Της Μυρένας Σερβιτζόγλου
«Το φιάσκο της ζωής μας, η σκληρή φάρσα του εφήμερου», έγραφε ο Παπαγιώργης, «έγκειται στο γεγονός ότι πρέπει να θεωρήσουμε ισχυρά τεκμήρια ζωής τις λαθραίες στιγμές που ένας φίλος έζησε ή λησμόνησε πλάι μας, χωρίς να έχει την πρόθεση να τις υπογράψει σαν διαθήκη. Το τυχαίο άναμμα της στιγμής, το συμπτωματικό και το ακούσιο αποκτούν ξαφνικά κύρος κωδίκελων». Με την πένα του πολύπειρου, ο Παπαγιώργης είχε μαντέψει και το ανέφικτο του έρωτα. «Έρωτες και κουραφέξαλα. Απλώς τους ζουν άμαθοι άνθρωποι, κατάλληλοι δηλαδή για να τρελαθούν από τα βάσανα της καρδιάς που τυφλώνεται, λατρεύοντας τις παραισθησιογόνες στερήσεις της». Η φιλία του έρωτα, ο έρως της φιλίας, κι εμείς στην κόψη του χιάσματος.
Έρωτας είναι η ψυχική συγγένεια μεταξύ ανθρώπων που εργάστηκαν, αισθάνθηκαν, κόπιασαν και αγάπησαν ομοθυμαδόν. Είναι έρωτας κι όχι αγάπη ή οικογένεια, διότι έρωτας είναι η ηθελημένη αγάπη, είναι η επιλεγμένη οικογένεια. Κατά τον τρόπο που στα αλβανικά, όπως μου εξηγούσε φίλος, δεν υπάρχει η λέξη αγάπη, μήτε σ’ αγαπώ, υπάρχει μόνο σε θέλω.
Από παιδί αισθανόμουν ο έσχατος άνθρωπος της γης. «Και γω το ίδιο πάντα νιώθω», μου απαντούσε κάθε φορά που υπερέβαινα εσκαμμένα, προβαίνοντας σε άτσαλες εξομολογήσεις.
Από παιδί αισθανόμουν ο έσχατος άνθρωπος της γης. «Και γω το ίδιο πάντα νιώθω», μου απαντούσε κάθε φορά που υπερέβαινα εσκαμμένα, προβαίνοντας σε άτσαλες εξομολογήσεις. «Υπάρχει το καλό», συμπλήρωνε, «το έχω ακούσει, υπάρχει, απλώς εμάς μας πάει πάντα έτσι». Αυτό το «και γω το ίδιο πάντα νιώθω», από έναν άνθρωπο του οποίου η ευφυΐα, το ήθος και η κρίση σε έκαναν ανηλεώς να εν-τρέπεσαι, σε συνδυασμό με το «υπάρχει το καλό, το έχω ακούσει, υπάρχει», μου έφταναν να βαλαντώσω.
Θα θυμάμαι πάντοτε τον τρόπο που άνοιγαν λίγο παραπάνω τα μάτια του, όταν αντιλαμβανόταν ότι εξέθετα τον εαυτό μου. Το ότι με βοηθούσε κάθε φορά που βρισκόμουν σε ανάγκη, με ένα τρόπο που δεν επέτρεπε ευχαριστώ. Οι ατάκες του θα βουίζουν στα αυτιά μου όσοι ωκεανοί και όσες ήπειροι κι αν μας χωρίζουν ή μας ενώνουν. «Μα τι γίνεται τελικά, μόνο εγώ πιστεύω στον γάμο;». Είχε καρφώσει στον τιρανέζικο αέρα ένα Σάββατο μεσημέρι, καθώς σχολιάζαμε τα τρέχοντα αισθηματικά ήθη. Αυτός ο αψεγάδιαστος τεχνοκράτης, ευρωπαϊκών και διεθνών προδιαγραφών, του οποίου ακόμη και οι πιο λεπταίσθητες κινήσεις, όταν το επαγγελματικό πρωτόκολλο στενεύει ασφυκτικά, έχουν ένα αγλάισμα από αμερικανικό κινηματογράφο, λατρεύει τα ντραμς, τον σκύλο του, και όλη του η ζωή είναι η γυναίκα του και ο μικρός του, που γεννήθηκε κατακαλόκαιρο «με δυο σπρωξιές μόνο».
Όταν έφυγε, και αυγάτισαν τα χιλιόμετρα και τα μίλια που μας χωρίζουν, αισθανόμουν ότι δεν με αγάπησε όσο θα ήθελα. Αλλά ποιος χορταίνει την αγάπη;
Όταν έφυγε, και αυγάτισαν τα χιλιόμετρα και τα μίλια που μας χωρίζουν, αισθανόμουν ότι δεν με αγάπησε όσο θα ήθελα. Αλλά ποιος χορταίνει την αγάπη; Όσες φορές, όμως, το έκανε, το έπραξε ακέραια. «Τρως τόσο deliberately, μου 'χει πει ένα μεσημέρι», αφήνοντας με άφωνη. Τα αγγλικά ήταν η «πρώτη» μητρική του γλώσσα, τα ελληνικά ήταν η «δεύτερη», αν εξαιρέσεις τα ιταλικά που μιλούσε έως την ηλικία των πέντε, και για τον λόγο αυτό, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα οι συμμαθητές του στο νηπιαγωγείο τον πείραζαν «Μουσολίνι». «Κάθε σου κίνηση είναι τόσο προμελετημένη, και συγγνώμη που παρατηρώ τον τρόπο που τρως».
Μόνο με τον άλλον κερδίζουμε ή χάνουμε τον εαυτό μας. Ο Παπαγιώργης μπορεί να μην πίστευε στους φίλους, την φιλία, όμως, την πίστευε απολύτως. Που σαν το θαύμα, κατά τον Montaigne, συμβαίνει σπάνια. «Το ανοίγω», θα μου πει από τηλεφώνου, όταν δει το κείμενο. «Tο υπέγραψες; Άντε να δούμε σε τι μπελάδες έβαλες πάλι τον εαυτό σου».
Την ημέρα που έφευγε, επέδειξε την σκληρότητα τελευταία στιγμή να 'ρθει να αποχαιρετίσει. «Friends for life, συμφωνείς; Πες μου, συμφωνείς;». Επέμενε δίχως να αφήνει περιθώριο. Ένευσα θετικά, για να μην προδώσει η φωνή τον λυγμό και χαμηλώνοντας το βλέμμα βιάστηκα να κλείσω την πόρτα.
Αν για τον Κούντερα, έρωτας δεν είναι η επιθυμία του να κάνεις έρωτα, αλλά ο μοιρασμένος ύπνος -η επιθυμία για την πράξη του έρωτα μπορεί να υπάρξει για πολλές γυναίκες, αλλά μόνο με εκείνη που αγαπάς θέλεις να μοιραστείς τον ύπνο σου-, το ίδιο συμβαίνει πάνω κάτω με τη φιλία. Φιλία δεν είναι ένας καφές, μία βόλτα, ένα γεύμα. Είναι το μοιρασμένο, το κοινό καρδιοχτύπι.
* Η ΜΥΡΕΝΑ ΣΕΡΒΙΤΖΟΓΛΟΥ είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας.