
Μια μέρα σαν σήμερα, 16 Απριλίου 1844, γεννήθηκε στο Παρίσι ο Γάλλος συγγραφέας και κριτικός, βραβευμένος με Νόμπελ το 1921, Ανατόλ Φρανς.
Του Λεωνίδα Καλούση
Ο Ζακ Φρανσουά Ανατόλ-Τιμπώ γεννήθηκε σε μια οικογένεια από γονείς μέτριας μόρφωσης και περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων. Ο πατέρας του ωστόσο, Φρανουά Τιμπώ, πίστευει πολύ στη μόρφωση και στην κοινωνική ανέλιξη μέσω της μόρφωσης και έτσι φροντίζει ο γιος του να μορφωθεί στα σχολεία της γαλλικής αριστοκρατίας και μπουρζουαζίας της εποχής όπως το Κολλέγιο Στανισλάς.
Ο Φρανσουά Τιμπώ βιβλιοπώλης που, από ένα σημείο και μετά, εργάζεται σε εκδοτικό οίκο και βιβλιοπωλείο με αντικείμενο βιβλία, γκραβούρες, φυλλάδια, διάφορα ντοκουμέντα και άλλα ιστορικά έγγραφα σχετικά με την Γαλλική Επανάσταση, θα γίνει αργότερα ο ιδιοκτήτης. Καθώς ο Ανατόλ Φρανς μεγαλώνει, η οικογενειακή επιχείρηση είναι η Librairie politique ancienne et moderne de France-Thibault (Παλιό και σύγχρονο πολιτικό βιβλιοπωλείο Φρανς-Τιμπώ). Η εμπειρία του σχολείου της γαλλικής ελίτ θα είναι τραυματική και θα αποτυπωθεί αργότερα στο έργο του ενώ θα αποτελέσει το έδαφος για την σφοδρή κριτική του στη θρησκεία.
Ο Ανατόλ Φρανς αποκόπηκε νωρίς από το περιβάλλον του πατέρα του, παρότι εκεί ήταν που αγάπησε το διάβασμα και την μελέτη για την περίοδο της Επανάστασης. Άρχισε να γράφει ποίηση, εργαζόταν σε βιβλιοπωλεία ενώ εργάστηκε και ως βιβλιοθηκονόμος στη γαλλική Γερουσία.
Το 1867, έχοντας συνδεθεί με το συμβολιστή ποιητή Λεκόντ ντε Λιλ, γίνεται κι ο ίδιος μέλος του κινήματος των Παρνασσιστών που αντιδρά στον ρομαντισμό και επιδιώκοντας την επαναφορά στοιχείων του κλασικισμού στην τέχνη.
Μεταξύ των έργων του, μεγάλη επιτυχία είχαν τα μυθιστορήματα «Το έγκλημα του Σιλβέστρ Μπονάρ» (1881) που γράφτηκε σε μια εποχή που το ενδιαφέρον για το μυθιστόρημα μεγαλώνει, το «Τo οινομαγειρείο της βασίλισσας Πεντώκ», «Η εξέγερση των αγγέλων», «Θαΐς», «Οι θεοί διψούν», «Το νησί των πιγκουίνων», «Οι επτά γυναίκες του κυανωπώγωνα». Από το 1900 και μετά εκφράζει κοινωνικούς προβληματισμούς, ασπάζεται σοσιαλιστικές ιδέες και μετέχει σε κύκλους της γαλλικής αριστεράς. Αποκτά επιδραστικό ρόλο όταν αναλαμβάνει θέση κριτικού στην εφημερίδα «Ο Χρόνος» (Le Temps, 1861 - 1942). Από το 1887 έως το 1896, οπότε γίνεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών, γράφει εβδομαδιαίες βιβλιοκρισίες και χρονογραφήματα.
Με τη δημοσίευση του περίφημου «Κατηγορώ» είναι από τους πρώτους λογοτέχνες και ο μοναδικός ακαδημαϊκός που βάζει την υπογραφή του για την αναθεώρηση της δίκης.
Η υπόθεση Ντρεϊφούς τον κινητοποιεί και τον συμφιλιώνει με τον Εμίλ Ζολά με τον οποίο είχαν λίγα χρόνια νωρίτερα λογοτεχνική κόντρα. Με τη δημοσίευση του περίφημου «Κατηγορώ» είναι από τους πρώτους λογοτέχνες και ο μοναδικός ακαδημαϊκός που βάζει την υπογραφή του για την αναθεώρηση της δίκης. Από το 1899 γράφει στην συντηρητική εφημερίδα Le Figaro που ωστόσο έχει πάρει θέση υπέρ του Ντρεϊφούς. Συνομιλητής και φίλος του Ζαν Ζωρές, το 1904 τάσσεται υπέρ του διαχωρισμού Κράτους - Εκκλησίας και υπέρ της κατοχύρωσης δικαιωμάτων των εργατών, ενώ μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο αρθρογραφεί κατά της Συνθήκης των Βερσαλλιών ως μιας «άδικης συνθήκης ειρήνης». Το 1922 τα βιβλία του περιλαμβάνονται στο παπικό Index Librorum Prohibitorum ως απαγορευμένα βιβλία που είναι ανήθικα και διαφθείρουν τους πιστούς.
Ο Αντρέ Μπρετόν ζήτησε την άδεια να ανοίξουν το φέρετρο για να χαστουκίσει τον νεκρό (...)
Πέθανε σε ηλίκία 80 ετών στις 12 Οκτωβρίου 1924 στο Σεν Συρ συρ Λουάρ. Ο μαθηματικός και πολιτικός Πολ Πενλεβέ θα πει: «Το επίπεδο της ανθρώπινης ευφυΐας μειώθηκε αυτό το βράδυ». Για τους υπερρεαλιστές όμως ήταν μια ευκαιρία να προκαλέσουν σκάνδαλο. Την κηδεία του Ανατόλ Φρανς στο Παρίσι παρακολούθησαν χιλιάδες άνρωποι. Ο Αντρέ Μπρετόν ζήτησε την άδεια να ανοίξουν το φέρετρο για να χαστουκίσει τον νεκρό και μαζί με άλλους της ομάδας των υπερρεαλιστών, όπως ο Λουί Αραγκόν, ο Φιλίπ Σουπό και ο Ντριέ Λα Ροσέλ, μοίρασαν κείμενο με τίτλο «Ένα πτώμα». Το τελειωτικό χτύπημε το έδωσε ο Πολ Βαλερί που τον διαδέχθηκε στη Γαλλική Ακαδημία: στην καθιερωμένη τιμητική ομιλία για τον προκάτοχό του δεν είπε ούτε μια φορά το όνομά του αναφερόμενος σε αυτόν ως ο liseur infini. Τα χτυπήματα ήταν αρκετά. Αργότερα, ο Αντρέ Ζιντ τον αποκάλεσε «έναν συγγραφέα χωρίς ενδιαφέρον» που το έργο του «εξαντλείται με την πρώτη ανάγνωση».
Ο Ανατόλ Φρανς που γνώρισε δόξα και τιμές, που διαβάστηκε πολύ και είχε μεγάλη επιτυχία στην εποχή του, θεωρήθηκε επιρροή για συγγραφείς όπως ο Μαρσέλ Προυστ ή ο Ζορζ Μπερνανός, παραγκωνίστηκε, «στραβοδιαβάστηκε» ενδεχομένως, η γλώσσα του θεωρήθηκε ξεπερασμένη, ο σαρκασμός του δεν αναδείχθηκε και το έργο του μελετήθηκε λίγο.