Μια μέρα σαν σήμερα, 5 Μαρτίου 1966, πέθανε σε ηλικία 77 ετών η ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα.
Του Ευθύμιου Σακκά
Η Άννα Αντρέγιεβνα Γκορένκο είχε γεννηθεί κοντά στην Οδησσό στις 23 Ιουνίου 1889. Σπούδασε στην Νομική Σχολή του Κιέβου, όπου και γνωρίστηκε με τον πρώτο σύζυγό της Νικολάι Γκουμιλιόφ, ο οποίος ήταν επίσης ποιητής και την εισήγαγε στην λογοτεχνική ομάδα «Συντεχνία των ποιητών». Η Αχμάτοβα εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, «Το απόβραδο», το 1912 και δύο χρόνια αργότερα η φήμη της εξαπλώθηκε σ’ όλη τη Ρωσία με την συλλογή «Το ροζάριο».
Τα ποιήματα που εξέδωσε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 είναι επηρεασμένα από προσωπικά βιώματα, που ήταν συνδεδεμένα με τα γεγονότα του Α’ παγκοσμίου πολέμου και της Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά η πολιτική χροιά τους είχε σαν αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει προβλήματα με το καθεστώς και έτσι έπαψε να γράφει για μια δεκαετία περίπου.
To 1935 θα επανέλθει στο προσκήνιο και θα γράψει μερικά από τα σπουδαιότερα ποιήματά της, που θα συγκεντρωθούνε αργότερα στην συλλογή «Ρέκβιεμ». Το έργο και η ζωή της ασκήσανε μεγάλη επιρροή πέρα από τους ποιητικούς κύκλους και είναι χαρακτηριστικό ότι ο ζωγράφος Αμεντέο Μοντιλιάνι είχε φιλοτεχνήσει δεκαέξι πορτραίτα της.
Ο στίχος του τίτλου είναι από το ποίημα «To τραγούδι της τελευταίας συνάντησης» (μτφ. Άρης Αλεξάνδρου)
Στο στήθος ένα σφίξιμο
το βήμα χάνω, πάω βιαστική
από την αγωνία, την λαχτάρα, φόρεσα
το γάντι το αριστερό, στο χέρι το δεξί.
Τόσα σκαλιά ν’ ανέβω, αδύνατον.
Μα, είναι τρία, χρυσή μου.
Ηχος γλυκός σαλεύει μες στα δέντρα
και το φθινόπωρο μου λέει “Πέθανε μαζί μου’.
Η τύχη μου παντοτινά ασταθής
άχαρη, σαν εσένα. Είμαι απελπισμένη.
Λύση καμιά δεν βλέπω, ω! ακριβέ.
Πεθαίνω εγκαταλειμμένη.
Tο βλέμμα στρέφω, να το σπίτι μας κι η κάμαρα
κεχριμπαρένια καίνε τα κεριά
της τελευταίας μας συνάντησης το σμίξιμο
και η φωνή σου μες στ΄ αυτιά μου ακόμα τραγουδά.