Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Υπάρχει ένα είδος βραχέος λόγου που ’ναι σύγχρονη τέχνη: εννοιολογική τέχνη που δεν χρειάζεται συνοδευτικές εξηγήσεις γιατί το υλικό της είναι έτσι κι αλλιώς οι λέξεις, μα που συγγενεύει με κρυπτικούς καμβάδες και ανερμήνευτες εγκαταστάσεις σε μια γκαλερί τέχνης – και που επίσης με έναν τρόπο είναι το γλωσσικό αδελφάκι των εικόνων του νέου ελληνικού «weird» κινηματογράφου· ως εκφραστές, και τα δύο, ενός πάντοτε διαλανθάνοντος zeitgeist.
Είναι κείμενα ολωσδιόλου προσωπικά, μα και το πρόσωπο, ακόμα, είναι σύμβολο – κι είναι πάντοτε ένα, ο απογυμνωμένος εαυτός μοιρασμένος σε φιγούρες με αλλιώτικο κάθε φορά προσωπείο.
Τα πάντα εδώ είναι συμβολικά: το φαΐ δεν είναι ποτέ ζεστό ψωμί. Οι λέξεις δεν δίνουν τη στρογγυλεμένη αίσθηση του προφορικού λόγου. Είναι κείμενα ολωσδιόλου προσωπικά, μα και το πρόσωπο, ακόμα, είναι σύμβολο – κι είναι πάντοτε ένα, ο απογυμνωμένος εαυτός μοιρασμένος σε φιγούρες με αλλιώτικο κάθε φορά προσωπείο. Βρίσκονται στον αντίποδα του μυθοπλάστη λογοτέχνη, του storyteller που στο μυαλό του κουβαλάει έναν ολόκληρο θίασο από πρόσωπα. Εδώ, υπάρχει μονάχα αυτός που γράφοντας ψηλαφεί μέσα του κάτι που στην ουσία τού είναι άγνωστο, σαν ξένο σώμα ιδωμένο με την άκρη του ματιού. Η ξερή ποιητικότητά τους είναι σαν άμμος που, όμοια με τριμμένο γυαλί, στο άγγιγμά της γδέρνει το δέρμα.
Όπως στα σύντομα κείμενα στη συλλογή Τα μαλλιά του Φιν, Πόλις 2014, της Εύας Στεφανή (άλλωστε είναι εικαστικός, που εδώ το υλικό της είναι οι λέξεις), παραδείγματος χάρη στην «Πρωτοχρονιά»:
«Πρωτοχρονιά και δεν έχουμε βασιλόπιτα. Είναι όλα κλειστά. Προσφέρω το αριστερό μου στήθος που είναι ζεστό σαν τσουρέκι. Ο μπαμπάς το χαράζει με το μαχαίρι. “Του Χριστού, του φτωχού, του σπιτιού, του μπαμπά, της μαμάς, του αδερφού, της αδερφής. Και του χρόνου να ’μαστε καλά”».
Ή σ’ όσα βραχέα γραπτά έχει τύχει να διαβάσω της Ούρσουλας Φωσκόλου, που τώρα κυκλοφορεί την πρώτη της συλλογή, Το κήτος, (εκδ. Κίχλη). Ένας από τους ποιητικούς της γρίφους, από τον ιστότοπο Φρέαρ, είναι το «Στην κοιλιά»:
«Κάποιο πρωινό της παιδικής μου ηλικίας, άρπαξα το μαχαίρι του ψωμιού κι έκανα στην κοιλιά μου τέσσερις μικρές τομές. Ρόδινες στην άκρη και μισάνοιχτες, σαν πρόχειρα κλεισμένοι φάκελοι, ανέδιδαν μια μυρωδιά χωμάτινη και υγρή, λες κι είχε μόλις βρέξει. Έχωσα μέσα τους τα χέρια μου κι έβγαλα —δίχως πόνο— ένα βιβλίο με ποιήματα, ένα μικρό μολύβι, μία κανάτα δροσερό νερό και τη μορφή σου: πλασμένη με σκουρόχρωμο πηλό κι ανάγλυφη, γεμάτη αποτυπώματα δαχτύλων. Σαν κούκλα ψεύτικη σ’ έβαλα στην παλάμη και —ρίχνοντάς σου κάθε λίγο μια σταγόνα καθαρού νερού— ξεκίνησα, χαϊδεύοντας δειλά, να σε λειαίνω. Σχεδόν τριάντα χρόνια έπειτα, στέρεψε κείνη η δροσερή κανάτα. Όμως, εσύ να μη φοβάσαι: κάθε απόγευμα, περνώ τα δάχτυλα απ’ τα χείλη μου και με το σάλιο συνεχίζω, έτσι που κάθε κίνηση να μοιάζει με μικρό φιλί».
Και την ίδια αίσθηση (μ’ όλες τις διαφορές, εξυπακούεται, που απορρέουν από τις ξεχωριστές ευαισθησίες της καθεμίας συγγραφέως) δίνουν για παράδειγμα δύο βινιέτες από τον ιστότοπο litart, οι «Πρωτόπλαστοι» της Μελανίας Δαμιανού και «Το κάτω της γραφής» της Κατερίνας Χανδρινού .
Στο «Κάτω της γραφής», στο πρώτο μισό, δίνονται αποσπασματικά, ελλειπτικά οι εικόνες ενός καλοκαιριού· «κλειστές» και προσωπικές μ’ έναν απρόσωπο τρόπο, τόσο όσο οι εικόνες σ’ όνειρο:
«Είναι οι στροφές του χόρτου, στροφές του βάτου. Πολλές δηλαδή και χρυσές, με ρίζες χρυσές. Κι όσο έρχεσαι, απομακρύνεσαι. Το τέλος του δρόμου είναι ενδεικτικό. Το δωμάτιο είναι πενιχρό καθώς πρέπει. Μια ολόκληρη γωνία από ανέμους και τα σκαληνά τριγωνάκια των γύρω αυλών. Οι άνεμοι αφήνουν εγκύους τις κουρτίνες. Οι οικογένειες είναι μουγκές· θέλεις το απόγευμα να περάσεις από μπροστά τους, να δεις από κοντά πώς είναι μια μουγκή οικογένεια. Ο ήλιος στοχεύει καθέναν από τους δίσκους της σπονδυλικής σου στήλης […]».
Όλα τούτα τα βραχέα κείμενα είναι «γλωσσικές installations», γοητευτικές σαν αντικείμενα που συναντάς σ’ έναν έρημο τόπο και μπορείς κάπως να μαντέψεις τη χρήση τους, μα ποτέ μ’ απόλυτη σιγουριά.
Στους «Πρωτόπλαστους» υπάρχει το σκαρίφημα μιας ιστορίας, το αποτύπωμά της, ενώ η ίδια η ιστορία στην ουσία μένει άρρητη, γιατί ό,τι συμβαίνει δεν έχει ούτε πού ούτε πότε:
«[…] Σε περίμενα πολύ καιρό, πουλώντας τραπουλόχαρτα σε μια γωνιά του λιμανιού. Οι αχθοφόροι κουβαλούσαν κομμάτια κρέας μέσα σε ματωμένα πανιά ριγμένα στη πλάτη τους. Τι κρέας ήταν αυτό, κανείς δεν ήξερε […] Ζωγράφιζα ασταμάτητα πάνω σε σκληρά χαρτόνια τις τράπουλες που μου ζητούσαν δολοφόνοι και κλεπταποδόχοι. Έφτιαχνα βασιλιάδες που αυτοκτονούν στα μαύρα τους κελιά κι εκείνες τις βασίλισσες που στερημένες απ’ το ξίφος τους δηλητηριάζουν με πικρές σταγόνες τους άπιστους εραστές τους. Ένα πράσινο φυλλαράκι ήταν η υπογραφή μου, μόνο εσύ γνώριζες γιατί […]».
Όλα τούτα τα βραχέα κείμενα είναι «γλωσσικές installations», γοητευτικές σαν αντικείμενα που συναντάς σ’ έναν έρημο τόπο και μπορείς κάπως να μαντέψεις τη χρήση τους, μα ποτέ μ’ απόλυτη σιγουριά.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.