Όταν η πεζογραφία συναντά τους ήρωες του δικού μας κόσμου και αναδεικνύει τα πολλαπλά πρόσωπα σημαντικών ανθρώπων. Μικρή αναδρομή σε μυθιστορήματα με ήρωες πραγματικά πρόσωπα, και τρία πρόσφατα βιβλία που έχουν στο κέντρο τους τις (εικονιζόμενες) Μελίνα και Αλίκη.
Γράφει ο Κώστας Αγοραστός
Όλοι γνωρίζουμε πως ένα καλό μυθιστόρημα χρειάζεται –εκτός των άλλων– έναν ή ακόμη και δύο στιβαρούς, κεντρικούς χαρακτήρες, οι οποίοι θα συμβάλλουν στην εξέλιξη της ιστορίας, θα αντιπαρατεθούν με όσους στέκονται εμπόδιο στα σχέδιά τους, θα μεταπείσουν κάποιους από αυτούς, μπορεί και να δολοπλοκήσουν ή να ψευδομαρτυρήσουν, να υπονομεύσουν ή και να δολοφονήσουν. Άλλες φορές θα εμπνεύσουν, θα πάρουν μαζί τους το πλήθος ή μόνο έναν, θα του μεταδώσουν γνώσεις, εμπειρίες, αμύθητες περιουσίες ή αξίες και ιδανικά, θα τον εξυψώσουν στο πάνθεον των σοφών και των δίκαιων. Όλοι τους ανεξαιρέτως θα υποσχεθούν ότι θα του μεταλαμπαδεύσουν κάτι που μόνο αυτοί κατέχουν˙ την Αθανασία.
Οι εμβληματικοί αυτοί ήρωες, για τον Δυτικό κόσμο, πιθανώς να ξεκινούν από τον Οδυσσέα και καθώς διατρέχουμε τους αιώνες και τα εκατομμύρια σελίδων της δυτικής πεζογραφίας μέχρι σήμερα, διαπιστώνουμε βαθμιαία ελάττωση τόσο στον αριθμό των ηρώων που προκύπτουν μέσα από τα βιβλία, όσο και στο πόσοι άνθρωποι [αναγνώστες και μη] τους αναγνωρίζουν γι’ αυτό που είναι. Πρόχειρο παράδειγμα με την παράθεση ηρώων σε φθήνουσα σειρά κατά προσέγγιση ως προς τη χρονολογία που επινοήθηκαν: Οδυσσέας, Δον Κιχώτης, Άμλετ, Γιάννης Αγιάννης, Μαντάμ Μποβαρί, Άννα Καρένινα, Ρασκόλνικοφ, κα Ντάλαγουέι, Ηρακλής Πουαρώ. Δεν θα αποφύγουμε να δώσουμε αντίστοιχα ονόματα και από την ελληνική πεζογραφία με πρώτη τη Φραγκογιαννού, την πάπισσα Ιωάννα, την κοντέσσα Βαλέραινα, τη Νίνα, τη Λωξάντρα, την κα Κούλα και –ίσως την τελευταία εμβληματική ηρωίδα–, τη Ραραού.
Αρχικά η τυπογραφία κι έπειτα η έλευση της φωτογραφίας, της καταγραφής και αναπαραγωγής του ήχου και φυσικά του κινηματογράφου, έστρεψαν το σύνολο των επιστημών σε ανακαλύψεις και εφευρέσεις που άλλαξαν τη ζωή των ανθρώπων στη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Ηγετικές και ηρωικές φυσιογνωμίες ανέκαθεν υπήρχαν αλλά το πεδίο δράσης τους ήταν πεπερασμένο και η φήμη τους κάποια στιγμή έσβηνε στον χρόνο. Αρχικά η τυπογραφία κι έπειτα η έλευση της φωτογραφίας, της καταγραφής και αναπαραγωγής του ήχου και φυσικά του κινηματογράφου, έστρεψαν το σύνολο των επιστημών σε ανακαλύψεις και εφευρέσεις που άλλαξαν τη ζωή των ανθρώπων στη διάρκεια του 20ου αιώνα, τόσο όσο δεν είχε αλλάξει εδώ και πολλούς αιώνες.
Λαμπερές καλλιτεχνικές προσωπικότητες, επιστήμονες με ασύλληπτο βαθμό ευφυΐας, ηθοποιοί του –αμερικανικού κατά βάση– κινηματογράφου, τραγουδιστές-περφόρμερ από τον χώρο του ροκ εν ρολ, των μπλουζ, της τζαζ και της όπερας ήταν τα νέα είδωλα με εκατομμύρια φανατικών ανά τον κόσμο να παρακολουθούν και να ενημερώνονται από τον τύπο και τα περιοδικά για τις –καλλιτεχνικές και κοινωνικές– κινήσεις τους.
Και όσο τα χρόνια περνούσαν, η διαπίστωση ήταν πια ξεκάθαρη: τα μυθιστορήματα –ελληνικά και μεταφρασμένα– δεν τροφοδοτούσαν πια το πλατύ αναγνωστικό κοινό με ξεχωριστούς ήρωες, με είδωλα με τα οποία ακόμα και αν δεν μπορούσαν να ταυτιστούν, ήταν έτοιμοι να θαυμάσουν.
Δανειζόμενη μεθόδους από την ιστορική έρευνα και το ερευνητικό ρεπορτάζ, καθώς και ποικίλες κοινωνιολογικές, ψυχαναλυτικές ή και θεολογικές μεθόδους προσέγγισης των ιστοριών της, τοποθετεί το ήδη γνωστό είδωλο, σε ένα γυάλινο περίβλημα όπου –επιτέλους!– θα μπορούμε να δούμε πώς είναι η καθημερινότητά του, οι μοναχικές στιγμές, οι ερωτικές σχέσεις, η οικογένεια και οι φίλοι, η προετοιμασία για τις μεγάλες επιτυχίες και τις ηχηρές αποτυχίες.
Η ανάγκη όμως του ανθρώπου να έχει κάπου ένα είδωλο –κάποιον που να αποτελεί την καλύτερη εκδοχή του εαυτού του, αυτόν τον μοναδικό που θα μπορούσε να γίνει αλλά δεν έγινε, αυτόν που με κόπο, πείσμα και προσπάθεια, θα μπορέσει ίσως να πλησιάσει και να αισθανθεί και ο ίδιος άξιος και σημαντικός–, η ανάγκη αυτή είναι τόσο ισχυρή και η λογοτεχνία τόσο «πονηρή» που σύντομα θα επιχειρήσει να περάσει όλα τα είδωλα της νέας εποχής στην επικράτειά της. Δανειζόμενη μεθόδους από την ιστορική έρευνα και το ερευνητικό ρεπορτάζ, καθώς και ποικίλες κοινωνιολογικές, ψυχαναλυτικές ή και θεολογικές μεθόδους προσέγγισης των ιστοριών της, τοποθετεί το ήδη γνωστό είδωλο, σε ένα γυάλινο περίβλημα όπου –επιτέλους!– θα μπορούμε να δούμε πώς είναι η καθημερινότητά του, οι μοναχικές στιγμές, οι ερωτικές σχέσεις, η οικογένεια και οι φίλοι, η προετοιμασία για τις μεγάλες επιτυχίες και τις ηχηρές αποτυχίες.
![]() |
![]() |
Διατρέχοντας την ελληνική πεζογραφία των τελευταίων δεκαετιών, αναζητώντας τέτοιους ήρωες, θα αναφέρουμε αρχικά τα αφηγήματα του Θωμά Κοροβίνη, ο οποίος έχει τοποθετήσει σε αρκετά από τα βιβλία του ως κεντρικό ήρωα, κάποιο πραγματικό πρόσωπο, συχνά παρεξηγημένο: O γύρος του θανάτου (εκδ. Άγρα) (για τον Αριστείδη Παγκρατίδη, τον «Δράκο του Σέιχ Σου»), Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου (εκδ. Άγρα), Ο Μάρκος στο χαρέμι (εκδ. Νησίδες) (για τον Μάρκο Βαμβακάρη), Το πρώτο φιλί (εκδ. Άγρα) (για τον Γεώργιο Βιζυηνό), Το αγγελόκρουσμα (εκδ. Άγρα) (για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη), Μπέμπης (εκδ. Άγρα) (για τον ρεμπέτη Δημήτρη Στεργίου) και Σκίρτημα ερωτικόν (εκδ. Άγρα) (για τον Κ.Β. Καβάφη). Ο Καβάφης δεν ανήκει, για την ακρίβεια, στους παρεξηγημένους ποιητές αλλά η κρυπτική του προσωπικότητα και το σπουδαίο του έργο, προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις και υποκειμενικές ερμηνείες. Μια από αυτές και η επιτυχημένη και βραβευμένη εκδοχή της Έρσης Σωτηροπούλου Τι μένει από τη νύχτα (εκδ. Πατάκη). Σε αντίστοιχο πνεύμα κινείται και το μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη Ο φοίνικας (εκδ. Πατάκη), το οποίο είναι εµπνευσµένο από τον έρωτα της Εύας Πάλµερ και του Άγγελου Σικελιανού, αλλά όχι προσηλωµένο στα αληθινά γεγονότα. Εκτός από το κεντρικό ζευγάρι των πρωταγωνιστών ένα πλήθος ιστορικών προσώπων –ή µυθιστορηµατικών αντανακλάσεών τους– παρελαύνει στις σελίδες του: από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Κωστή Παλαµά και την Κυβέλη έως τον Κώστα Καρυωτάκη, τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο και τον Μάρκο Βαμβακάρη. Ο Μένης Κουμανταρέας στη νουβέλα του Θυμάμαι τη Μαρία (εκδ. Καστανιώτη) εμπλέκει στην ιστορία του με τρόπο καταλυτικό τη Μαρία Κάλλας και κάποια χρόνια μετά στο βιβλίο του Το σόου είναι των Ελλήνων (εκδ. Κέδρος) θα ξεχωρίσει η πρώτη νουβέλα στην οποία πρωταγωνιστούν και συναντιόνται ο Κ.Π. Καβάφης με τον Δημήτρη Μητρόπουλο.
![]() |
![]() |
Μια εξαντλητική καταγραφή των πεζογραφικών κειμένων, τα οποία βασίζουν τον κεντρικό τους ήρωα, όχι απλώς σε πραγματικό πρόσωπο αλλά σε αναγνωρισμένη προσωπικότητα θα είχε ενδιαφέρον, αλλά δεν μπορεί να γίνει σε ένα κείμενο σας κι αυτό.
Θα σταθούμε όμως σε τρία νέα βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, τρία φιλόδοξα εγχειρήματα γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, για δύο iconic μορφές του θεάτρου, του κινηματογράφου και ευρύτερα του νεοελληνικού πολιτισμού: τη Μελίνα Μερκούρη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Ο Γιάννης Σκαραγκάς στη νουβέλα του Μελίνα (εκδ. Κριτική), παρουσιάζει την ηρωίδα του μέσα από έναν χειμαρρώδη μονόλογο, κατά τον οποίο αφηγείται, με τρόπο ποιητικό, την ιστορία μιας γυναίκας-σύμβολο. Ξεκινά από την πρώτη της ανάμνηση, που είναι η αίσθηση της παλάμης του παππού της, του Μεγάλου Σπύρου, όταν την έπαιρνε από το χέρι και πηγαίνανε στον κινηματογράφο.
Μέσα από τριάντα έξι μικρά κεφάλαια, τα χρόνια περνάνε, το μικρό κορίτσι γίνεται έφηβη, κόρη, φίλη, ερωμένη, σύζυγος, αγωνίστρια και με την ίδια θέρμη, σε κάθε φάση της ζωής της δίνει τη δική της εκδοχή για τον κόσμο που αλλάζει. «Ξεκινώντας από τα παιδικά της χρόνια μέχρι την πολιτική της δραστηριότητα στη Μεταπολίτευση, η αφήγηση εστιάζει σε αυτά που έκαναν τη Μελίνα Μερκούρη ένα διαχρονικό και βαθιά φεμινιστικό σύμβολο, εντός και εκτός Ελλάδας: στον ανεξάρτητο άνθρωπο, στην αιώνια έφηβη και κυρίως στη γυναίκα που αφοσιώθηκε στο ανθρώπινο και στο ονειρικό, κάνοντας γνωστό στον κόσμο το αίτημα ενός λαού για πολιτικές ελευθερίες και ανανέωση».
«Και μια μέρα που πήγαμε να επισκεφτούμε τον Καζαντζάκη στο σπίτι του στη Νότια Γαλλία, κατάλαβα ακριβώς πόσο τον βάραινε εκείνη η εξορία.
Γνωρίζαμε πόσο είχε προχωρήσει η ασθένειά του και ο Τζούλης τον ρώτησε γλυκά αν σκόπευε να γυρίσει στην Ελλάδα.
Εκείνος του απάντησε ότι δεν ήταν καλή ιδέα, αλλά ο Τζούλης επέμεινε.
“Δεν γίνεται να μη γυρίσεις”, του είπε πιεστικά.
Ο ένας κοίταξε τον άλλον, και ήταν σαν να συνεννοήθηκαν στη σιωπή για κάτι που δεν καταλάβαινα, αλλά έμοιαζε με αναγνώριση, δύο ανεπιθύμητων αντρών που μπορεί η πατρίδα τους να ήταν ολόκληρος ο κόσμος, τους πλήγωνε όμως η πιθανότητα να πεθάνουν όπου νά ’ναι. Και αυτή η σκέψη με έκανε να σφίξω τα χείλη. Η αγωνία της επιστροφής. Να αλλάζεις τόπο και χώμα στα πόδια σου, αλλά να θέλεις θα σε σκεπάσει αυτό που άφησες πίσω σου».
Ο Μάνος Καρατζογιάννης έγραψε τον θεατρικό μονόλογο Μελίνα στοπ-καρέ – Αναζητώντας τη σύγχρονη ελληνικότητα (εκδ Κάπαεκδοτική) επιχειρώντας να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα της Μελίνας Μερκούρη στην ολότητά της. Μελέτησε, είδε ξανά τις ταινίες της, αναζήτησε δημοσιεύματα από κάθε χρονική περίοδο και κατέληξε σε δεκατρείς εικόνες και ισάριθμες αφηγήσεις: η μικρή Μελίνα-Αμαλία, η έφηβη, η γυναίκα, η αγωνίστρια, η Μπλανς, η Στέλλα, η Ίλλυα, η Φαίδρα, η Μήδεια, η Κλυταιμνήστρα, η Υπουργός Πολιτισμού, η στωική Μελίνα του Μεμόριαλ, όλες τους όψεις «της τελευταίας Ελληνίδας θεάς».
Περισσότερο γήινη και παθιασμένη, άφοβη και θυμωμένη, η Μελίνα του Καρατζογιάννη ζωντανεύει γλαφυρά εικόνες της συλλογικής μνήμης, αποτυπώνοντας με ακρίβεια τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα, ενώ παράλληλα ενισχύει τον μύθο φέρνοντάς τον ακέραιο μέχρι τις μέρες μας.
Ο Μάνος Λαμπράκης στο βιβλίο του Το χαμένο ημερολόγιο της «άλλης» (εκδ. Αστάρτη) επιχειρεί να φωτίσει μια πιο προσωπική και πιο σκοτεινή πλευρά της Αλίκης Βουγιουκλάκη, αυτής της «άλλης», που δεν βγήκε ποτέ στα φώτα της δημοσιότητας, παρά μόνο υπήρχε σε ένα χαμένο ημερολόγιο που κρατούσε η ίδια. Εξήντα δύο χειρόγραφες σελίδες από εκείνο το ημερολόγιο, συνθέτουν το βιβλίο του Λαμπράκη. Και μέσα από αυτές τις σελίδες μια «άλλη» Αλίκη: σκληρή, απογοητευμένη, θυμωμένη, που αυτοσαρκάζεται, που οικτίρει τον εαυτό της για όσα δεν έκανε και την ίδια στιγμή υπερασπίζεται τις επιλογές της. Σίγουρη για το ταλέντο της, θλιμμένη για την αγάπη που μοίρασε, εκστασιασμένη και ταπεινή μπροστά στο μεγαλείο του θεάτρου.
«Το 1973 μου τηλεφωνεί ο Τσαρούχης ένα βράδυ και με προσκαλεί σε μια παράσταση η οποία έχει χαραχτεί με πάθος σπάνιο μέσα μου. “Έλα να δεις γιατί η Υποκριτική είναι η Επιστήμη η μεγαλύτερη”. Καταφτάνει ένα βράδυ Δευτέρας μαζί με τον Ιόλα στο σπίτι μου. Τη Χριστίνα Τσίγκου δεν είχα προλάβει να τη δω στην πρώτη της εμφάνιση ως Γουίννυ στις “Ευτυχισμένες μέρες” το 1996.
Θέατρο Αθηνά. Πρώτη σειρά. Βρίσκομαι μπροστά σε ένα θαύμα. Η τέλεια αναπαράσταση μιας υπερφυσικής υποκριτικής. Σκέφτομαι πως σε ολόκληρη την καλλιτεχνική μου πορεία μόνο αυτοσχεδιάζω. Ψιμυθιωνόμουν… εδώ μπροστά μου έχω αναπλασμένο το πιο ρεαλιστικό ρεύμα χειροπιαστής υποκριτικής. Στο καμαρίνι της προσκυνάω τα χέρια… δεν το έχω κάνει ούτε στην Παξινού αυτό… Μιλάμε για αρκετή ώρα στα γαλλικά».
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.