
Του Ευθύμιου Σακκά
Μια μέρα σαν σήμερα το 1970 ο Ιάπωνας συγγραφέας Γιούκιο Μισίμα, που είχε προταθεί δύο φορές για Νόμπελ, γράφει τις τελευταίες λέξεις της τετραλογίας του «Η θάλασσα της γονιμότητας», φοράει την παραδοσιακή στολή των σαμουράι και με τέσσερις μαθητές του εισβάλλει στο Υπουργείο Αμύνης, κρατάει όμηρο τον υπουργό και απαιτεί να συγκεντρωθούνε οι στρατιώτες στο προαύλιο για να τους μιλήσει.
Βγαίνει στο μπαλκόνι υποσχόμενος να παραδώσει το σπαθί του αν οι στρατιώτες τον ακούσουνε σιωπηλοί. Οι στρατιώτες όμως όχι μόνο δεν τον ακούνε αλλά αρχίζουνε να τον αποδοκιμάζουνε. Τα τελευταία λόγια που τους απευθύνει είναι «Βλέπουμε την Ιαπωνία να γλεντοκοπά βυθισμένη στην ευμάρεια και να κολυμπάει στο χρήμα και στην πνευματική της κενότητα. Είναι δυνατόν να δίνεις αξία στη ζωή, μέσα σε μια πλάση που το πνεύμα έχει πεθάνει;». Μπροστά στις αντιδράσεις του κοινού ψελλίζει «Νομίζω πως ούτε καν με προσέχουνε», φωνάζει «ζήτω ο αυτοκράτορας» και μπαίνει πάλι στο γραφείο. Γδύνεται, γονατίζει και καρφώνει ένα μικρό μαχαίρι στο στομάχι του. Έπειτα ένας από τους μαθητές του τον αποκεφαλίζει ολοκληρώνοντας την τελετουργία σεπούκου-χαρακίρι.
Η πράξη αυτή του Μισίμα, που ήταν μια διαμαρτυρία για τον εκφυλισμό της Ιαπωνίας, συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη αλλά όπως φάνηκε τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες δεν κατόρθωσε να ανακόψει την πορεία της Ιαπωνίας προς τη δύση.
Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας μεγάλωσε σ’ ένα αυστηρό περιβάλλον. Φοίτησε στο Ιαπωνικό Κολλέγιο των Πατρικίων και το 1944 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου του Τόκιο.
Ο Μισίμα άρχισε να γράφει από τη παιδική του ηλικία και με το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα «Οι εξομολογήσεις μιας μάσκας» γνώρισε την αποδοχή του κοινού. Στο βιβλίο του αυτό, κατά πολύ αυτοβιογραφικό, πραγματεύεται την ιστορία ενός νεαρού άνδρα που επιθυμεί να πεθάνει υπερασπιζόμενος τα ιδεώδη της πατρίδας του.
Στη συνέχεια στρέφει το ενδιαφέρον του προς το παραδοσιακό θέατρο της Ιαπωνίας και ιδρύει τη θεατρική ομάδα Kumono-Kai με την οποία προσπάθησε να προσαρμόσει τον κυβισμό μέσα σε λογοτεχνικά πλαίσια.
Το 1954 βραβεύεται για το βιβλίο του «Ο ήχος των κυμάτων» που το εμπνεύστηκε έπειτα από ταξίδι του στην Ελλάδα, ενώ δύο χρόνια αργότερα εκδίδει το μυθιστόρημα «Ναός του χρυσού περιπτέρου» στο οποίο καταπιάνεται με θρησκευτικά θέματα. Το 1958 παντρεύεται και εκδίδει μια συλλογή διηγημάτων κι ένα ακόμη μυθιστόρημα.
Από την δεκαετία του ’60 αρχίζει και η ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο. Γυρίζει δύο ταινίες οι οποίες κάνουνε ιδιαίτερη αίσθηση, «Τελετουργία του έρωτα και του θανάτου» και «Πατριωτισμός». Στην τελευταία διαφαίνονται και οι εμμονές που θα αρχίσουνε να κατατρύχουνε τον Μισίμα και θα τον οδηγήσουνε στο τραγικό του τέλος.
Η κορύφωση της δημιουργικότητάς του ήρθε με την τετραλογία «Η θάλασσα της γονιμότητας». Ο Μισίμα κατά τη διάρκεια της συγγραφής της είχε αναφέρει ότι μετά την ολοκλήρωσή της θα πεθάνει. Από τα τέσσερα μυθιστορήματα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το «Αφηνιασμένα άλογα» όπου έχει ως θέμα μια εξτρεμιστική ακροδεξιά ομάδα που πρεσβεύει την επιστροφή στον παραδοσιακό ιαπωνικό τρόπο ζωής και στον ηθικό κώδικα των σαμουράι. H τετραλογία θίγει ουσιαστικά την αποκοπή της Ιαπωνίας από την παράδοσή της και τον εκδυτικισμό της. Ο Μισίμα δεν αρκέστηκε όμως στις λέξεις.