Ένα χρόνο μετά τα μαζικά τρομοκρατικά χτυπήματα, στις 13 Νοεμβρίου 2015, οι Γάλλοι πασχίζουν να συγχωρήσουν αλλά και να κατανοήσουν τα αίτια της ισλαμικής ριζοσπαστικοποίησης.
Του Θωμά Συμεωνίδη
Τα γεγονότα, δυστυχώς, είναι λίγο έως πολύ γνωστά: Το βράδυ της 13ης Νοεμβρίου 2015, έξι τρομοκρατικά χτυπήματα, αρχικά στο Σεν Ντενί και στη συνέχεια στο 10ο και 11ο διαμέρισμα του Παρισιού, προκαλούν τον θάνατο συνολικά 130 και τον τραυματισμό 413 ατόμων, μεταξύ των οποίων οι 99 πολύ σοβαρά. Το τέταρτο χτύπημα, στο συναυλιακό χώρο Μπατακλάν ήταν το πιο βαρύ: 90 άτομα θα χάσουν τη ζωή τους μεταξύ των οποίων και η Ελέν Μυγιάλ-Λερίς, μία τριανταπεντάχρονη γυναίκα που εργαζόταν ως μακιγιέζ και κομμώτρια στον χώρο της μόδας και του κινηματογράφου. Ο άντρας της, Αντουάν Λερίς, δημοσιογράφος στη France Bleu, αμέσως μετά την αναγνώριση του πτώματος της γυναίκας του, αποφασίζει να απευθύνει μία επιστολή στους δολοφόνους της, την οποία δημοσιεύει στη σελίδα του στο Facebook (διαβάζουμε την πρώτη από τις τέσσερις παραγράφους): Την Παρασκευή το βράδυ κλέψατε τη ζωή μίας ξεχωριστής ύπαρξης, της αγάπης της ζωής μου, της μητέρας του παιδιού μου, αλλά δεν θα έχετε το μίσος μου. Δεν ξέρω ποιοι είστε και δεν θέλω να μάθω, είστε ψυχικά νεκροί. Εάν ο Θεός για τον οποίο σκοτώνετε τυφλά μας έχει κάνει σύμφωνα με την εικόνα του, κάθε σφαίρα στο σώμα της γυναίκας μου θα ήταν μία πληγή στην καρδιά του. Μέσα σε μία μέρα, η ανάρτηση του Λερίς θα κοινοποιηθεί 100.000 φορές περίπου.
Στον μήνα που ακολουθεί, ο Λερίς αφιερώνεται στο παιδί του, ένα αγοράκι δεκαεπτά μηνών, και στο γράψιμο, δύο ασχολίες που θα του επιτρέψουν να πάρει μία απόσταση από τα εξωτερικά γεγονότα και να εστιάσει στον τρόπο με τον οποίο, αυτός και το παιδί του πλέον, θα συνεχίσουν τη ζωή τους, χωρίς την Ελέν. Στην αφήγηση που μας καταθέτει ο Λερίς, παρακολουθούμε αρχικά τον τρόπο με τον οποίο πληροφορείται για τα τρομοκρατικά χτυπήματα και την προσπάθειά του να επικοινωνήσει και στη συνέχεια να εντοπίσει την Έλεν, εστιάζοντας ταυτόχρονα στις απαιτήσεις που έχει η φροντίδα του μικρού παιδιού τους. Ο Λερίς, καταγράφει τις κινήσεις του, τις σκέψεις του, την επαφή του με τον οικογενειακό και κοινωνικό του περίγυρο, αλλά και την εμπλοκή του σε μία σειρά από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Αντιμέτωπος με όλα αυτά, ο Λερίς εσωτερικεύει τη θλίψη του σε μία προσπάθεια να οδηγηθεί ο ίδιος από μόνος του, σε εκείνη την άγνωστη, νέα σχέση που πρέπει να αποκαταστήσει με την Έλεν, η οποία θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και τη νέα μορφή που θα έχει η ζωή του.
Το βιβλίο του Λερίς θα κυκλοφορήσει
στα ελληνικά στις 14 Νοεμβρίου από τις
εκδόσεις Στερέωμα (μτφρ. Κατερίνα Σχινά).
|
Με εξαίρεση την ανοιχτή επιστολή που θα δημοσιεύσει στο Facebook και κάποιες σκέψεις περιμένοντας στο νεκροτομείο καθώς «πρέπει να δει την Έλεν», δεν υπάρχει καμία άλλη αναφορά στους δολοφόνους της. Ο Λερίς «δεν ξεχνά τίποτα και δεν συγχωρεί κανέναν». Πιστεύει όμως ότι η εστίαση στους ενόχους θα τον οδηγήσει στο μίσος και μακριά από όσα υπάρχουν ακόμα στη ζωή και αξίζουν τον κόπο. Ακόμα και αν το μίσος θα ήταν μία λυτρωτική διέξοδος για τον θυμό του, αναγνωρίζει ότι πρόκειται για μία παγίδα μέσω της οποίας η ζωή του θα χάσει αυτό το ελάχιστο αυτονομίας που της απομένει. Ο θυμός και το μίσος, το μόνο που θα καταφέρουν τελικά είναι να τον εξομοιώσουν με τους δολοφόνους της γυναίκας του, να τον καταστήσουν εξίσου «ψυχικά νεκρό». Αυτή η δημόσια στάση του Λερίς είχε πολύ μεγάλη απήχηση, σε μία Γαλλία που δοκιμαζόταν για δεύτερη φορά μέσα σε μία μόνο χρονιά, μετά τα τραγικά γεγονότα με επίκεντρο τη σατυρική εφημερίδα Charlie Hebdo, στις αρχές Ιανουαρίου του 2015. Ωστόσο, τα ερωτήματα ήταν και παραμένουν πολλά. Η στάση του Λερίς απέναντι στους δολοφόνους είναι βαθιά ανθρώπινη και μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητή. Ποιοι όμως ήταν αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί «οι ψυχικά νεκροί» που μπόρεσαν να προκαλέσουν τόσο πόνο;
Η αποκάλυψη των ταυτοτήτων των τριών δραστών της επίθεσης στο Μπατακλάν, όπως και στις επιθέσεις στη Charlie Hebdo, προκάλεσε οργή, θυμό, αλλά και μεγάλη αμηχανία στο εσωτερικό της Γαλλίας. Και στις δύο περιπτώσεις, η ανάληψη της ευθύνης έγινε από το επονομαζόμενο «Ισλαμικό Κράτος», ενώ οι δράστες ήταν Γάλλοι πολίτες οι οποίοι γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και σε μεγάλο βαθμό ριζοσπαστικοποιήθηκαν σε γαλλικό έδαφος. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισαν έως ένα βαθμό το Βέλγιο και η Αγγλία, με πολλές περιπτώσεις νέων ανθρώπων να ακολουθούν την ίδια διαδρομή η οποία περιλαμβάνει την ένταξη στους κόλπους του «Ισλαμικού Κράτους» και το πέρασμα στη Συρία. Από όλη τη συζήτηση σχετικά με την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά των δολοφόνων, ένα βασικό ερώτημα συνεχίζει να τροφοδοτεί το ενδιαφέρον: Ποιος είναι αυτός ο μηχανισμός («ριζοσπαστικοποίησης») που μπορεί και μεταμορφώνει νέους ανθρώπους κυριολεκτικά σε μηχανές αυτοκαταστροφής και μαζικού θανάτου;
Σε αυτό που έχει αποδοθεί ως η «γαλλική διαμάχη σχετικά με τον τζιχαντισμό» (βλ. το σχετικό άρθρο της Σεσίλ Νταμάς, στη Libération, 14.4.2016), βρίσκουμε, στον ένα πόλο, την άποψη που υποστηρίζει ότι ριζοσπαστικοποίηση είναι μία διαδικασία που μπορεί να προκληθεί στο εσωτερικό πολλών και διαφορετικών συμφραζομένων μεταξύ των οποίων και η θρησκεία. Στον άλλο πόλο, την άποψη ότι προκειμένου να κατανοηθεί η ισλαμιστική τρομοκρατία, πρέπει να ξεκινήσουμε αποκλειστικά και μόνο από τη θρησκεία. Στον πρώτο πόλο, προεξέχουν μορφές, όπως αυτή του Γάλλου καθηγητή και θεωρητικού του Ισλάμ, Ολιβιέ Ρουά, ο οποίος στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, Η τζιχάντ και ο θάνατος (Εκδόσεις Seuil, 2016), υποστηρίζει ότι έχουμε να κάνουμε με μία ισλαμοποίηση της ριζοσπαστικοποίησης, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει ο Ζιλ Κεπέλ, επίσης Γάλλος καθηγητής και θεωρητικός του Ισλάμ, προεξέχουσα μορφή του άλλου πόλου στη γαλλική διαμάχη για τον τζιχαντισμό, ο οποίος υποστηρίζει ότι το βασικό πρόβλημα είναι, αντιστρόφως, η ριζοσπαστικοποίηση του ισλάμ. Το ερώτημα λοιπόν για την εξάλειψη της ισλαμιστικής τρομοκρατίας μπορεί να διατυπωθεί με δύο εναλλακτικούς τρόπους: Πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στις ρίζες του κοινωνικού και πολιτικού μηδενισμού που εκφράζεται μέσα από μαζικές δολοφονίες και επιθέσεις αυτοκτονίας (ο ένας πόλος) ή, αντίθετα, πρέπει να αναζητήσουμε στο εσωτερικό του Ισλάμ τους λόγους της καταστροφικής δράσης του «Ισλαμικού Κράτους» (ο άλλος πόλος).
Στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Nouvel
Observateur φιλοξενείται «κατηγορώ»
του Gilles Kepel εναντίον της Αριστεράς
και των απόψεών της για το Ισλάμ.
|
Η ύπαρξη άλλων μορφών ριζοσπαστικοποίησης, πέραν της ισλαμικής, αποδυναμώνει σε μεγάλο βαθμό το επιχείρημα περί μίας εγγενούς βίας στην ουσία του Ισλάμ, ως αποκλειστικής αιτίας της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Και ταυτόχρονα, αποδυναμώνει μοιραία και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών (ισλαμιστικής) «από-ριζοσπαστικοποίησης» οι οποίες έχουν τεθεί σε εφαρμογή στη Γαλλία. Επίσης, τα ίδια τα χαρακτηριστικά των δραστών των τρομοκρατικών επιθέσεων, αποδυναμώνουν τις θέσεις που επιχειρούν να εξηγήσουν τη δράση τους αποκλειστικά με όρους ένταξης / μη ένταξης στη γαλλική κοινωνία, σύγκρουσης πολιτισμών, βιοτικού επιπέδου και καταγωγής – η οποία μπορεί να συνδεθεί με το επιχείρημα που σχετίζεται με το αποικιοκρατικό παρελθόν της Γαλλίας και τις τεταμένες σχέσεις κυρίως με την Αλγερία, από την οποία έχουν την καταγωγή τους πολλοί από τους δράστες. Αυτά τα στοιχεία, έρχονται να προστεθούν, σε μία σειρά από δεδομένα, τα οποία έχουν προκύψει από έρευνες και μαρτυρίες. Για παράδειγμα, ένας στους πέντε Γάλλους μαθητές λυκείων πιστεύει σε θεωρίες συνωμοσίας, στοιχείο το οποίο όχι μόνο είναι ενδεικτικό της απαξίωσης της δημόσιας πληροφόρησης, αλλά και της αδυναμίας να υπάρξει κριτική σκέψη και διαχείριση της πληροφορίας από όπου και αν προέρχεται. Επίσης: πολλοί από τους «μαχητές» δεν γνωρίζουν καν πού βρίσκεται η Συρία (βλ. σχετικά, Le Monde, 15.12.2015, Désarmé la haine (αφοπλίστε το μίσος), έρευνα της Μαρί-Μπεατρίς Μποντέ). Αντίστοιχα, σε μια άλλη έρευνα διαβάζουμε ότι πολλοί από τους «μαχητές» που επιστρέφουν από τη Συρία δεν γνωρίζουν ποιοι είναι οι πέντε βασικοί πυλώνες του Ισλάμ (βλ. σχετικά πάλι, Le Monde, 11.5.2016, την προδημοσίευση του για το βιβλίο Un furieux désir de sacrifice (Μία οργισμένη επιθυμία θυσίας) του Φετί Μπενσλαμά, καθηγητή στο Παρί-Ντιντερό).
Ο πόλεμος στη Συρία, η θρησκεία του Ισλάμ, είναι μόνο το πρόσχημα για να αποκτήσουν στέγη κάτω από ένα εξιδανικευμένο και φαντασιακό κέλυφος, νέοι άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση.
Αυτά τα στοιχεία, βέβαια, ενθαρρύνουν την άποψη ότι το «Ισλαμικό Κράτος», ο πόλεμος στη Συρία, η θρησκεία του Ισλάμ, είναι μόνο το πρόσχημα για να αποκτήσουν στέγη κάτω από ένα εξιδανικευμένο και φαντασιακό κέλυφος, νέοι άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση και απομόνωση από τη μία, αλλά την ίδια στιγμή, με έντονη ανάγκη να αποκτήσουν μια πολύ ισχυρή ταυτότητα και να συνδέσουν τον θάνατό τους με μiα «υψηλή» πράξη. Το «Ισλαμικό Κράτος» από την άλλη, εκμεταλλεύεται στο έπακρο αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις ανθρώπων: η μεταστροφή τους επιτυγχάνεται σε ελάχιστες μέρες, η καθοδήγησή τους είναι πλήρης και λαμβάνει τη μορφή, μεταξύ άλλων, δεκάδων sms που υπαγορεύουν το κάθε τους βήμα.
Η Ελέν Ερβουέ θα μαχαιρώσει στην τύχη, έναν άντρα, στην περιοχή της Εσόν, στη Γαλλία, τον περασμένο Σεπτέμβριο, λειτουργώντας ως «αυτόματο» κάτω από την καθοδήγηση δύο άλλων γυναικών, οι οποίες είχαν ενταχθεί στην ιεραρχία του «Ισλαμικού Κράτους». Η Ερβουέ μίλησε κατά την απολογία της για το γεγονός ότι «τρελαίνεται όταν βλέπει νεκρά παιδιά», «ότι ήθελε με αυτόν τον τρόπο να εκδικηθεί τον θάνατο όλων των νεκρών μουσουλμάνων», «για τον θυμό της απέναντι στη Γαλλία και ειδικά τον Φρανσουά Ολάντ» και «τους βιασμούς στο Μαλί από Γάλλους στρατιώτες». Λίγες εβδομάδες πριν την επίθεσή της με μαχαίρι συνέταξε υπό την καθοδήγηση ενός άντρα, επίσης ενταγμένου στο «Ισλαμικό Κράτος», τη διαθήκη της, γράμματα αποχαιρετισμού και έφτιαξε ένα βίντεο αλληλεγγύης προς το «Ισλαμικό Κράτος». Στη μητέρα της θα γράψει: «Μην θυμώσεις με αυτό που θα κάνω, φεύγω για να αναζητήσω μία Κατοικία στον Παράδεισο. Για τον Πιστό, οι πόρτες του θανάτου είναι οι πόρτες της Αληθινής Ζωής. Σε αγαπώ πολύ». Μερικές εβδομάδες αργότερα και μετά την επίθεσή της στην Εσόν, η Ερβουέ θα πει κατά την απολογία της: «Κοιτάζοντας προς τα πίσω, είχα μία καλή ζωή. Αλλά ίσως είναι εσωτερική δυσφορία. Είναι σύνθετο».
* O ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
Σκίτσο του Plantu που δημοσίευσε η Monde, για την επέτειο από τις επιθέσεις.
|