Της Άννας Μιχαλιτσιάνου
Την Τροία κατέλαβαν χρηματιστές ειδωλολάτρες σε συνεργασία με ένθεν (δεξιούς) κακείθεν (αριστερούς) Ηρακλειδείς παλαιών στερεοτύπων και με τεχνάσματα προκάλεσαν άπνοια στο Αιγαίο. Ακινητοποιημένη έδειχνε η σχεδία της Documenta 14. Καλλιτέχνες και διοργανωτές φύσηξαν μ’ όλη τους τη δύναμη, έταξαν στο βωμό του Μαΐστρο, ενώ χέρια και πόδια δούλεψαν σαν κουπιά κερδίζοντας το ταξίδι στην αναζήτηση της νέας εικόνας.
Η Αθήνα-Κάσσελ 2017 Documenta 14 «Learning from Athens» ήταν σαν φευγαλέο χάδι, μια χαραμάδα φωτός στην μακριά μας νύχτα. Ο ευφυής διευθυντής Άνταμ Σίμτσεκ διάλεξε την Αθήνα, τον πιο αδύναμο κρίκο της Ευρώπης, για την εκκίνηση της φημισμένης έκθεσης, σκέψη στρατηγικά εύστοχη και δυναμική, την οποία -όπως φάνηκε- δούλεψε μεθοδικά και με μεράκι η ομάδα του (έλληνες και ξένοι) με εξαιρετικά οφέλη για μας.
Τι επεδίωξαν; Να διατηρήσουν τον πολιτικό χαρακτήρα της, να ευαισθητοποιηθεί περισσότερο ο κόσμος –μέσω έργων και κειμένων– στη συνεχιζόμενη εξοντωτική οικονομικά και κοινωνικά αδικία, και να αναδειχθούν νέοι καλλιτέχνες από τα πέρατα της γης. Ο Σίμτσεκ ανακάτεψε την τράπουλα, άφησε τα υλικά να δράσουν ελεύθερα και κατά βούληση, θέλοντας να προκαλέσει πολλαπλές αναγνώσεις. Ταυτόχρονα όμως δεν έπρεπε να ξεχνάει ότι η «σύγχρονη τέχνη» παραμένει εξωτικό φρούτο στην Ελλάδα, με πολέμιους ορκισμένους στην εσωστρέφεια μιας ψευδούς και παρωχημένης ασφάλειας. Επιπρόσθετα, είχε απέναντί του ένα ιδιαίτερο κοινό που μαρτύρησε, υπέστη την καταστροφή, θυσίασε και προσέφερε ό,τι του περίσσευε στη νέα οδυνηρή πραγματικότητα και όχι κεντροευρωπαίους.
Κρατώντας την κάρτα πολλαπλών διαδρομών, αναζήτησα σε Αθήνα και Κάσελ την αλήθεια πίσω από το αυτονόητο, στην εσωτερικότητα της εικόνας που θα μου άνοιγε χαραμάδα στην καθημερινή όραση. Παραδόθηκα στους ήχους, στάθηκα στα θραύσματα των βιωμένων αντικειμένων, στον εγκιβωτισμό ή την άσκεπη παράθεσή τους, που υποδήλωνε τη χρήση αλλά όχι την καταγωγή. Στην εμφανή ζωγραφική αμηχανία της εικόνας, την οποία ο καλλιτέχνης επιχειρούσε να αποφύγει (συχνά) μέσω της γραφής –όχι με την εικαστική διάσταση αλλά με το σλόγκαν–, αναρωτήθηκα συχνά αν ήταν εύστοχη η επιλογή των έργων. Τέλος, κάποια έργα –σε Αθήνα και Κάσελ– έπεσαν στην παγίδα ενός άσεμνου σχολιασμού της πραγματικότητας, με την έννοια ότι δεν προσέφεραν και δεν περιείχαν τίποτα να δεις, να υποθέσεις ή να φανταστείς, καθώς το προφανές κυριαρχούσε. ‘Όμως η διοργάνωση, στο σύνολό της, έδειξε να αντιστέκεται στον τεχνολογικό πειρασμό και να αναζητά την αλήθεια.
Στο Κάσελ, η ελληνική τέχνη
Κάσελ, Πέμπτη 22 Ιουνίου, στη διαδρομή από το αεροδρόμιο ώς το κέντρο η συχνή σηματοδότηση "Documenta 14 Athens-Kassel”, υπενθυμίζει το γεγονός. Fridericianum. Πολύς κόσμος. Πάρα πολύς. Μια σιωπηλή χαρά με κάνει να χαμογελώ. “Αντίδωρο". Προχωρώ, Τάκις, Κουνέλης, Χρύσα, Σαμαράς, εξαιρετικό στήσιμο – ισχύει σε όλες τις αίθουσες και τους ορόφους. Συνεχίζω. Ξεχνιέμαι. Εκ των υστέρων συνειδητοποιώ ότι είδα έργα εξαιρετικά, ωραία, μέτρια και κακά, όπως ακριβώς συμβαίνει σε ένα οποιοδήποτε ευρωπαϊκό μουσείο. Απόλαυση και αντιρρήσεις δεν διέφεραν. Μ' άλλα λόγια, "ξέχασα" πως βλέπω τους δικούς μας. “Αυτό είναι, μουρμούρισα, έχουμε θαυμάσιους καλλιτέχνες και χρειαζόταν ένα διαφορετικό περιβάλλον για να το συνειδητοποιήσω, να δω τα έργα ανεξάρτητα από φορτίσεις και “διαπλοκές” σχέσεων, προσωπικές αντιπαραθέσεις ή ψευτοδιλήμματα του τύπου “ποιος είναι πιο σύγχρονος”.
Η σπίθα που έβαλε η διευθύντρια του ΕΜΣΤ Κατερίνα Κοσκινά άναψε φωτιά στον κάμπο. Η αποφασιστική διαπραγμάτευσή της κατάφερε να αποσπάσει το ιστορικό κτήριο Fridericianum, και να πραγματοποιήσει την μεγαλύτερη εξαγωγή σύγχρονης ελληνικής τέχνης στην Ευρώπη. (Ως χτες είχαμε την ευτυχία να ταξιδεύουν τα αρχαία και οι βυζαντινές εικόνες) Η Κατερίνα Κοσκινά με τους συνεργάτες της, Σταμάτη Σχιζάκη και Τίνα Πανδή γέμισαν ένα Μεγάλο (και σε μέγεθος) μουσείο –στο 1εκ. υπολογίζονται φέτος οι επισκέπτες– με έργα της συλλογής, διαμορφώνοντας μια συνολική και καθαρή εικόνα για την σύγχρονη ελληνική τέχνη στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Ωστόσο, “η μοχθηρία των πραγμάτων, ένας άσκοπος ανθρωπομορφισμός”[1] άφησε πικρή γεύση. Ένας ιδιότυπος αθηναϊκός εικαστικός εμφύλιος πυροδοτήθηκε. Η όλη σκηνοθεσία επικρίσεων και αντιπαραθέσεων μου θύμισε μια σκηνή από τον Γλάρο του Τσέχωφ, «Εσύ, βρήκες το δρόμο σου, ξέρεις που πας» λέει η αποτυχημένη θεατρίνα Νίνα στον Τρέπλιεφ, ο οποίος λίγο μετά αυτοκτονεί! Η ανωνυμία του «άκουσα», «είπαν», «κάποιος, κάπου, κάποτε», θανατηφόρο ζιζάνιο του λαϊκισμού, φθάνει εύκολα στην κακοήθεια και πέραν της λάσπης στον ανεμιστήρα επαναφέρει το «αλάθητο του Πάπα» (που και ο ίδιος Ποντίφικας αποφεύγει). «Όταν αποφασίσουμε να αποτινάξουμε μερικά πιστεύω που επιμένουν στην έλλειψη κατανόησης θα είμαστε κομμάτι περισσότερο έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε το μηδέν» [2], γιατί ακόμη κι αυτό περιέχει τη μυθολογία του.
* Η ΆΝΝΑ ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΥ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.