο, αλλά αφορούν όλο και λιγότερο σημαντικούς συγγραφείς ή βιβλία αναφοράς (λογοτεχνικά ή όχι), κι όλο και περισσότερο βιβλία του συρμού.
Ποιος ξεχνάει, για παράδειγμα, πόσα χρόνια μας πήρε να συμφωνήσουμε για την απόδοση στη γλώσσα μας σημαντικών φροϊδικών όρων (π.χ. «αυτό», αναφορικά με το ασυνείδητο [id], και όχι «εκείνο», που ήταν η πρώτη εκδοχή); Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο, αφού η επανέκδοση του έργου του πατέρα της ψυχανάλυσης ολοκληρώνεται τελευταία με συνεχείς νέες εκδόσεις (21 βιβλία μόνο την τελευταία τετραετία), κυρίως με ευθύνη των εκδόσεων Νίκας, Πλέθρον, Principia, πιο πρόσφατα, αλλά και των Γκοβόστη και Printa-Ροές, λίγο παλιότερα, καθώς οι εκδόσεις Επίκουρος, που πρωτοστάτησαν για χρόνια στην έκδοση του φροϋδικού corpus, έχουν εδώ και οκτώ χρόνια σιγήσει.
Επιστροφή στον Φρόιντ
Σιωπηρά, αλλά με όλο και μεγαλύτερη ένταση, το έργο του Σίγκμουντ Φρόιντ επιστρέφει ξανά και ξανά, βρίσκει καινούργιους αναγνώστες, νέους μελετητές, που το εμπλουτίζουν επανατοποθετώντας το στην ιστορία της σκέψης του αιώνα που πέρασε. Αντίστοιχα μεγάλο πρέπει να είναι το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, ειδάλλως πώς να εξηγήσει κανείς την κυκλοφορία μέσα στην ίδια χρονιά δύο «εισαγωγών» στο έργο του, από δύο μεγάλους εκδοτικούς οίκους.
Πρώτο από αυτά, το Τι είπε στ' αλήθιεα ο Φρόιντ (εκδ. Μεταίχμιο, πρώτη έκδοση 1965), σε μετάφραση του ψυχαναλυτή και συγγραφέα Νίκου Σιδέρη, είναι κλασικό στο είδος του κι εντάσσεται σε γνωστή σειρά «εκλαΐκευσης» σημαντικών στοχαστών από γνώστες των σχετικών αντικειμένων (ψυχανάλυση, φιλοσοφία κ.λπ). Σε αυτή την περίπτωση, ο ψυχίατρος Ντέιβιντ Στάφορντ-Κλαρκ επιχείρησε και πέτυχε μια τίμια εισαγωγή στο έργο του Φρόιντ, τηρώντας τη χρονολογική σειρά εμφάνισης των έργων του, παρέχοντας παράλληλα συνοπτικές πληροφορίες για τη ζωή και τους προβληματισμούς του την περίοδο που τα συνέγραφε. Κρατώντας προσεκτική κριτική απόσταση, και παρότι γράφτηκε πριν από σχεδόν μισό αιώνα, το βιβλίο του Στάφορντ-Κλαρκ προσφέρεται για μια πρώτη γνωριμία με τη φροϊδική σκέψη και πρακτική και την εξέλιξή της μέσα στο χρόνο.
Από την άλλη, το Πώς να διαβάσω τον Φρόιντ του Ελβετού Ψυχαναλυτή Jean-Michel Quinodoz (μτφρ. Δέσποινα Ανδρονοπούλου, Κέδρος) είναι βιβλίο πιο σύγχρονο και κατά πολύ πιο συστηματικό. Αν και προσφέρεται επίσης για όποιον γενικότερα θέλει να έχει ένα εμπεριστατωμένο βιβλίο αναφοράς για το φροϊδικό έργο, είναι πιο κατάλληλο για αναγνώστες εξοικειωμένους με την ψυχανάλυση (φοιτητές, ψυχολόγους, ψυχαναλυτές κ.ά) που αναζητούν όχι τόσο ένα εισαγωγικό βιβλίο αλλά μια συμπυκνωμένη μορφή του φροϊδικού corpus με επεξεργασμένο εσωτερικό σύστημα πλοήγησης από έργο σε έργο, από έννοια σε έννοια κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για δυο έγκυρα εισαγωγικά βιβλία που μπορούν κάλλιστα να συνυπάρξουν σε μια βιβλιοθήκη συμπληρώνοντας το ένα τα –αναπόφευκτα– κενά του άλλου.
Φιλοσοφία, μύθος, καθημερινότητα
Το καλό βιβλιοπωλείο της Λειβαδιάς «Σύγχρονη Έκφραση» έχει εδώ και λίγα χρόνια μπει, με προσεκτικές επιλογές, στο χώρο των εκδόσεων, παράλληλα με τη διοργάνωση στο χώρο του σεμιναρίων, διαλέξεων κ.λπ. Το βιβλίο Μύθος και αφήγηση στον σύγχρονο κόσμο του ποιητή και δοκιμιογράφου Στέφανου Ροζάνη είναι η μετεγγραφή μια σειράς πέντε διαλέξεων υπό τον γενικότερο τίτλο Διαλέξεις για τον Γνωστικισμό. Ο γνωστικισμός, φιλοσοφικό ρεύμα που γεννήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τον Χριστιανισμό, έχει τη δική του ιστορική διαδρομή, ακόμη και τα διακριτά του Ευαγγέλια, τα λεγόμενα Απόκρυφα Ευαγγέλια (π.χ. Το Ευαγγέλιο του Ιούδα). Αν και στη φιλοσοφία του στηρίχτηκε σημαντικό μέρος του οικοδομήματος της χριστιανικής θεολογίας, η επίσημη εκκλησία και οι εκφραστές της κρατούσαν και κρατούν απέναντί του στάση που κυμαίνεται μεταξύ μερικής αποδοχής και απόλυτης απόρριψης.
Ο Ροζάνης, στα τέσσερα από τα πέντε κείμενα, επιχειρεί να αποκαταστήσει την αλήθεια και τη σημασία του Γνωστικισμού ως φιλοσοφικού ρεύματος, συνδέοντάς τον με σημαντικές μορφές της επιστήμης ή της τέχνης (Φρόιντ, Πάουλ Κλε), ή παραπλήσια φιλοσοφικοθρησκευτικά ρεύματα (π.χ. για τη συγγένεια του Γνωστικισμού με την εβραϊκή Καμπάλα). Το πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο Ο μύθος και το νόημά του, που φαντάζει εκ πρώτοις παράταιρο, έχει ως βασική αναφορά του τον διάσημο ανθρωπολόγο Κλοντ-Λέβι Στρος κι εκθέτει ορισμένες από τις κεντρικές ανακαλύψεις του. Η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή αυτού του κεφαλαίου συνίσταται στην ανάλυση και επισήμανση της καταστατικής αδυναμίας όλων ημών των σύγχρονων ανθρώπων να συλλάβουμε το νόημα των πρωταρχικών μύθων, δεδομένου ότι η βαθύτερη «γλώσσα» τους είναι πλέον μέσα μας σβησμένη, οριστικά απολεσθείσα (ίσως μόνο στα όνειρα, θα έλεγε ο Φρόιντ, να επιβιώνουν ακόμη ορισμένα γράμματα αυτού του χαμένου αλφαβήτου). Κάθε απόπειρα ερμηνείας τους είναι αναγκαστικά αναχρονιστική και καταδικασμένη να προβάλλει πάνω τους τα νεωτερικά μας «φαντάσματα».
Μια πιο συστηματική κριτική στα φαντάσματα και τις αυταπάτες της νεωτερικότητας θα βρει κανείς στα βιβλία του σημαντικού βρετανού φιλοσόφου και πολιτικού στοχαστή John Gray. Τα τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει στη χώρα μας αρκετά κείμενα του πρωτότυπου αυτού διανοητή, ο οποίος έχει αποκτήσει σημαντικό κοινό τόσο στην Ευρώπη όσο και στην απέναντι πλευρά του ατλαντικού. Τα πιο σημαντικά είναι το Απατηλή αυγή (μτφρ. Θανάσης Χατζόπουλος, εκδ. Πόλις, 1999), το Η Άλ Κάιντα και η νεωτερικότητα (μτφρ. Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας, εκδ. Μεταίχμιο, 2004) και το Αχυρένια σκυλιά (μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Οκτώ, 2008) - ένα είδος prequel του τελευταίου του βιβλίου Η σιωπή των ζώων(μτφρ. Γ.Λ., εκδ. Οκτώ). Σε αυτό, με τον εύγλωττο υπότιτλο Για την πρόοδο και άλλους νεωτερικούς μύθους, ο Γκρέι εκκινεί από την ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων, τα περισσότερα από τα οποία εκφράζουν οριακές στιγμές στις οποίες οι ανθρώπινες κοινωνίες και γενικότερα η ανθρώπινη ύπαρξη δοκιμάζονται. Εύλογη αφετηρία του βιβλίου αποτελεί η νουβέλα του Τζόζεφ Κόνραντ Ένα προκεχωρυμένο φυλάκιο της προόδου (που κυκλοφόρησε λίγο αργότερα, την ίδια χρονιά, από τις ίδιες εκδόσεις, σε μτφρ. Γ.Λ.), μια δριμεία κριτική της έννοιας της προόδου και της εργαλειακής χρήσης και κατάχρησής της από το δυτικό άνθρωπο στις αποικιοκρατικές του εξορμήσεις. Ακολουθούν αναφορές σε κείμενο του Νόρμαν Λούις στο οποίο περιγράφονται σκηνές από το λιμό της Νάπολης το 1943, στη διάρκεια του οποίου εκδηλώθηκε έως και ανθρωποφαγία, καθώς και μια σειρά από ετερόκλητα κείμενα-αναφορές, που ξεκινούν από τον Φρόιντ (η διάγνωση στον πατέρα της ψυχανάλυσης έντονης επιφυλακτικότητας απέναντι στα επιτεύγματα της προόδου και της επιστήμης, κυρίως προς το τέλος της ζωής του, είναι από τα πλέον οξυδερκή σημεία αυτής της ανάλυσης) και φτάνουν ως τον Στέφαν Τσβάιχ και τον Γιόζεφ Ροτ, περνώντας από τις φιλοσοφικές ενοράσεις του Άρθουρ Κέσλερ από τις εμπειρίες του στον Ισπανικό Εμφύλιο.
Συνοπτικά: Θα μείωνε κανείς τη γοητεία και τη δύναμη υποβολής του εγχειρήματος του Γκρέι αν το περιόριζε στο στενό κορσέ μιας κριτικής της πίστης στην πρόοδο και στη διαρκή καλυτέρευση του ανθρώπου, όπως και στη συνακόλουθη αναβάπτιση της επιστήμης σε νέα θρησκεία. Ομοίως, θα το αδικούσε αν το ανήγαγε απλώς σε σκοτεινό μανιφέστο απαισιοδοξίας και μηδενισμού. Η πρωτοτυπία της σκέψης του Γκρέι έγκειται όχι τόσο στην κριτική του αυτή καθ’ αυτήν αλλά μάλλον στην οπτική γωνία μέσα από την οποία την ασκεί: Ούτε αμιγώς μαρξιστική είναι (ο ιστορικός ντετερμινισμός και ο υφέρπον επιστημονισμός του Μαρξ δεν ταιριάζουν με την αντίληψη του Γκρέι για την Ιστορία και την τυχαιότητα), ούτε όμως και Ρομαντική ή ανορθολογική. Πολλά μπορεί να πει κανείς για τους ποικίλους θεωρητικούς τόπους στους οποίους εξακτινώνεται η σκέψη του Γκρέι, όμως στο πλαίσιο αυτού του μικρού σημειώματος ας περιοριστούμε σε μια νύξη: Ίσως το κλειδί της σκέψης του να βρίσκεται, μέσα από υπόγειες διαδρομές, στον τίτλο του βιβλίου: Στην σιωπή των ζώων, σ' ένα είδος ήπιου αντι-ανθρωπισμού, ως έκφραση μιας φυσικά ταπεινής στάσης απέναντι στην τραγικότητα κάθε ύπαρξης.
Σε άλλο ύφος, αλλά από φιλοσοφική άποψη αρκετά κοντά στο πρόταγμα του Γκρέι, η γνωστή ανθρωπολόγος Francoise Heritier έγραψε ένα φτενό βιβλιαράκι με τον γευστικό τίτλο Το αλάτι της ζωής (μτφρ. Έφη Κορομηλά, εκδ. Κέλευθος) που δεν περιλαμβάνει σχεδόν καμιά σκέψη, με την αυστηρή φιλοσοφική έννοια. Το κείμενο έχει τη μορφή απαντητικής επιστολής προς τον προσωπικό της γιατρό Ζαν-Σαρλ Πιετ, καθηγητή παθολογίας στο νοσοκομείο Λα Πιτιέ, με αφορμή τη φράση του «Έκλεψα μια εβδομάδα και είμαι στη Σκωτία». Από ένα τόσο μικρό γεγονός, η Heritier επιχειρεί μια σπουδή πάνω στην έννοια του «χαμένου» και «κερδισμένου» χρόνου, παραθέτοντας μια σειρά από εμπειρίες, πάμπολλα μικρά θραύσματα ζωής, πλούσια σε αισθήσεις, αισθήματα, γεύσεις, αρώματα, υποστηρίζοντας έτσι ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται έξω από την συμβατική αφήγησή της, έξω από αυτά που νομίζουμε ή –λέμε ότι– κάνουμε. Από αυτή την άποψη, το μικρό το δέμας βιβλιαράκι της Heritier αποτελεί ύμνο στις μύχιες στιγμές, στις μικρές απολαύσεις, στην αγάπη για τη ζωή, κι έχει μεταφερθεί σε θαυμάσια γλώσσα με εξαιρετική επιμέλεια στα ελληνικά. Με τα λόγια της συγγραφέως: «Υπάρχει μια κάποια ελαφράδα και χάρη στην ύπαρξη καθαυτή, πέρα από ασχολίες, πάθη, πολιτικές ή άλλες στρατεύσεις. Γι’ αυτή τη χάρη θέλησα να μιλήσω εδώ. Γι’ αυτό το κάτι παραπάνω που έχει δοθεί σε όλους μας.»
Οικονομία, κριτική
Κάνοντας ένα ριψοκίνδυνο διανοητικό άλμα, θα ισχυριζόμασταν ότι στο δικό του πεδίο, την πολιτική οικονομία, η πρόταση του Αρίστου Δοξιάδη δεν βρίσκεται πολύ μακριά από τα βιβλία που προαναφέραμε. Διότι, τι άλλο διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας το εξαιρετικό Αόρατο Ρήγμα (εκδ. Ίκαρος) –συνάρθρωση αναλύσεων, άρθρων, σκέψεων, προτάσεων γύρω από τις πραγματικότητες και ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας με τον υπότιτλο Θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία–, αν όχι μια προσπάθεια να σταθεί κανείς στο πραγματικό πέρα από ιδεολογικές μονομέρειες, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν υπάρχουν απόλυτες «ουδετερότητες» στην πολιτική και οικονομική σκέψη;
Εξετάζοντας βασικούς οικονομικούς δείκτες, όπως την επιδείνωση στα χρόνια πριν τη δημοσιονομική κρίση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (πόσα εισάγουμε και πόσα εξάγουμε, με απλά λόγια), και συναρτώντας τους με το είδος και το μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων (πολλές μικρές, λιγοστές μεγάλες, κι αυτές όχι τόσο μεγάλες), μπολιάζοντας επιπλέον την ανάλυσή του με καίριες πολιτισμικές παρατηρήσεις για την «ελληνική ιδιαιτερότητα» σε ατομιικό όσο και θεσμικό επίπεδο, ο Δοξιάδης καταλήγει σε ρεαλιστικές και συγκεκριμένες προτάσεις Οικονομικής Πολιτικής, με κεντρικό άξονα την προσπάθεια της χώρας να επανακτήσει αληθινή παραγωγική βάση με εξαγωγικό προσανατολισμό. Βήμα βήμα, χτίζοντας τα επιχειρήματά του από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, με παραδείγματα από επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς κ.λπ, τόσο από το χώρο της αγροτικής παραγωγής, όσο και από τους χώρους της μεταποίησης, του τουρισμού και της ναυτιλίας, καταδεικνύει με τρόπο ακριβή και γλαφυρό πράγματα που πολλοί από εμάς συζητάμε στις παρέες μας (όταν τουλάχιστον η συζήτηση ξεφεύγει από μεγαλεπήβολους στόχους: ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, αναχαίτιση της παγκοσμιοποίησης, επιστροφή των κατοχικών δανείων, διάλυση παγκόσμιων οργανισμών όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΝΑΤΟ κοκ- και στρέφεται στο τι θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς οι Έλληνες, μέσα στη χώρα μας, εδώ και τώρα, ώστε να υπάρξουν δυναμικές κι έξυπνες επιχειρήσεις, κι άρα δουλειές, βιώσιμη ανάπτυξη που δεν καταστρέφει το περιβάλλον, ατμόσφαιρα δημιουργίας και προκοπής.)
Υπό αυτή την έννοια, επειδή δηλαδή δίνει σχήμα και περιεχόμενο στις αναζητήσεις όλων όσων έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στη δημιουργία, στο χτίσιμο, και όχι στο μιζεραμπιλιστικό αναμάσημα μιας εσωστρεφούς καταστροφολογίας, το Αόρατο Ρήγμα αναδεικνύεται ως το πλέον χρήσιμο βιβλίο της χρονιάς που αφήσαμε πίσω και θα έπρεπε να διαβαστεί, κατά κόρον, από εκείνους που έχουν το θάρρος (ή το θράσος) να χαράσσουν σήμερα πολιτική, ή να ασκούν απλώς διοίκηση, σε «υψηλό» ή σε «χαμηλό» επίπεδο. Εξίσου χρήσιμο –και μάλλον περισσότερο ρεαλιστικό– θα ήταν να διαβαστεί από εκείνους που συμμετέχουν, παντοιοτρόπως, είτε μέσα από εφημερίδες είτε μέσα από κοινωνικά δίκτυα και ηλεκτρονικούς κόμβους, στο δημόσιο διάλογο για το παρόν και το μέλλον της χώρας – κατά προτεραιότητα από όσους προεξοφλούν, χωρίς να το έχουν διαβάσει, ότι βρίσκονται «ιδεολογικά» στην «αντίπερα όχθη» (ποια είναι άραγε η αντίπερα όχθη της πραγματικότητας;). Σε κάθε περίπτωση, επειδή για όλα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, ο δημόσιος διάλογος θα αποκτούσε άλλες ποιότητες και πολύ μεγαλύτερη πρακτική χρησιμότητα αν είχε ως αφετηρία τέτοια βιβλία, κι όχι πολιτικά κουτσομπολιά για την ανάλυση των οποίων αναλώνεται υπερβολικά πολλή φαιά ουσία.
Τέλος, στα χρήσιμα βιβλία της χρονιάς συγκαταλέγεται αναμφίβολα η μελέτη του φιλόλογου και κριτικού λογοτεχνίας Γιώργου Ν. Περαντωνάκη με τον τίτλο Η μεταπολιτευτική κριτική στον καθρέφτη(εκδ. Πόλις). Βιβλίο μοναδικό στο είδος του, μια και προσφέρει, αν μη τι άλλο, αναλυτική ανασκόπηση της ελληνικής κριτικής από τη Μεταπολίτευση και μετά, καταγράφοντας τάσεις, απόψεις, «σχολές», ενώ ταυτόχρονα θέτει καίρια ερωτήματα περί της ανάγκης ύπαρξης της ίδιας της κριτικής, ειδικά σε μια εποχή που τείνει να υποκατασταθεί από τα ιδιοσυγκρασιακά σχόλια «απλών αναγνωστών».
Έτσι, κι ενώ το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι περιγραφικό, χωρίς τον συγγραφέα να παίρνει «θέση» ή να υποβάλλει την άποψή του με έντονους χρωματισμούς, τα ερωτήματα που τίθενται προσφέρονται για την αναζωπύρωση μιας συζήτησης που, τρόπον τινά, επείγει: Ποια είναι η μοίρα του κριτικού λόγου μέσα στο χαοτικό πεδίο των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, των κοινωνικών δικτύων και της μπλογκόσφαιρας; Πώς μπορεί να διαφυλαχθεί ο πλουραλισμός των απόψεων χωρίς να εκπέσει ο κριτικός λόγος σε αυτοαναφορικό σχόλιο, σε βιωματικό παράθεμα, σε απλοϊκή έκφραση αρέσκειας ή απαρέσκειας; Ερωτήματα κρίσιμα, μια κι αυτό που διακυβεύεται στο βάθος δεν είναι το πώς ένα περίκλειστο «σινάφι» αυτοαναπαράγεται αλλά η επιρροή και τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας που διαβάζουμε και γράφουμε στη χώρα μας. Κάτι που, για να συνδεθούμε και πάλι με την προηγούμενη συζήτηση, αφορά συνολικά την αυτοσυνειδησία μας ως κοινωνία, το πώς και ως τι αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας μέσα στον σύγχρονο κόσμο, την ποιότητα των σχέσεών μας με τους άλλους: πανίσχυρους «συμμάχους», προαιώνιους «εχθρούς» ή ρακένδυτους «εισβολείς».