Ο νεκρός ζει όσο συνεχίζει να ζει το όνομά του. Το όνομα είναι η ελάχιστη ζωή του άσημου νεκρού, που όμως δεν είναι ανώνυμος. Τα τέκνα είναι οι συνεχιστές της ζωής του νεκρού, όχι τόσο γιατί φέρουν το όνομά του, όσο γιατί το μνημονεύουν. Μα κι ο άτεκνος με καλούς φίλους που μετά τον θάνατό του θα πίνουν κρασί στο όνομά του, κι ο αγαπητός άνθρωπος, έχουν εξασφαλίσει τη μεταθανάτια ζωή, κληροδοτώντας το όνομά του σε χείλη που δεν θα πάψουν να το προφέρουν.
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Στην προσκομιδή στην εκκλησία, όσοι έχουν νεκρούς προς μνημόνευση δίνουν ένα χαρτί με το όνομά τους, και μέσ’ από τα χείλη του ιερέα, μαζί με τη συγχώρεση των αμαρτιών τους, τους δίνεται η ζωή που χαρίζει η εκφορά του ονόματός τους. Αντίθετα με το βραδινό προσκλητήριο, όπου οι σκαστοί είναι αδικαιολογήτως απόντες, κανένας δεν είναι αδικαιολογήτως απών εδώ – όλοι οι νεκροί είναι παρόντες.
Όσο ακούγεται το όνομα, ο νεκρός ακόμα ζει. Όταν πάψει να λέγεται, η λήθη σφραγίζει τον τάφο.
Ένα τέτοιο προσκλητήριο υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων είναι ο Νεκρόδειπνος του Τάκη Σινόπουλου. Το ποίημα κλείνει με τους στίχους «Πώς μες στην έρημη εκκλησιά, μ’ άνθη πολλά / στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός». Μα ο Σινόπουλος στο ποίημά του καλεί τους τεθνεώτες από τη λησμοσύνη του τάφου με επίκληση του ονόματός τους. Και συμβαίνει ένα παράδοξο: τούτοι οι αφανείς, μα πλέον όχι ανώνυμοι νεκροί, επειδή ανασταίνονται φορώντας μόνο το όνομά τους, γδυμένοι από καθετί άλλο, αποχτούν διάσταση μυθική· σαν να μην είναι πως είχαν ζωή που τώρα δεν αξίζει να αναφερθεί κι έτσι δεν αναφέρεται, μα απεναντίας λες κι είχαν μια ζωή τόσο σπουδαία, ώστε αρκεί η επίκληση του ονόματός τους. Ποιος είναι ο Κονταξής, ο Πόρπορας, ο Μάρκος, ο Γεράσιμος, ο Μπίλιας, ο Γουρνάς, ο Φάκαλος, ο Σαρρής, ο Τσάκωνας, ο Φαρμάκης, ο Τορέγας, κι όλοι οι υπόλοιποι μνημονευόμενοι στον «Νεκρόδειπνο»; Τι μυθικά πρόσωπα είναι, που το όνομά τους μεγεθύνεται ώστε να αναπληρώσει μια αμνημόνευτη ζωή – μια ζωή που δεν χρειάζεται να μνημονευτεί, γιατί αρκεί το όνομα;
Και ποιοι ήταν οι Εχέπωλος, Ελεφήνωρ, Λεύκος, Δημοκόων, Διώρης, Όδιος, Φαιστός, Σκαμάνδριος, Φέρεκλος, Πηδαίος, Υψήνωρ, Αστύνοος, και οι δεκάδες άλλοι νεκροί του Τρωικού Πολέμου, που ανασύρει η Άλις Όσβαλντ από τη λήθη του λησμονημένου ονόματός τους, για να τους ντύσει με τη σάρκα του επικαλεσθέντος τους ονόματος στο Μνημείο Πεσόντων (μεταφρασμένο όμορφα από τη Μυρσίνη Γκανά); Πριν από την κατακλείδα της ζωής τους, από «το πρόσωπο που το διαπέρασε δόρυ σαν να ’ταν φρούτο», «το ακόντιο στο γλουτό, που η αιχμή τού τρύπησε την κύστη», τι έκαναν, ποιοι ήταν; Ή συνοψίζεται όλη τους η ζωή σ’ ένα όνομα κι έναν βίαιο θάνατο; Κι αν μένει όμως μονάχα το όνομα του ανθρώπου, μένει ο άνθρωπος. Και ως επωδός στον καθέναν, στο Μνημείο πεσόντων, μια ποιητική εικόνα ζωγραφίζεται, βάζοντας τον άνθρωπο μέσα σ’ έναν πλατύ κύκλο ζωής που περνά σαν πνοή και θανάτου που, αν η τύχη το φέρει, αφήνει πίσω του ένα όνομα: Πάνδαρος («ένα δόρυ που έριξε ο Διομήδης κι έσπρωξε δυνατά η Αθηνά τον χτύπησε ανάμεσα στα μάτια», κι έπειτα: «Όπως η βελανιδιά που τη χτυπά ο κεραυνός […]»), Ακάμας («δέχτηκε ένα χτύπημα στο κράνος, η λόγχη συνέχισε μέχρι το κρανίο βουτηγμένη στο σκοτάδι», κι έπειτα: «Όπως εκείνη τη στιγμή κίνησης αργής όπου η γυναίκα ζυγίζει το μαλλί […]»), κ.ο.κ., σε τούτο το βραδινό προσκλητήριο των ομηρικών κεκοιμημένων.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
→ Στην κεντρική εικόνα η Helen Morse από το θεατρική διασκευή του ποιήματος της Alice Oswald, η οποία θα παρουσιαστεί στο Barbican Theater από τις 27 μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου.