Μια μέρα σαν σήμερα, 1 Απριλίου 1902, γεννήθηκε στην Καλαμάτα η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη.
Του Λεωνίδα Καλούση
Κόρη του φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μια γυναίκας μπροστά από την εποχή της με φεμινιστικές αντιλήψεις, ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές της στην γενέθλια πόλη της, ενώ είχαν μεσολαβήσει και δυο χρόνια φοίητησης στην Αθήνα, στο Αρσάκειο.
«κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι, ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος, κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι».
Στα γράμματα εμφανίστηκε στην εφηβεία της ακόμα, στα 14 της χρόνια με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας» που αναφέρεται στον πόνο μιας μάνας για τον χαμό του ναυτικού γιου της που μετά από ένα ναυάγιο ξεβράστηκε στις ακτές των Φιλιατρών. Σε ηλικία 16 ετών διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας, ενώ δυο χρόν,α αργότερα έμεινε ορφανή καθώς έχασε μέσα σε λίγες μέρες και τους δυο γονείς της. Αμέσως μετά, μετατέθηκε στην Αθήνα, στη Νομαρχία Αθηνών και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στη Νομαρχία γνωρίστηκε με τον Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος εργαζόταν εκεί και είχε ήδη εκδώσει δυο ποιοητικές συλλογές. Το 1922 χωρίζουν αν και παραμένουν σε επαφή και το 1923. Της το ζητά ο Καρυωτάκης όταν μαθαίνει ότι πάσχει από σύφιλη. Η Πολυδούρη το θεωρεί πρόσχημα εκ μέρους του για να της ζητήσει να διακόψουν τη σχέση τους.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Θα ακολουθήσει μια πορεία που περιλαμβάνει την εγκατάλειψη της Νομικής, την απόλυσή της ως «αργόμισθη» καθώς δεν εμφανίζεται στη δουλειά της, την ενασχόλησή της με το θέατρο, διάφορες σπουδές καθώς και συμμετοχή σε μια θεατρική παράσταση, τα μαθήματα ραπτικής και την διαμονή της στο Παρίσι. Πριν φύγει για το Παρίσι ωστόσο, έχει μεσολαβήσει ο αρραβώνας με τον δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου που δεν κατέξηξε σε γάμο και διαλύθηκε πριν την αναχώρησή της.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 άρρωστη με φυματίωση. Νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Σωτηρία όπου δέχθηκε μια επίσκεψη του Καρυωτάκη πριν εκείνος αναχωρήσει για την Πρέβεζα. Νοσηλευόμενη στο σανατόριο, έμαθε για την αυτοκτονία του. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η ποιητική της συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 η δέυτερη, «Ηχώ στο χάος». Έγραψε επίσης δυο πεζά, το Ημερολόγιό της και μια νουβέλα.
Μια εγγραφή στο Ημερολόγιο, στις αρχές του 1921 συμπκυκνώνει την άποψή της για την εποχή και τους συναδέλφους της:
«κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι, ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος, κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι».
Τα «Άπαντα» της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960 από τις εκδόσεις της Εστίας, σε επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου.
Πέθανε στις 29 Απριλίου 1930 καταβεβλημένη από την ασθένειά της κι έχοντας κάνει ισχυρές ενέσεις μορφίνης.
Ο στίχος του τίτλου είναι από το ποίημα
Η αγάπη του ποιητή
Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο. Κλειστὴ
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.
Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας
Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.
Μαρία Πολυδούρη (1923)