Οι «Επικίνδυνες Σχέσεις» είναι αναντίρρητα ένα από τα επιτεύγματα της γαλλικής λογοτεχνίας, μα ταυτόχρονα κι ένα από τα πιο επιδραστικά κείμενα της παγκόσμιας γραμματείας. Στο κείμενο που ακολουθεί προσπαθώ να διερευνήσω το γιατί.*
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
«Το βιβλίο αυτό, αν καίει, δεν μπορεί παρά να καίει με τον τρόπο που καίει ο πάγος» (Σαρλ Μποντλέρ)
Από την άνοιξη του 1782, όταν κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στο Παρίσι σε τέσσερις τόμους και σε δύο χιλιάδες αντίτυπα, Οι επικίνδυνες σχέσεις του Πιερ Σοντερλό ντε Λακλό δεν έχουν πάψει να προκαλούν έντονα συναισθήματα στους αναγνώστες κάθε εποχής. Διαβολικό, ιδιοφυές, βλαπτικό, πνευματώδες, ανήθικο, ψυχωφελές, έξυπνο, ειδεχθές, επικίνδυνο, μοναδικό, είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που συνοδεύουν την πορεία αυτού του ξεχωριστού έργου στους δύο αιώνες που ακολουθούν. Για τον Αντρέ Ζιντ είναι «ένα από τα δύο καλύτερα γαλλικά μυθιστορήματα» όλων των εποχών, ενώ για τον Σαρλ Μποντλέρ υπήρξε απολύτως μοντέρνο πριν από την επινόηση του όρου. Δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι κανένα άλλο έργο της γαλλικής γραμματείας δεν έχει προκαλέσει τόσα σχόλια, τόσες αντιπαραθέσεις· κανένα άλλο δεν απωθήθηκε τόσο ολοκληρωτικά και δεν επανήλθε στο προσκήνιο τόσο πανηγυρικά, ξανά και ξανά. Κάποιοι έφτασαν μάλιστα μέχρι το σημείο να κατηγορούν τον Λακλό –και άλλοι, αργότερα, να τον επαινούν– ότι με το βιβλίο του, τρόπον τινά, υποκίνησε τη Γαλλική Επανάσταση, έτσι όπως εμφάνιζε την αριστοκρατία της εποχής, οκνηρή, ανηλεή και διεφθαρμένη.
Ο ίδιος ο Λακλό, στρατιωτικός με πολυκύμαντη καριέρα και εφευρέτης, μεταξύ άλλων, της εκρηκτικής οβίδας, φαίνεται να γνώριζε ότι είχε στα χέρια του υλικό άκρως ευαίσθητο. Αυτό μαρτυρούν άλλωστε τα δύο κείμενα με τα οποία μας εισάγει στο έργο, τα «Προειδοποίηση του εκδότη» και «Πρόλογος του επιμελητή», καθώς συναποτελούν, από την αρχική έκδοση, οργανικό μέρος του. Με το πρώτο, ο «εκδότης» μοιάζει να θέλει να παραπλανήσει τη λογοκρισία, να αποσοβήσει τυχόν ενέργειες που θα οδηγούσαν σε απαγόρευση του έργου. Από την αρχή ξεκαθαρίζει ότι οι επιστολές «δεν είναι αυθεντικές», κι ότι «πρόκειται περί μυθιστορήματος», διευκρινίζοντας επιπλέον ότι «τα πρόσωπα στα οποία [το έργο] δίνει τον λόγο είναι τόσο ανήθικα, ώστε φαντάζει απίθανο να έζησαν στον αιώνα» του. Όμως η φράση που ακολουθεί ηχεί διαφορετικά: «Στον αιώνα της φιλοσοφίας, όπου χάρη στα Φώτα, που φώτισαν και την τελευταία γωνία της χώρας, όπως όλοι γνωρίζουν, οι άνδρες έχουν γίνει τόσο ενάρετοι και οι γυναίκες τόσο σεμνές και συγκρατημένες». Δύσκολα κρύβεται ο σαρκασμός πίσω από αυτά τα λόγια…
Για τον Αντρέ Ζιντ είναι «ένα από τα δύο καλύτερα γαλλικά μυθιστορήματα» όλων των εποχών, ενώ για τον Σαρλ Μποντλέρ υπήρξε απολύτως μοντέρνο πριν από την επινόηση του όρου.
Κι ενώ το εισαγωγικό κείμενο του «εκδότη» έχει κυρίως πρακτική στόχευση, με το κείμενο που ακολουθεί, τον «πρόλογο του επιμελητή», ο Λακλό προσπαθεί να επιτύχει πολλούς σκοπούς ταυτόχρονα – ειδικά αν ο αναγνώστης επιστρέψει σε αυτόν μετά το πέρας της ανάγνωσης του έργου. Κατ’ αρχάς, σε αντίθεση με τον «εκδότη», που κάνει λόγο για «μυθιστόρημα», ο «επιμελητής» εμφανίζει τις επιστολές ως αυθεντικά ντοκουμέντα, τα οποία εκείνος ανέλαβε να παρουσιάσει στο κοινό, βάζοντας το υλικό σε κάποια τάξη (ισχυρίζεται, δε, ότι οι επιστολές που κατέχει είναι πολλές περισσότερες από αυτές που δημοσιεύει). Επίσης, ενώ αρχικά υποστηρίζει την «κοινωνική χρησιμότητα» του έργου, προβλέποντας όμως ότι «σε λίγους θα αρέσει», στο τέλος εκδηλώνει ανοιχτά την πίστη του στη βαθύτερη δύναμη του βιβλίου (του), απαξιώντας να αντιτάξει επιχειρήματα στις ποικίλες «μομφές» που διαβλέπει ότι θα δεχτεί. Γιατί; «Πρέπει να γίνει αντιληπτό πως εάν χρειάζεται να απαντήσει κανείς σε όλες [τις μομφές], αυτό σημαίνει πως το έργο από μόνο του δεν είναι ικανό να απαντήσει σε τίποτε· αν όμως πίστευα πραγματικά κάτι τέτοιο, ούτε θα έγραφα αυτόν τον πρόλογο ούτε θα εξέδιδα αυτό το βιβλίο». Σημειωτέον, πάντως, ότι στα μυθιστορήματα της εποχής τέτοιοι πρόλογοι, που είχαν ως στόχο, μεταξύ άλλων, να τονώσουν την αληθοφάνεια των «ντοκουμέντων» (επιστολές, έγγραφα, ημερολόγια, σημειώσεις κ.ο.κ.) δεν ήταν σπάνιοι…
Εντούτοις, ούτε ο πρώτος ούτε ο δεύτερος πρόλογος στάθηκαν ικανοί να αποτρέψουν την πλημμυρίδα των αντιδράσεων που ακολούθησε την πρώτη έκδοση, πολλές από τις οποίες μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν έλαβαν δημόσια έκφραση. Έτσι, σε μια νέα έκδοση του έργου, πέντε χρόνια μετά την πρώτη, το 1787, ο Λακλό προσθέτει ένα τρίτο εισαγωγικό κείμενο πριν από το καθαυτό έργο, με τον τίτλο «Προειδοποίηση του βιβλιοπώλη» τούτη τη φορά. Ο σκοπός αυτού του ευσύνοπτου κειμένου είναι διπλός: Κατά πρώτον, ο Λακλό χρησιμοποιεί αυτή τη νέα «εισαγωγή» για να κατακεραυνώσει όλους εκείνους που «έκριναν το βιβλίο του χωρίς να το έχουν διαβάσει», και οι οποίοι πρέπει να ήταν αρκετοί· και, κατά δεύτερον, για να εισαγάγει τον αναγνώστη σε μια νέα σειρά επιστολών που δημοσιεύονται σε αυτή τη νέα έκδοση, την αλληλογραφία που είχε ο ίδιος ο συγγραφέας με τη διάσημη στην εποχή της συγγραφέα συναισθηματικών μυθιστορημάτων Μαρί-Ζαν Ρικομπονί (Marie-Jeunne Riccoboni), η οποία του ασκούσε αυστηρή μεν αλλά ανεκτή από τον ίδιο κριτική. Βέβαια, αυτό που κυρίως ενδιέφερε τον Λακλό δεν ήταν τόσο να δώσει στη δημοσιότητα τις απόψεις της κυρίας Ρικομπονί, όσο να αδράξει την ευκαιρία να προβάλει μέσω της αλληλογραφίας τους τις δικές του θέσεις. Ξαναβρίσκουμε λοιπόν εδώ το ίδιο ασυμβίβαστο πνεύμα, την ίδια αποφασιστικότητα που διαφαίνεται και στα αρχικά εισαγωγικά κείμενα. Ιδού πώς υπερασπίζεται ο συγγραφέας το πιο αμφιλεγόμενο πρόσωπο του έργου του, έναν από τους πιο περίπλοκους «κακούς» στην ιστορία της λογοτεχνίας, τη μαρκησία ντε Μερτέιγ: «Δεν θα μπορούσα να αποσιωπήσω κανένα από τα χαρακτηριστικά που αποδίδω στη αρκησία ντε Μερτέιγ δίχως να προδώσω τη συνείδησή μου, δίχως να αποσιωπώ, τουλάχιστον εν μέρει, τα όσα είδα και γνώρισα».
Το «κοινό», βέβαια, για τις αντιδράσεις του οποίου ανησυχούσε τόσο ο συγγραφέας, δεν ήταν οι απλοί αναγνώστες, αλλά οι άνθρωποι με επιρροή, και πρωτίστως η ίδια η πολυπλόκαμη βασίλισσα, μια κουβέντα της οποίας θα ήταν αρκετή για να εξαφανίσει από προσώπου γης ένα βιβλίο ή τον συγγραφέα του. Ο Λακλό δεν θα είχε ξεχάσει τι του είχε συμβεί, μόλις δυο χρόνια πριν, με το μοναδικό έργο που είχε ανεβάσει ποτέ του, την κωμική όπερα Ερνεστίν (βασισμένη, ειρήσθω εν παρόδω, σε μυθιστόρημα της μαντάμ Ρικομπονί), στην πρεμιέρα του στην Κομεντί-Ιταλιέν στο Παρίσι. Η στάση της Μαρίας Αντουανέτας, η οποία κατά τη διάρκεια της παράστασης επανέλαβε περιπαικτικά μια ατάκα, δημιούργησε τέτοιο σούσουρο και τόσο ιλαρή ατμόσφαιρα ώστε οι συντελεστές αναγκάστηκαν να το «κατεβάσουν» άρον άρον και να μην ξαναπαιχτεί ποτέ. Τι ειρωνεία; Χρόνια μετά, στη βιβλιοθήκη της βασίλισσας βρέθηκε ένα αντίτυπο των Επικίνδυνων Σχέσεων, με το εξώφυλλο καλυμμένο ώστε να μην προδίδεται ο τίτλος του έργου και ο συγγραφέας του. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι σκεφτόταν η βασίλισσα καθώς το διάβαζε, ούτε αν κάποια από τα πρόσωπα της ήταν οικεία…
Η στάση της Μαρίας Αντουανέτας, η οποία κατά τη διάρκεια της παράστασης επανέλαβε περιπαικτικά μια ατάκα, δημιούργησε τέτοιο σούσουρο και τόσο ιλαρή ατμόσφαιρα ώστε οι συντελεστές αναγκάστηκαν να το «κατεβάσουν» άρον άρον και να μην ξαναπαιχτεί ποτέ.
Μετά την πρώτη επιτυχία (τυπώθηκε δεύτερη έκδοση αμέσως, έναν μήνα μετά την πρώτη, και πάλι σε δύο χιλιάδες αντίτυπα), ακολούθησε μια διαδικασία αποσιώπησης του έργου, τουλάχιστον στην επίσημη γαλλική σκηνή των γραμμάτων και των τεχνών. Κι όμως, το βλέπουμε να ζωντανεύει, κυρίως στο θέατρο, μέσα από ποικίλα έργα που ανεβαίνουν το επόμενο διάστημα, στα οποία πρωταγωνιστούν πρόσωπα είτε εμφανώς βγαλμένα από αυτό είτε μασκαρεμένα. Ακόμα και στο Λονδίνο ανεβαίνει παράσταση, το 1787, με τον τίτλο Seduction (ξελόγιασμα, αποπλάνηση) και θεματολογία που παραπέμπει ευθέως στις Επικίνδυνες Σχέσεις. Κι όμως, παρά τις ποικίλες παραινέσεις για απαγόρευση του έργου στα χρόνια που ακολουθούν την έκδοσή του, η πρώτη απαγόρευση της κυκλοφορίας του έρχεται δεκαετίες αργότερα, το 1823, στα χρόνια της Παλινόρθωσης (η εικόνα που δίνει για την εποχή της Βασιλείας δεν εξυπηρετεί το νέο καθεστώς). Τις επόμενες δεκαετίες οι Επικίνδυνες Σχέσεις φιγουράρουν δίπλα στο Ζιστίν του μαρκησίου ντε Σαντ ως έργο πορνογραφικού περιεχομένου. Τι παράξενο να χαρακτηρίζεται πορνογραφικό ένα μυθιστόρημα που δεν περιλαμβάνει ούτε μία περιγραφή σεξουαλικής πράξης, ούτε μία λέξη που να αφορά την ανατομία των σωμάτων (σε αντίθεση με τα βιβλία του Μαρκήσιου, βεβαίως).
Σημαντικός σταθμός στην πρόσληψη των Επικίνδυνων Σχέσεων ήταν αναμφίβολα οι περίφημες Σημειώσεις του Σαρλ Μποντλέρ (1866), οι καταγεγραμμένες σκέψεις που γέννησε στον ποιητή η ανάγνωση του έργου. Εκεί συναντούμε μια από τις διασημότερες, και πιο καίριες, διατυπώσεις αναφορικά με το ύφος του έργου: «Το βιβλίο αυτό, αν καίει, δεν μπορεί παρά να καίει με τον τρόπο που καίει ο πάγος», σημειώνει ο ποιητής. Ενώ λίγο παρακάτω παρατηρεί: «Βιβλίο ηθικολόγου του υψηλότερου επιπέδου, βαθύ όσο και τα βαθύτερα βιβλία». Κι όμως: Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είναι απίθανο να εντοπίσει κανείς αντίτυπο από τις Επικίνδυνες Σχέσεις στη Γαλλία. Το έργο θα τυπωθεί ξανά το 1894, καθώς ο αιώνας εκπνέει. Το 1903 θα είναι σημαδιακή ημερομηνία: Είναι τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Λακλό. Με αυτή την αφορμή, οι άνθρωποι της Μπελ Επόκ ανακαλύπτουν ξανά τον «αμαρτωλό» συγγραφέα. Θεατρικές παραστάσεις, άλλοτε εμπνευσμένες από το έργο κι άλλοτε πιστές σε αυτό, βρίσκουν τον δρόμο προς τις σκηνές του Παρισιού. Το βιβλίο εκδίδεται ξανά και ξανά, μαζί με τα άλλα κείμενα του Λακλό (ποιήματα κτλ.), ενώ δημοσιεύονται σε μεγάλο τιράζ και οι Σημειώσεις του Μποντλέρ. Ωστόσο το πανεπιστήμιο και η επίσημη λογοτεχνική κριτική συνεχίζουν να τον υποτιμούν. Στις επίσημες ιστορίες της γαλλικής γραμματείας το όνομά του είτε δεν αναφέρεται καθόλου είτε καταλαμβάνει λίγες αράδες. Η αναγνώριση θα έρθει τελικά από τους ίδιους τους λογοτέχνες (Αντρέ Ζιντ, Γκιγιόμ Απολινέρ, Ζαν Ζιροντού, Αντρέ Μαλρό κ.ά.), οι οποίοι σταδιακά, ο ένας μετά τον άλλον, εξαίρουν με κείμενά τους την αδιαμφισβήτητη αξία των Επικίνδυνων Σχέσεων και τοποθετούν το έργο δίπλα στα σπουδαία επιτεύγματα της γαλλικής λογοτεχνίας. Η κριτική δεν αργεί να ακολουθήσει. Έτσι, το 1932 το μυθιστόρημα του Λακλό εντάσσεται στην περίοπτη Βιβλιοθήκη των Πλειάδων, δίπλα στον Ρακίνα, στον Βολταίρο, στον Σταντάλ.
Το 1903 θα είναι σημαδιακή ημερομηνία: Είναι τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Λακλό. Με αυτή την αφορμή, οι άνθρωποι της Μπελ Επόκ ανακαλύπτουν ξανά τον «αμαρτωλό» συγγραφέα. Θεατρικές παραστάσεις, άλλοτε εμπνευσμένες από το έργο κι άλλοτε πιστές σε αυτό, βρίσκουν τον δρόμο προς τις σκηνές του Παρισιού.
Στα μεταπολεμικά χρόνια οι Επικίνδυνες Σχέσεις, παρά τον επιστολικό χαρακτήρα τους, που, εν πρώτοις, δεν προσφέρεται για μεταφορά στον κινηματογράφο, βρίσκουν σταδιακά τη διέξοδό τους προς το νέο μέσο, με τη δύναμη του οποίου θα γνωρίσουν πρωτοφανή δημοσιότητα και διάδοση. Στη Γαλλία, ο Ροζέ Βαντίμ υπογράφει την πρώτη «επίσημη» διασκευή του βιβλίου στον κινηματογράφο, με τον τίτλο Οι επικίνδυνες σχέσεις (1959), έχοντας στους πρωταγωνιστικούς ρόλους τούς Ζαν Μορό και Ζεράρ Φιλίπ. Η ιστορία εκτυλίσσεται στη σύγχρονη Γαλλία και οι Βαλμόν και Μερτέιγ είναι παντρεμένοι, το «πνεύμα» όμως του Λακλό διαποτίζει συνολικά την ταινία και συστήνει το έργο σε νέες γενιές αναγνωστών. Η Ανέτ Βαντίμ κρατάει τον ρόλο της κυρίας ντε Τουρβέλ, ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν εμφανίζεται ως Ντανσενί, ενώ από την οθόνη κάνει το πέρασμά του και ο Μπορίς Βιάν, ως Πρεβάν, λίγο πριν από τον θάνατό του. Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, η Ζαν Μορό θα πρωταγωνιστεί στη δημιουργική θεατρική διασκευή του Γερμανού δραματουργού Χάινερ Μίλερ, το περίφημο Κουαρτέτο (1981), σε μια εορταστική παράσταση για τα εξήντα χρόνια του Φεστιβάλ της Αβινιόν (2006).
Η Μισέλ Φάιφερ με τον Τζον Μάλκοβιτς στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος από τον Στίβεν Φρίαρς (1989), που βασίστηκε στη θεατρική διασκευή του Κρίστοφερ Χάμπτον. |
Ωστόσο οι δυο ταινίες που έκαναν διάσημο το έργο στο παγκόσμιο κοινό στο τέλος της δεκαετίας του ’80 βασίστηκαν και οι δύο σε μιαν άλλη θεατρική διασκευή, αυτή του Βρετανού Κρίστοφερ Χάμπτον, που με τον τίτλο Οι επικίνδυνες σχέσεις ανέβηκε στο μικρό θέατρο του Βασιλικού Σαιξπηρικού Θεάτρου στις 18 Σεπτεμβρίου του 1985, για είκοσι τρεις παραστάσεις. Η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη ώστε λίγο καιρό μετά παιζόταν στον Λονδίνο, σαρώνοντας σε κριτικές και βραβεία, ενώ αμέσως μεταφράστηκε στα γαλλικά και ανέβηκε στο Παρίσι. Η θεατρική αυτή διασκευή του έργου του Λακλό αποτέλεσε τον καμβά πάνω στον οποίο έχτισαν τα σενάριά τους δύο σπουδαίοι κινηματογραφιστές, ο Στίβεν Φρίαρς (ο Χάμπτον έγραψε ο ίδιος το σενάριο για την ταινία του Φρίαρς) και ο Μίλος Φόρμαν, έτσι που τέσσερα χρόνια μετά, και μάλιστα την ίδια χρονιά, το 1989, παρουσίασαν και οι δύο τις δικές τους κινηματογραφικές εκδοχές του έργου του Χάμπτον, και βέβαια του Λακλό. Τόσο οι Επικίνδυνες Σχέσεις του Φρίαρς όσο και το Βαλμόν του Μίλος Φόρμαν αποτέλεσαν εμβληματικές ταινίες εποχής και παραμένουν μέχρι σήμερα οι δυο γνωστότερες μεταφορές του έργου στον κινηματογράφο. Ωστόσο είναι η εκδοχή του Στίβεν Φρίαρς εκείνη που θα επιβληθεί ως η ταινία αναφοράς στο εξής για το έργο του Λακλό, με τους Τζον Μάλκοβιτς, Γκλεν Γκλόουζ, Μισέλ Φάιφερ να δίνουν σάρκα και οστά στους τρεις κεντρικούς χαρακτήρες του έργου, ενώ κοντά τους αναδεικνύονται οι νεαροί τότε Ούμα Θέρμαν και Κιάνου Ριβς ως Σεσίλ και Ντανσενί αντίστοιχα. Έκτοτε, περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο γνωρίζουν τις Επικίνδυνες Σχέσεις μέσα από τη διασκευή του Χάμπτον (και την ταινία του Φρίαρς) παρά από το έργο του Λακλό. Πρόκειται για μια ιστορική καμπή…
Η μεγάλη δημοσιότητα που χάρισε στο έργο η θεατρική διασκευή του Χάμπτον και οι επιτυχημένες κινηματογραφικές μεταφορές των Φρίαρς και Φόρμαν πυροδότησαν έναν νέο κύκλο διασκευών, μεταγραφών, αναφορών που ουδέποτε σταμάτησαν μέχρι και τις μέρες μας. Κάθε εποχή, κάθε γενιά, φαίνεται να αναζητά τη δική της συνομιλία με αυτό το θεμελιώδες λογοτεχνικό έργο, που κατάφερε να αποκολληθεί με θαυμαστό τρόπο από την εποχή του και τα δικά της, περιορισμένα, συμφραζόμενα.
Το επιστολογραφικό μυθιστόρημα
Διαβάζοντας σήμερα τις Επικίνδυνες Σχέσεις, ένα μυθιστόρημα που αποτελείται από 175 επιστολές, χωρίς αφηγηματικό μέρος με τη συνηθισμένη έννοια (δεν διηγείται κάποιος την ιστορία, η ιστορία προκύπτει από τα όσα γράφονται στις επιστολές), εντυπωσιάζεται από το πόσο φρέσκια και σύγχρονη φαντάζει αυτή η αφηγηματική δομή. Ίσως μάλιστα μπει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί ότι το επιστολογραφικό μυθιστόρημα αποτέλεσε μια καινοτομία που εισήγαγε ο Λακλό – τόσο πολύ ταυτισμένο είναι στις μέρες μας τούτο το έργο με το συγκεκριμένο είδος. Κι όμως, το αντίθετο συνέβη. Το είδος του μυθιστορήματος που αποκαλείται «επιστολικό» ή «επιστολογραφικό» ήταν ευρέως διαδεδομένο στην εποχή του Λακλό, αλλά και στον προηγούμενο αιώνα. Μάλιστα, μερικά από τα πιο διάσημα μυθιστορήματα της εποχής έχουν γραφτεί με αυτήν ακριβώς την τεχνική. Ένα από τα γνωστότερα ήταν αναμφίβολα η περίφημη Κλαρίσα του Άγγλου Σάμιουελ Ρίτσαρντσον (1747), ένα επτάτομο αισθηματικό μυθιστόρημα που έκανε πάταγο στην εποχή του, αρχικά στην Αγγλία μα στη συνέχεια και στη Γαλλία. Επηρεασμένος αναμφίβολα από το έργο του Ρίτσαρντσον ο Ζαν-Ζακ Ρουσό συνέγραψε τη δική του εκδοχή επιστολογραφικού αισθηματικού μυθιστορήματος, το Ζιλί ή η νέα Ελουάζ (1761), μυθιστόρημα που υπήρξε ίσως η σημαντικότερη επιρροή για τον Λακλό. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και τα δύο παραπάνω μυθιστορήματα διαβάζονται και σχολιάζονται από τα κεντρικά πρόσωπα του έργου, ενώ φράση από το μυθιστόρημα του Ρουσό χρησιμοποιείται και ως προμετωπίδα στις Επικίνδυνες Σχέσεις.
Το είδος του μυθιστορήματος που αποκαλείται «επιστολογραφικό» ήταν ευρέως διαδεδομένο στην εποχή του Λακλό, αλλά και στον προηγούμενο αιώνα. Μάλιστα, μερικά από τα πιο διάσημα μυθιστορήματα της εποχής έχουν γραφτεί με αυτήν ακριβώς την τεχνική.
Εντούτοις, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο Λακλό δανείστηκε μια τεχνική ιδιαίτερα διαδεδομένη στην εποχή του και την όπλισε με μια μοναδική δύναμη πυρός, κατά τρόπο που έχει κανείς την αίσθηση ότι, στην πράξη, επανεφηύρε το είδος. Τούτο οφείλεται σε δύο, κυρίως, λόγους. Πρώτον, ο Λακλό ενέπλεξε στον επιστολογραφικό του «κόσμο» πολλά και διαφορετικού κοινωνικού προφίλ πρόσωπα, συνθέτοντας μια αφήγηση πρωτόγνωρα περίπλοκη και πολυφωνική. Δεύτερον, στο επίπεδο της δομής-πλοκής κατέκτησε μια τελειότητα που δεν είχε προηγούμενο στα χρόνια του και που δύσκολα απαντά και στη συνέχεια. Η διάρθρωση των επιστολών, η επιλογή και η σειρά τους, η σχέση τους με τα αφηγούμενα γεγονότα, η χρήση των ελλείψεων, έχουν γίνει με τόση προσοχή και εμμονή στη λεπτομέρεια, τόσο περίτεχνα και λειτουργικά, που μονάχα ο άνθρωπος που θέλησε κάποια στιγμή να συγγράψει έναν Οδηγό για την αρίθμηση των παρισινών οδών θα μπορούσε να κατορθώσει. Πρόκειται για την τελειοποίηση μιας αφηγηματικής τεχνικής, μα ταυτόχρονα και μια ανοιχτή «διαθήκη», μια πλούσια και σχεδόν ανεξάντλητη λογοτεχνική παρακαταθήκη.
Ποτέ πριν οι λέξεις δεν ήταν τόσο αιχμηρές, τόσο υλικές, τόσο επικίνδυνες.
Ο Λακλό συνθέτει ένα λογοκρατικό σύμπαν, έναν κόσμο εξαιρετικής εκφραστικής ακρίβειας όπου οι λέξεις προβάλλουν ως το μοναδικό νόμισμα, «αγοράζουν» και «πουλούν» επιθυμίες, είτε για να τις ελέγξουν είτε για να τις διαστρεβλώσουν. Ποτέ πριν οι λέξεις δεν ήταν τόσο αιχμηρές, τόσο υλικές, τόσο επικίνδυνες. Σε μια από τις διασημότερες επιστολές του έργου, την 141, η μαρκησία ντε Μερτέιγ υπαγορεύει κυριολεκτικά στον Βαλμόν τα λόγια με τα οποία θα απορρίψει τον έρωτα της κυρίας ντε Τουρβέλ. Η επιστολή αυτή, τη συγκεκριμένη στιγμή, ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη για την παραλήπτριά της. «Δεν φταίω εγώ», είναι η παιδιάστικη φράση που βάζει ξανά και ξανά στο «στόμα» του ακυρωμένου εραστή, ειρωνικά… Ο Βαλμόν, από την άλλη, συγγράφει ο ίδιος τις επιστολές της Σεσίλ προς τον ερωτευμένο Ντανσενί, ελέγχοντας έτσι, εκτός από το κορμί της, και το μυαλό της. Η χειραγώγηση περνάει μέσα από τις λέξεις πριν καταλήξει στα σώματα.
Η επιθυμία της μαρκησίας
Όπως συμβαίνει με όλα τα διαχρονικά λογοτεχνικά έργα, κάθε εποχή προσέλαβε τις Επικίνδυνες Σχέσεις μέσα από τα δικά της «γυαλιά». Οι αναγνώσεις αυτές, αν και έχουν μεγάλη αξία, μαρτυρούν περισσότερα για την εποχή κατά την οποία έγιναν παρά για το ίδιο το έργο. Από τη σκανδαλοθηρική προδιάθεση των πρώτων αναγνωστών, που αναζητούσαν διακαώς τα αληθινά πρόσωπα πίσω από τα τους ήρωες, μέχρι τον σημερινό αποστασιοποιημένο αναγνώστη, που θαυμάζει την κατασκευαστική αρτιότητα του έργου σε συνδυασμό με το στοχαστικό βάθος των χαρακτήρων του, πάντα σε συνάρτηση με την ηθική αμφισημία τους, η απόσταση είναι μεγάλη. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι μέσα από τις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος γεννήθηκε ένα από τα πλέον εντυπωτικά πρόσωπα της παγκόσμιας λογοτεχνίας –ένα από τα πιο αξιομίσητα για ορισμένους, ένα από τα πιο ολοκληρωμένα και ζηλευτά για άλλους– η κυρία ντε Μερτέιγ. Η βαθύτερη επιθυμία της μαρκησίας, όλα αυτά που την κινούν και τη συνιστούν, η δαιμονική ευφυΐα της σε συνδυασμό με μια πρακτική φιλοσοφία ζωής που υπερβαίνει ακόμα και το ίδιο της το φύλο –κι από αυτή την άποψη δεν είναι μόνο μια πρώιμη φεμινίστρια, αλλά ίσως και μια μετα-φεμινίστρια–, παραμένει το μέγα μυστήριο πίσω από αυτό το σαγηνευτικό έργο· ένα αιώνιο αίνιγμα. Η σχέση τους με τον Βαλμόν, μια ανεπανάληπτη και μοναδική σε βάθος και ένταση σύζευξη ερωτικού πάθους και επιθυμίας για έλεγχο και εκμηδένιση του άλλου, ένας ακήρυχτος πόλεμος (μέχρι τη στιγμή που κηρύσσεται ανοιχτά), διαφεύγει από κάθε προσπάθεια να περιοριστεί σε δεδομένα καλούπια, δεν υπακούει σε κανένα μοντέλο κοινωνικής σύμβασης.
Οι Επικίνδυνες Σχέσεις του Σοντερλό ντε Λακλό είναι αναντίρρητα ένα από τα επιτεύγματα της γαλλικής λογοτεχνίας, μα ταυτόχρονα κι ένα από τα πιο επιδραστικά κείμενα της παγκόσμιας γραμματείας. Προκλητικό διανοητικά και ηθικά, θαυμαστά επίκαιρο και σκανδαλωδώς απολαυστικό, διαβάζεται σήμερα σαν να γράφτηκε μόλις χθες – αν όχι αύριο.
* Το κείμενο αυτό έχει δημοσιευτεί στην πρόσφατη έκδοση των εκδόσεων Ψυχογιός ως εισαγωγή στη νέα μετάφραση του μυθιστορήματος του Σοντερλό ντε Λακλό που υπογράφει ο Κώστας Β. Κατσουλάρης.
** Στην κεντρική εικόνα, ο Dominic West και η Janet McTeer στο πιο πρόσφατο θεατρικό ανέβασμα της περίφημης διασκευής του Κρίστοφερ Χάμπτον, σε σκηνοθεσία Josie Rourke.