Του Ευθύμιου Σακκά
Στις 13 Ιανουαρίου 1898 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα L’ Aurore το «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά σχετικά με την υπόθεση Dreyfous που είχε ταλανίσει τη γαλλική κοινωνία επί μια δωδεκαετία.
Κεντρικό πρόσωπο του κατασκοπευτικού σκανδάλου που ξέσπασε ήταν ο Γάλλος λοχαγός Dreyfous, ο οποίος κατηγορήθηκε βάση ενός μη υπογεγραμμένου εγγράφου ότι έδινε πληροφορίες στη γερμανική πλευρά. Ο γραφικός χαρακτήρας του λοχαγού ταίριαζε μ’ αυτόν του εγγράφου με μερικές μόνο αποκλίσεις και αυτό ήταν το μόνο στοιχείο στο οποίο στηρίχθηκε η κατηγορία.
Οι πιέσεις από ανώτερα στελέχη της κυβέρνησης και του στρατού να κλείσει το συντομότερο η υπόθεση και να ικανοποιηθεί το κοινό αίσθημα, που την εποχή εκείνη είχε επί πολλού το γαλλικό στρατό, δεν έδωσαν κανένα περιθώριο στον Dreyfous να υπερασπιστεί τον εαυτό του κι έπειτα από την ατιμωτική καθαίρεση εκ του βαθμού του εξορίστηκε στο Νησί του Διαβόλου το 1895.
Ένα χρόνο αργότερα η υπόθεση παίρνει δραματική τροπή καθώς ανακαλύπτεται ένα καινούργιο έγγραφο με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα. Αυτή τη φορά υπάρχει η υπογραφή του προδότη. Ήταν ο ταγματάρχης Φέρντιναντ Εστερχάζι. Η προσπάθεια να αποσιωπηθεί η ενοχή του από τα ίδια στελέχη που καταδικάσανε τον Dreyfous προκαλεί έντονες αντιδράσεις ιδίως στους πνευματικούς κύκλους του Παρισιού.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Ζολά απευθύνει το «Κατηγορώ» προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατηγορώντας το στρατό ότι καλύπτει τον Εστερχάζι έπειτα από εντολές που έλαβε από το Υπουργείο Στρατιωτικών. Η επιστολή του Ζολά ουσιαστικά στάθηκε η αφορμή για την επανεξέταση της υπόθεσης και την αποκατάσταση του Dreyfous.
Η ιστορία ανέδειξε πολλές πτυχές των κοινωνικών ζυμώσεων που πραγματοποιούνταν εκείνη την περίοδο κι απασχόλησε πολλούς λογοτέχνες εκ των υστέρων, όπως τον Μαρσέλ Προυστ, που αναφέρεται εκτενώς στο ζήτημα από την οπτική της κοινής γνώμης στο αριστούργημά του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο».