
Μια μέρα σαν σήμερα, 27 Οκτωβρίου 1932, είχε έρθει στη ζωή η ποιήτρια Σίλβια Πλαθ στη Βοστώνη.
Του Ευθύμιου Σακκά
Η Σίλβια Πλαθ στο σχολείο είχε εξαιρετικές επιδόσεις και σπούδασε στο πανεπιστήμιο Smith. Εκεί παρουσιάζει και τα πρώτα συμπτώματα της διπολικής διαταραχής της και κατά το τρίτο έτος της φοίτησής της αποπειράται να αυτοκτονήσει. Νοσηλεύεται σε ψυχιατρική κλινική όπου στις θεραπείες περιλαμβάνονται και ηλεκτροσόκ. Τελικά κατορθώνει να πάρει εξιτήριο και να τελειώσει τις σπουδές της κερδίζοντας και μια υποτροφία για το Cambridge. Οι εμπειρίες της από αυτή τη περίοδο θα αποτυπωθούνε στο αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα Ο γυάλινος κώδων που το εξέδωσε με ψευδώνυμο λίγο πριν το θάνατό της.
Αν και δεν παύει να ασχολείται με την ποίηση είναι η γνωριμία της με τον μελλοντικό της σύζυγο και ποιητή Τεντ Χιούζ αυτή που θα καθορίσει κατά πολύ το ύφος της. Καθοριστικό επίσης ρόλο στη διαμόρφωση του προσωπικού της στυλ διαδραματίσανε και τα σεμινάρια ποίησης που παρακολούθησε από τον ποιητή Ρόμπερτ Λόουελ. Ο Λόουελ δίδασκε ότι η ποίηση οφείλει να είναι εξομολογητική και η Πλαθ ασπάστηκε τις διδαχές του.
Το 1960 εκδίδεται η πρώτη ποιητική της συλλογή «Colossus» αλλά η μεταστροφή στο ύφος της θα πραγματοποιηθεί από το επόμενο έργο της Ariel. Αν και η ίδια έχασε από ένα σημείο κι έπειτα κάθε ψυχολογική ισορροπία η καθαρότητα και το βάθος της ποίησής της παρουσιάσανε ανελικτική πορεία.
Εν τω μεταξύ η σχέση της με τον Χιούζ επιδεινώνονταν εξαιτίας εξωσυζυγικής σχέσης που διατηρούσε ο τελευταίος. Στο μεσοδιάστημα είχαν μετακομίσει στην Αγγλία και είχανε αποκτήσει και δεύτερο παιδί. Τελικά ο Χιουζ την εγκαταλείπει και η Σίλβια εγκαθίσταται στο Λονδίνο με τα δυο τους παιδιά.
Διαμένουνε σ’ ένα διαμέρισμα στο σπίτι όπου παλιότερα είχε κατοικήσει και ο ποιητής Yeats γεγονός που δεν στέκεται ικανό για να βοηθήσει την σμπαραλιασμένη ψυχολογία της ποιήτριας που αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις δύσκολες συνθήκες ζωής παράλληλα με τα μητρικά της καθήκοντα. Τελικά η ποιήτρια βάζει τέλος στη ζωή της εισπνέοντας γκάζι από το φούρνο της κουζίνας της κι ενώ προηγουμένως έχει ετοιμάσει το πρωινό των δύο παιδιών της.
Μετά τον θάνατό της ο Χιουζ ανέλαβε την διαχείριση του έργου της με αποτέλεσμα να εξαπολυθούν πολλές κατηγορίες εναντίον του. Ο ίδιος απάντησε μόνο λίγο πριν τον θάνατό του σ’ αυτές τις επικρίσεις με το βιβλίο του «Γενέθλιες επιστολές».
Ο στίχος στο τίτλο είναι από το ποίημα Η λαίδη Λάζαρος (μτφρ. Κλεοπάτρα Λυμπέρη)
Το έκανα ξανά.
Κάθε δέκα χρόνια μια φορά
Το καταφέρνω –
Κάτι σαν περιφερόμενο θαύμα, το δέρμα μου
Φωτεινό όπως αμπαζούρ των ναζί,
Το δεξί μου πόδι
Ένα πρες παπιέ,
Το πρόσωπό μου άμορφο, λεπτό
Εβραϊκό λινό.
Ξετύλιξε τη γάζα
ω εχθρέ μου.
Προξενώ τον τρόμο; –
Η μύτη, οι κόγχες των ματιών, η πλήρης σειρά των δοντιών;
Η στυφή αναπνοή
Σε μια μέρα θα χαθεί.
Γρήγορα, γρήγορα η σάρκα
Η φαγωμένη από του τάφου τη σπηλιά
Θα είναι πάνω μου μια χαρά
Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα.
Είμαι μονάχα τριάντα χρονών.
Κι όπως η γάτα έχω να πεθάνω εννιά φορές.
Αυτή είναι η νούμερο «Τρία».
Τι ανοησία
Να εκμηδενίζεις κάθε δεκαετία.
Πόσα εκατομμύρια κλωστές.
Το πλήθος μασουλώντας φιστίκια
Στριμώχνεται να τους δει
Να με ξετυλίγουν χέρια πόδια –
Το μεγάλο στριπτίζ
Κυρίες και κύριοι
Ιδού τα χέρια μου
Ιδού τα γόνατά μου.
Μπορεί να είμαι κόκαλο και πετσί,
Κι όμως είμαι η ίδια κι απαράλλαχτη γυναίκα.
Την πρώτη φορά που συνέβη ήμουν στα δέκα
Ήταν ατύχημα.
Τη δεύτερη φορά είχα σκοπό
Να κρατήσει και να μην γυρίσω πίσω.
Λικνιζόμουν κλειστή
Καθώς κοχύλι.
Έπρεπε να με φωνάξουν και να με ξαναφωνάξουν
Και να μαζέψουν από πάνω μου τα σκουλήκια σαν
λιπαρά μαργαριτάρια.
Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη, όπως κάθε τι.
Το κάνω εξαιρετικά καλά.
Το κάνω έτσι που να μοιάζει κόλαση.
Το κάνω έτσι που να μοιάζει αληθινό.
Μπορείτε να πείτε πως διαθέτω κλίση σ αυτό.
Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω σ ένα κελί.
Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω και να μείνω εκεί.
Είναι η θεατρική
Επιστροφή μέρα μεσημέρι
Στα ίδια μέρη, στο ίδιο πρόσωπο, στην ίδια βάρβαρη
Εύθυμη κραυγή:
«Θαύμα»
Που μου δίνει τη χαριστική βολή.
Υπάρχει επιβάρυνση
Για να κοιτάξετε τις ουλές μου, υπάρχει επιβάρυνση
Για ν ακούσετε την καρδιά μου
-πράγματι χτυπάει.
Και υπάρχει επιβάρυνση, πολύ μεγάλη επιβάρυνση
Για μια λέξη ή ένα άγγιγμα
Ή για λίγο αίμα,
Η ένα κομμάτι απ τα μαλλιά μου ή τα ρούχα μου.
Λοιπόν, λοιπόν, χερ Ντόκτορ.
Λοιπόν, χερ εχθρέ.
Είμαι το έργο σου,
Είμαι το τιμαλφές σου,
Ένα μωρό σκέτο χρυσάφι
Που αναλύεται σε μια στριγκλιά.
Στριφογυρίζω και παίρνω φωτιά.
Μη νομίζεις πως υποτιμώ το μέγα ενδιαφέρον σου.
Στάχτη στάχτη –
Σκαλίζεις κι αναδεύεις.
Σάρκα, κόκαλα, τίποτε δεν υπάρχει εκεί –
Μια πλάκα σαπούνι,
Μια βέρα,
Ένα σφράγισμα χρυσό.
Χερ Ύψιστε, χερ Εωσφόρε
Πρόσεξε
Πρόσεξε.
Από τη στάχτη βγαίνω
Με πορφυρά μαλλιά
Τ αντράκια τα μασάω
Τα κάνω μια χαψιά