Του Δημοσθένη Αγραφιώτη
Στην δεκαετία του 1980, στην Ευρωπαϊκή Eπιτροπή αναπτύχθηκε φιλόδοξο ερευνητικό πρόγραμμα που είχε σαν στόχο να διερευνήσει το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είχε ως τίτλο: FAST – Forecasting & Assessment of Science and Technology. Αναπτύχθηκαν πολλά ερευνητικά έργα, άλλοτε σε σχέση μ’ ένα θέμα – πρόβλημα (π.χ. η εργασία), και άλλοτε σε αναφορά με μια προσέγγιση όπως η στάθμιση (assessment) ορισμένων τεχνολογιών (π.χ. βιοτεχνολογία) και άλλοτε με την αναζήτηση νέων πολιτικών (policies) όχι μόνο στο πλαίσιο της Ευρώπης αλλά και σ’ αυτό του παγκοσμιοποιημένου κόσμου. (Το θέμα «Τέχνη και νέες τεχνολογίες», χειρίστηκε ειδική ευρωπαϊκή ομάδα της οποίας το συντονισμό είχα εγώ προσωπικά.[3]).
Παράχθηκαν χιλιάδες σελίδες και έγιναν πολλές συναντήσεις για την επεξεργασία και διάχυση των αποτελεσμάτων. Σε θεωρητικό και μεθοδολογικό επίπεδο διαμορφώθηκαν νέες προτάσεις που θα μπορούσαν να καταταχθούν ως συνεισφορές στις επιστημονικές περιοχές: Προοπτική Διερεύνηση (Foresight), Πρόβλεψη (Forecasting), στάθμιση (assessment), αποτίμηση (evaluation) και αξιολόγηση (review)[1]. Μεταξύ των πολλών επιχειρημάτων τέθηκε το ζήτημα της επάρκειας επιστημονικής: Θεωρητικής και μεθοδολογικής της Στάθμισης (Assessment) και της Πρόβλεψης (Forecasting) σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δημιουργήθηκε ομάδα εργασίας (στην οποία ανήκα κι εγώ) από εμπειρογνώμονες από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Η εργασία αφιερώθηκε στην αναζήτηση των μελετών, άρθρων, ερευνητικών εκθέσεων και βιβλίων που γράφτηκαν στο όνομα της Στάθμισης και της Πρόβλεψης και στη συνέχεια να γίνει μια σύνθεση των προαναφερομένων κειμένων. Με την ανάλυση του συγκεντρωθέντος υλικού δεν διαπιστώθηκε αναφορά στην πιθανή πτώση – κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, μολονότι οι διεργασίες απορύθμισης του σοβιετικού μπλόκ είχαν αρχίσει από το 1985 και που κατέληξαν στην επίσημη διάλυση του (26/12/1991). Με τη δημοσίευση του Report, διαπιστώθηκε η πολιτιστική τυφλότητα των ειδικών. Στην ουσία, το ιστορικό γίγνεσθαι υπομόνευσε πολύ σοβαρά την επιστημονική εμβέλεια και εγκυρότητα των πεδίων γνώσης της Στάθμισης και της Πρόβλεψης. Βέβαια, στη συνέχεια έγιναν γνωστές οι εργασίες του ανθρωπολόγου – ιστορικού – δημογράφου Ε.Todd[4] που με τη μελέτη της επιδείνωσης των δεικτών της Δημόσιας Υγείας (από το 1976) προέβλεψε την πτώση. Επίσης οι εργασίες ρώσου Andrei Amalrik που έθεσε το ερώτημα αν η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να ξεπεράσει το χρονικό όριο 1984[5].
Κατά αναλογία με τα προαναφερόμενα της Σοβιετικής Ένωσης, διατυπώνεται το ερώτημα αν υπήρξαν κείμενα και μελέτες που είχαν προβλέψει τον ερχομό της κρίσης; Και αν ναι, γιατί οι έρευνες αυτές δεν απέτρεψαν μια ακόμη πολιτιστική τυφλότητα;
Εδώ και έξι χρόνια περίπου η Ελλάδα ζει στο ρυθμό της κρίσης και η «κρισιολογία» (crisiology) έχει αποκτήσει μέγεθος και ταχύτητα αύξησης (www.crisiology.org). Κατά αναλογία με τα προαναφερόμενα της Σοβιετικής Ένωσης, διατυπώνεται το ερώτημα αν υπήρξαν κείμενα και μελέτες που είχαν προβλέψει τον ερχομό της κρίσης; Και αν ναι, γιατί οι έρευνες αυτές δεν απέτρεψαν μια ακόμη πολιτιστική τυφλότητα;
Στις αρχές του 2000 και σε συνέχεια των εργασιών του FAST σ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αποφασίστηκε να εκπονηθούν ερευνητικά έργα με τη βοήθεια προσεγγίσεων της Προοπτικής Διερεύνησης (Foresight) με ορίζοντα το 2020 και υιοθετώντας την υπόθεση ότι η επιστήμη και η τεχνολογία θα ήταν οι κινητήριες δυνάμεις για τις μεταβολές και τις ανακατατάξεις σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο των Ευρωπαίων. Στη περίπτωση της Ελλάδας, η χρηματοδότηση του έργου έγινε κατά κύριο λόγο από την Ευρωπαϊκή επιτροπή και το 2021 επιλέχθηκε ως ορόσημο σε σχέση με την επανάσταση του 1821, υπήρξε μια προσδοκία η ενασχόληση των Ελλήνων με την επιστήμη, τεχνολογία και καινοτομία θα οδηγούσε σε μια αναγέννηση – επανάσταση παρόμοια μ’ αυτή του '21 [6].
Στην τελική έκθεση[7] καθώς και στο βιβλίο που εκδόθηκε στη συνέχεια[5] δίνονται όλες οι πληροφορίες σχετικά με το οργανωτικό σχήμα, τις υποθέσεις, τις μεθοδολογικές επιλογές και τα αποτελέσματα. Υπενθυμίζεται ότι εφαρμόστηκε η προσέγγιση της Προοπτικής Διερεύνησης της τελευταίας (τότε) γενιάς που προέβλεπε συλλογικές διαδικασίες, κοινωνική συμμετοχή, και τη διαμόρφωση σεναρίων σε πολλαπλά επίπεδα, έχοντας ως αξιώματα: πρώτο, δεν προβλέπουμε το μέλλον αλλά ετοιμάζουμε (και ετοιμαζόμαστε για) το μέλλον΄ δεύτερο, σύμφωνα με τα σενάρια, οι κοινωνικοί πρωταγωνιστές θα μπορούν να αντλούν ιδέες και λύσεις για τα ζητήματα – προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον.
Από τις εργασίες προέκυψαν τέσσερα σενάρια:
«Ο κήπος», «Δύο ταχύτητες ή θύλακες διαφοροποίησης», «Ανταγωνιστικό - φιλελεύθερο», «Καταστροφή-Κρίση / Αστάθεια – μείζων κίνδυνος». Κάθε σενάριο έδινε την περιγραφή της χώρας σε πολλά επίπεδά της: Θεσμοί – Διοίκηση – Πολιτική, Οικονομία – Επιχειρήσεις, Κοινωνία (αξίες – πρότυπα – συμπεριφορές), Έρευνα – Τεχνολογία – Καινοτομία. Στο τέταρτο σενάριο δίνονται οι κίνδυνοι (γεωπολιτικοί, τεχνολογικοί και φυσικοί) και σημειώνεται η «κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας» [6, σελ 60-1]. Οι διατυπώσεις – διαπιστώσεις της έρευνας παρουσιάστηκαν και σε δημόσιες συναντήσεις το 2004-5.
Είναι σαφές ότι πρόκειται για, μια ακόμη, πολιτιστική τυφλότητα αν ληφθεί υπόψη η ανέλιξη των πραγμάτων που συνιστά την ελληνική εκδοχή της κρίσης. Τίθεται αμέσως το ερώτημα: ποιοι είναι οι παράγοντες, οι αιτίες που συνέβαλαν σ’ αυτήν την ηθελημένη ή ασυνείδητη ή και ακόμη εθελοτυφλική στάση των νεοελλήνων;
Είναι σαφές ότι πρόκειται για, μια ακόμη, πολιτιστική τυφλότητα αν ληφθεί υπόψη η ανέλιξη των πραγμάτων που συνιστά την ελληνική εκδοχή της κρίσης. Τίθεται αμέσως το ερώτημα: ποιοι είναι οι παράγοντες, οι αιτίες που συνέβαλαν σ’ αυτήν την ηθελημένη ή ασυνείδητη ή και ακόμη εθελοτυφλική στάση των νεοελλήνων;
Θα δοθούν στη συνέχεια κάποιες υποθέσεις εργασίας ως εναύσματα για περαιτέρω έρευνα .
Οι μελέτες του μέλλοντος (Future Studies) και η Προοπτική Διερεύνηση (Foresight) επιτρέπουν την προετοιμασία ή την αναμέτρηση με το μέλλον με τη χρήση επιστημονικών μεθόδων. Το όλο εγχείρημα παραπέμπει στην αντίληψη του χρόνου και στη συμβατική διαίρεσή του (παρελθόν – παρόν – μέλλον). Για τους νέο-Έλληνες η διαίρεση δεν είναι τόσο σαφής και το πρώτο στοιχείο βαραίνει στα δύο υπόλοιπα καθώς οι αρχαίοι Έλληνες έχουν επιτύχει σημαντικές συνεισφορές στην υφήλιο, οι σύγχρονοι Έλληνες δεν χρειάζεται να συνεισφέρουν ξανά.
Οι πρακτικές και οι επιστήμες που σχετίζονται με την συλλογική και οργανωμένη δράση δεν έχουν ισχυρή παράδοση και υπάρχει σύγχυση για την εμβέλειά τους και τα όριά τους. Η σύγχυση ανιχνεύεται και στην απόδοση στα ελληνικά των όρων αγγλοσαξωνικής προέλευσης (π.χ. «review» και «evaluation» αποδίδεται με την ίδια λέξη «αξιολόγηση» αντί των όρων, αντίστοιχα: «αξιολόγηση» και «αποτίμηση»). Είναι σαφές ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές επιστημονικές περιοχές-πρακτικές[1], ωστόσο το ζήτημα έχει προκαλέσει «δραματική» σύγχυση σχετικά με την «αξιολόγηση» των στελεχών της εκπαίδευσης. Έτσι, η ελληνική εκδοχή του «foresight» έπρεπε να ξεπεράσει το εμπόδιο της μετάφρασης του όρου, προτάθηκαν, «προόραση», «προεικονιστική», «προεικονισμός» κ.ά. Τελικά επιλέχθηκε η «προοπτική διερεύνηση» (με δύο λέξεις) σε κάποια αντιστοιχία με τον γαλλικό όρο «analyse prospective».
Δεδομένης της ισχνής ή και ανύπαρκτης παράδοσης στο χώρο της Προοπτικής Διερεύνησης, τέθηκε με επίταση το μεθοδολογικό ζήτημα: Ποια γενιά μεθοδολογίας θα ήταν η πιο ενδεδειγμένη; Επιλέχθηκε η μέθοδος της 4-5ης γενιάς, δηλαδή, όχι Πρόβλεψη (Forecasting), κοινωνικό – θεσμική κινητοποίηση, σενάρια για μια ευέλικτη και ανοιχτή θεώρηση του μέλλοντος. Το επιστημολογικό άλμα ήταν τεράστιο και ο κίνδυνος αστοχίας εξίσου τεράστιος.
Πέρα από την ανυπαρξία παράδοσης, μη σαφούς εμπειρικής γνώσης από την εφαρμογή των μεθόδων, το ανοίκειο του όρου της προοπτικής διερεύνησης, υπήρξε μια ατμόσφαιρα «καθυποψίας».
Πέρα από την ανυπαρξία παράδοσης, μη σαφούς εμπειρικής γνώσης από την εφαρμογή των μεθόδων, το ανοίκειο του όρου της προοπτικής διερεύνησης, υπήρξε μια ατμόσφαιρα «καθυποψίας» καθώς η «παραγγελία», η προβληματική και η χρηματοδότηση είχαν ως πηγή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – μια ακόμη επέμβαση από εξωτερικό, την Ευρώπη, παρ’ όλο, που η ανάγκη για μια Προοπτική Διερεύνηση στο χώρο της έρευνας και τεχνολογίας είχε διατυπωθεί από τις αρχές τους 1980, σ’ όλες τις σοβαρές απόπειρες ενός στοιχειώδους προγραμματισμού της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας (R/D Policy). Οι πολιτικοί υπεύθυνοι είχαν συστηματικά αρνηθεί την πραγμάτωση μιας τέτοιας προσπάθειας, καθώς η λήψη αποφάσεων τους, δεν είχε μακροπρόθεσμους ορίζοντες και σπάνια στηρίζονταν σε σοβαρές μελέτες και έρευνες, αλλά και οι επιστήμονες, οι μηχανικοί και οι ερευνητές εύρισκαν την ιδέα της Προοπτικής Διερεύνησης άχρηστη («η επιστημονική ανακάλυψη δεν προγραμματίζεται») και στη χειρότερη περίπτωση, θεωρήθηκε ότι μια τέτοια δράση θα ήταν προάγγελος ελέγχου της ερευνητικής πράξης.
Η Προοπτική Διερεύνηση 4-5ης γενιάς προϋποθέτει την ενεργοποίηση του πολιτικο-θεσμικού πλαισίου (π.χ. υπουργεία), την ενεργό συμμετοχή ομάδων συμφερόντων-ενδιαφερόντων (π.χ. βιομηχανία) και τον «ενθουσιασμό» των επαγγελματιών στο χώρο της έρευνας και της τεχνολογίας (π.χ. Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα). Μολονότι, μέλη από τους προαναφερόμενους χώρους συμμετείχαν στις ομάδες εργασίας και συζήτησης, δεν δημιουργήθηκε μια «συμμαχία για το μέλλον». Όταν τελείωσε η συγγραφή των κειμένων, και σύμφωνα με τις προδιαγραφές του έργου, ακολούθησε μια φάση διάχυσης των αποτελεσμάτων: κανείς υπεύθυνος – πρόεδρος των πολιτικών κομμάτων δεν απάντησε θετικά για μια συνάντηση εργασίας με την ερευνητική ομάδα, αφού προηγουμένως έλαβαν αντίγραφο της τελικής έκθεσης. Οι συναντήσεις που έγιναν στα Πανεπιστήμια δεν είχαν τη πλήρη υποστήριξη των Ιδρυμάτων παρά μόνο τη βοήθεια μερικών στελεχών. Καθώς τα ανώτατα στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης δεν έχουν την ευχέρεια να χρηματοδοτήσουν ερευνητικά έργα για να θεμελιώσουν εισηγήσεις στους πολιτικούς προϊσταμένους τους, αγνόησαν την πρόσκληση για ένα δημόσιο διάλογο.
H σύγχρονη ελληνική κοινωνία αποφεύγει να κατασκευάσει καθρέπτες για να αναγνωρίσει την πορεία της και να επιχειρεί δραστηριότητες σε μακροπρόθεσμη προοπτική. Γεγονός που την οδηγεί σε αβλεψίες, σε χαλαρές στοχοθεσίες και σε λάθος προτεραιότητες, δηλαδή σε πολιτι(στι)κές τυφλότητες.
Η διαφοροποίηση των κινήτρων θεσμών και των «εμπειρογνωμόνων» ήταν τεράστια. Το πληροφοριακό σύστημα που διαμορφώθηκε δεν είχε τη πληρότητα και τη δυναμική για να ομογενοποιήσει τις έντονες διαφορές των συμμετεχόντων.
Σύμφωνα με τη μεθοδολογία όλοι οι συμμετέχοντες είχαν θεωρηθεί ως «εμπειρογνώμονες» (experts) στο όνομα των γνώσεων και της εμπειρίας τους. Ωστόσο, ήταν γι’ αυτούς η πρώτη συμμετοχή σε παρόμοια διαδικασία και οπωσδήποτε θα έπρεπε να λειτουργήσουν σ’ ένα πνεύμα διεπιστημονικότητας και σε μια ατμόσφαιρα αμοιβαιότητας και δημιουργικής σύλληψης των μελλοντικών προκλήσεων. Στη πράξη αυτή η πρόκληση υπήρξε εξαιρετικά δύσκολη, παρ’ όλη την εκπαίδευση και υποστήριξη.
Αναμφίβολα η προαναφερόμενη παράθεση των εμποδίων για μια ουσιαστική ανάγνωση της τελικής έκθεσης και για μια σαφή αναγνώριση της προοπτικής διερεύνησης ως εργαλείου κοινωνικών πρωτοβουλιών και καινοτομιών είναι εξαιρετικά επιλεκτική. Ωστόσο, καταδεικνύει πως η σύγχρονη ελληνική κοινωνία αποφεύγει να κατασκευάσει καθρέπτες για να αναγνωρίσει την πορεία της και να επιχειρεί δραστηριότητες σε μακροπρόθεσμη προοπτική. Γεγονός που την οδηγεί σε αβλεψίες, σε χαλαρές στοχοθεσίες και σε λάθος προτεραιότητες, δηλαδή σε πολιτι(στι)κές τυφλότητες.
* Ο ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ είναι ποιητής και Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνιολογίας, ΕΣΔΥ.
Βιβλιογραφία
[1]. Δημοσθένης Αγραφιώτης, Επιστήμη, Τεχνολογία, Κοινωνία, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2000
[2]. Biennial Report, Economic and Social Implications of New Technologies, Group ASSES / FAST / MONITOR / DG – XII – 11 – 3 / CEC and European Parliament, 1990, 2008, Colleclif Work, T. Agersnap, D. Agrafiotis, J. Berleur, H.J. Bullinger, J. Cogan, N. Delai, E. Fontenela (coordinator), F. Goncalves, Ph. De la Saussay, J. Northcott, J. Van Boxsel
[3]. D. Agrafiotis, Report MONITOR (FAST) DG-XII, CEC, Art and New Technologies, European Experts Exploratory Meeting, Athens 26-27/9/1991, 20 p. and Annexes
[4]. Emmanuel Todd, The Final Fall: An Essay on the Decomposition of the Soviet Sphere. La chute finale: Essais sur la décomposition de la sphere Soviétique, Paris, Editions Robert Laffont, 1976.
[5]. Andreï Amalrik, L'Union Soviétique survivra-t-elle en 1984?', Paris, Fayard, 1970.
[6]. Μ. Χλέτσος και Δ. Αγραφιώτης (επιμέλεια-συγγραφή), Επιστημονική και Τεχνολογική Προοπτική Διερεύνηση. Ελλάδα 2021, Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα, 2014
[7]. D. Agrafiotis et al, Technology Foresight in Greece, Synthesis Report GSRT – GR / DR – Research EC, March 2005, 162 p.