
Του Ευθύμιου Σακκά
Μια μέρα σαν σήμερα το 1966 έφυγε από τη ζωή ο Ιταλός γλύπτης και ζωγράφος Alberto Giacometti, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι και δημιούργησε σ’ ένα στενόχωρο εργαστήρι, όπου τα πάντα μοιάζανε κατακερματισμένα, αναπόδραστα φθαρμένα.
Γεννήθηκε το 1901 στην πόλη Stampa της Ελβετίας και πατέρας του ήταν ο ιμπρεσιονιστής ζωγράφος Giovanni Giacometti. Ο πατέρας του τον υποχρεώνει να ποζάρει συχνά ως γυμνό μοντέλο γεγονός που του δημιουργεί πλήθος, ερωτικών κυρίως, συμπλεγμάτων που τον ακολουθούνε στην υπόλοιπη ζωή του και διαδραματίζουνε καθοριστικό ρόλο στην καλλιτεχνική του έκφραση.
Το 1922 πηγαίνει στο Παρίσι και σπουδάζει στην Academie de la Grande Chaumiere, ενώ μέχρι το 1936 οι δημιουργίες του, τις οποίες αργότερα αποκήρυσσει, ακολουθούνε τα σουρεαλιστικά πρότυπα.
Τη δεκαετία 1940 συναναστρέφεται με τoν Jean Paul Sartre και την Simone de Beauvoir, συνδέεται με το κίνημα του υπαρξισμού και βρίσκει το προσωπικό του ύφος.
Επιμηκύνει τα σώματα και ιδιαίτερα τα άκρα προσδίδοντας μ’ αυτό τον τρόπο κάτι το ονειρικό σχεδόν απροσδιόριστο στις μορφές του. Παρόλο που έχει την τάση να επεξεργάζεται έως εξαντλήσεως τα δημιουργήματά του η αίσθηση της φθοράς και του ημιτελούς είναι αυτή που στο τέλος κυριαρχεί. Η αποτύπωση του παροδικού λοιπόν ήταν ο τρόπος του Giacometti να συνδιαλεχτεί με το ατέρμονο.
Το 1962 κερδίζει το πρώτο βραβείο γλυπτικής στην Bienalle της Βενετίας, ενώ το γλυπτό του «Άνδρας που περπατά» που πουλήθηκε 74 εκατομμύρια ευρω κατέχει την υψηλότερη τιμή έργου τέχνης που δημοπρατήθηκε.