Την 14η Φεβρουαρίου αναγνωστικά ίχνη για τον έρωτα γέμισαν την οθόνη του υπολογιστή. Μπρικνέρ, Μαλβίνα, Κούντερα, Χειμωνάς, Παπαγιώργης, Τσαγκαρουσιάνος, Ζατέλη, Μονέ, φανερώθηκαν σε ένα ιμπρεσιονιστικό κείμενο για τους μόνους δυνατούς χρόνους του ίμερου, τους παρελθοντικούς, και την φυσική του έγκλιση, την προστακτική.
Της Μυρένας Σερβιτζόγλου
Σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, το 1977, ο Πασκάλ Μπρικνέρ γράφει τη Νέα ερωτική αναρχία. Καίτοι εν πολλοίς μεταμοντέρνο, το βιβλίο είναι καταρχήν εξ-αιρετικό. O Γάλλος συγγραφέας προτείνει αισθηματική, ερωτική και σεξουαλική απορρύθμιση (desordre) προκειμένου να επανακτηθεί η ηδονή, όλες οι ηδονές. Εξετάζει τα σεξουαλικά συμβόλαια, τα μυθιστορηματικά δόγματα της ηδονής, την προστακτική του “σ' αγαπώ”, την πορνεία ως αφαίρεση, την ερωτική αθωότητα της γενετικής πειθαρχίας. Αναλύει τις πολιτικές της κατάκτησης και ευαγγελίζεται την επέλαση μίας ελαφράς ταξιαναρχίας. Ο Μπρικνέρ επιθυμεί να απογυμνώσει το υποκείμενο από κάθε θρησκευτική, ψυχαναλυτική, κοινωνική και πολιτική κατασκευή. Φιλοδοξεί να αποδομήσει ακόμη και την ίδια αυτή την ερωτική επιθυμία. Καταλύει κάθε αρχή, -επιθυμία, ηδονή, συναίσθημα, συμβόλαια, επιταγές-, και διακηρύσσει την δυνατότητα του ανθρώπου να επιλέγει και να νοηματοδοτεί δίχως την αναγκαιότητα μίας κατάληξης. Πρωτίστως, ο Μπρικνέρ διαμηνύει. Το τελετουργικό ανάμεσα σε δύο σώματα, το συναίσθημα γυμνό από κάθε επιδίωξη ή προστακτική ανταπόδοσης, τον ενεστώτα της ηδονής, την πανηγυρική πολυπλοκότητα και πολυαρχία.
Τα πρώτα κείμενα της Μαλβίνα Κάραλη στη Γυναίκα είχαν κυκλοφορήσει μέσα του '90 σε μία συνολική έκδοση Έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες. Η Μαλβίνα δεν έγραφε για τον έρωτα. Έγραψε για τον Μπρικνέρ, τον Κούντερα, τον Χειμωνά, τον Παπαγιώργη, τον Τσαγκαρουσιάνο. Η γραφή της λειτούργησε σαν χάρτης προσανατολισμού και μύησης στην ξένη και ελληνική σύγχρονη ερωτική φιλολογία. Ερωτική όχι γιατί μιλάει για τον έρωτα. Αλλά γιατί το σώμα της γραφής της λειτουργεί ως έρως: σαγηνεύει, εκπλήσσει και ταράσσει. Οι λέξεις χτυπάνε σαν κεραυνός.
Στην Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι το 1983 ο Μίλαν Κούντερα, καθιστά σχεδόν απτό τον έρωτα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τον κόβει σε φέτες. Ο Τόμας είναι ερωτευμένος με την Τερέζα, αλλά κάνει έρωτα και με την Σαμπίνα. Γιατί “ο έρωτας δεν εκδηλώνεται με την επιθυμία να κάνεις έρωτα, αυτή η επιθυμία ταιριάζει σε αναρίθμητο πλήθος γυναικών, αλλά με την επιθυμία του μοιρασμένου ύπνου, αυτή η επιθυμία δεν αφορά παρά μία και μόνη γυναίκα.” Ο Κούντερα ορίζει άπαξ δια παντός τον ερωτικό ίλιγγο. Δεν είναι ο φόβος μήπως πέσουμε, είναι η λαχτάρα να γκρεμοτσακιστούμε.
Η νεωτερικότητα του Κούντερα συνοψίζεται στην θεμελίωση των εννοιών του κιτς και του ειδυλλίου. Κιτς είναι η απόλυτη άρνηση της λειτουργίας της αφόδευσης του ανθρώπινου οργανισμού. Είναι η άρνηση των απεκκρίσεων και περιττωμάτων κάθε συστήματος. Ο Κούντερα πνέει τα μένεα, η μόνη αξιοπρέπεια της ύπαρξής μας είναι η συνειδητοποίηση της μη “Πορείας προς τα εμπρός”. Για τον Κούντερα η φαντασίωση της συνεχούς προόδου της ανθρωπότητας είναι το κιτς, και είναι πολιτική υπόθεση.
Ο Τσέχος που αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, χαρίζει μόνο στον Θεό και το σκύλο το ειδύλλιο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά μόνο με τον Θεό του ή τον σκύλο να χαρεί την ειδυλλιακή αγάπη, που βασίζεται στην επανάληψη, καθώς μόνο όταν εκλείπει η εξέλιξη, εκλείπουν οι συγκρούσεις. Το πιο οξυδερκές κείμενο για τον έρωτα ο Κούντερα το είχε γράψει ακόμη στην πατρίδα, στην μητρική του γλώσσα το '68. Είναι το πρώτο κεφάλαιο Κανείς δεν γελάσει στους Γελοίους Έρωτες. Ο Κούντερα είχε υποψιασθεί εγκαίρως ότι οι έρωτες της νεότητας, κι όχι μόνο (;) ανήκουν μάλλον στο είδος της κωμικού παρά του τραγικού.
Στον Εχθρό του ποιητή ο Γιώργος Χειμωνάς σκηνοθετεί το 1990 δύο γυναίκες να εκφέρουν λόγο περί έρωτος. Η Ελένη Ξένου απευθύνεται στον ποιητή σε άπταιστο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. “Δεν υπάρχει ευτελέστερη ανανδρία από την ειλικρίνεια.” Και συνεχίζει: “Υπάρχει μονάχα η ώρα που ο νους αισθάνεται κι αυτήν την ώρα όλα ανοίγουν και όλα κινδυνεύουν να μην έχουν υπάρξει ποτέ. Κι ούτε κανένας άνθρωπος καταστράφηκε ποτέ από έναν άλλο άνθρωπο. Φύγετε λοιπόν πηγαίνετε να καταστραφείτε μόνος σας. Ποτέ δεν είχατε τους ανθρώπους που θέλατε ενώ σας είχαν πάντα οι άνθρωποι που σας ήθελαν.”
Η Κυβέλη σπαράζει σε ενικό, όλο της το σώμα είναι χαρακωμένο από το ανθρώπινο συναίσθημα. “Η ψυχή μας είναι το παν κι ο νους μας μια κούφια βέβηλη τάξη. Όταν κάποιος σε κάνει να αισθανθείς ετοιμοθάνατος είναι το σημάδι ότι σε δείχνει ο έρωτας κι από την δικαιοσύνη του είσαι καταδικασμένος. Η μοναδική αξιοπρέπεια της ζωής και του θανάτου μας είναι να μη μάθει κανείς κι ο πιο αγαπημένος. Προπαντός ο πιο αγαπημένος να μη μάθει ποτέ από που έρχεσαι. Πώς έζησες και πως αγάπησες και πως πεθαίνεις. Μονάχα μια γυναίκα μπορεί να καταλάβει πως είναι δυνατό μέσα σε μια ψυχή ανθρώπου να υπάρχουν μαζί ο θάνατος και η στοργή. Που δεν είναι ούτε έχθρα ούτε αγάπη. Θεέ μου αυτά τα άναρθρα. Τα άγνωστα ονόματα της ψυχής μας. Ρήμαξαν την ζωή μου.”
Αν τύχει και δεν έχει διαβάσει κανείς τον Ιμέρο και κλινοπάλη, υποθέτει ότι ο Κωστής Παπαγιώργης είναι παπάς, ή έστω παπαδοπαίδι, με τον ίδιο τρόπο που κάποιος αμύητος περνά τον Εμβέρ Χότζα για χότζα. Ο Παπαγιώργης γράφει το 1988 για το πάθος της ζηλοτυπίας, την ομορφιά και την ηδονή. Ο συγγραφέας δοκιμιογραφεί με την βαριά πένα του πολύπειρου, που έχει μαντέψει το ανέφικτο. “Γενικά ο ίμερος πρέπει να έχει κάτι το ευάλωτο για να φουντώσει.” Ακόμη και όταν όλα γίνονται για την ηδονή και την χειροπιαστή ύπαρξη της γυναίκας, δεν σημαίνει ότι η ψυχή απουσιάζει. Απεναντίας, ό,τι κάνει το σώμα διαδραματίζεται στο κατώφλι μιας απροσδιόριστης εσωτερικότητας. Τελεί υπό την παρακολούθηση μίας ανεξέλεγκτης έσωθεν οράσεως.
Στον Παπαγιώργη διαβάζει κανείς Προυστ, “Αγάπη είναι ο χώρος και ο χρόνος που έγιναν αισθητοί στην καρδιά” και Μπύχνερ, “Είναι το νερό που φωνάζει γιατί έχει καιρό να πνιγεί κανείς”. Ο συγγραφέας καταλήγει μνημονεύοντας Μπωντλαίρ: “Ένα βράδυ πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου. Την βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα.” Την πιο διορατική του ατάκα για τον έρωτα ο Παπαγιώργης την εμπνέεται αργότερα, 1993, όταν γράφει για την φιλία το Γειά σου Ασημάκη, σε μνήμη του φίλου του, Χρήστου Βακαλόπουλου. “Ανάλογοι έρωτες, κουραφέξαλα όπως όλοι, γίνονται μεγάλοι επειδή τους ζουν άμαθοι άνθρωποι, κατάλληλοι δηλαδή για να τρελαθούν από τα βάσανα της καρδιάς που τυφλώνεται, λατρεύοντας τις παραισθησιογόνες στερήσεις της.”
Από το Τέταρτο του Χατζιδάκι και την Ελευθεροτυπία, στο 01 και τη LIFO, τα πρώτα κείμενα του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου έγιναν οι Μοναξιές, και οι συνεντεύξεις του το Αντίο, Παλιέ Κόσμε. Το δωρικό ύφος γραφής σε αγαστή παραλληλία με το λομβαρδιανό ίχνος του νησιού του, εκβάλλουν σε κείμενά που δεν μιλάνε για τον έρωτα, αλλά είναι τα ίδια ερωτικά. Τα κείμενα στο Ημερολόγιο της LIFO αποκτούν ειδικό κλέος όταν εκείνος ταξιδεύει, ή τον επισκέπτεται ο “πτέρως”.
Στο Και με το φως του λύκου επανέρχονται το 1993, στο εισαγωγικό κεφάλαιο της Πρώτης σφαγής, εξιστορείται ο έρωτας και ο γάμος της Φεβρωνίας με τον Θεαγένη, τον πατέρα του νεογέννητου παιδιού της κόρης της, η οποία κατέληξε αυτόχειρ από τον πόθο της για εκείνον. Η Φεβρωνία αναλαμβάνει στωικά την ανατροφή όχι μόνο από το εγγόνι της, αλλά και των ευάριθμων παιδιών του άντρα της εκτός γάμου. Στα δεκαοχτώ του η μητέρα του τον είχε βαφτίσει εκ νέου Ησύχιο, προκειμένου να ξορκίσει αυτήν ακριβώς την ανησυχία των γυναικών για τον γιο της. Αλλά εις μάτην. Στο ζατελικό σύμπαν οι γυναίκες πέφτουν στο κεφάλι του, όπως σε άλλους πέφτουν οι συμφορές. Η Περσινή Αρραβωνιαστικιά σκοτώνει για τον έρωτα, αλλά πεθαίνει για την αγάπη. Κατά τα δώδεκα έτη φωτός και σκότους με τον σύζυγό της, η Ζυράννα Ζατέλη μοίραζε τον χρόνο ανάμεσα στην πατρίδα του συζύγου της και τη δική της. Είναι πολύ ύποπτο να ζει κανείς συνέχεια μαζί με κάποιον, και απάνθρωπο να μένει πάντα μοναχός.
“Όταν ξεκινούσε για Τίρανα εκείνο που την ενοχλούσε περισσότερο ήταν η εικόνα της αλβανικής σημαίας. Το κόκκινο, μετά την γαλανόλευκη, της έκαιγε τα μάτια, και τον δικέφαλο αετό μόνο ως μεταβυζαντινό μπορούσε να τον εννοήσει. Όταν, λοιπόν, εκείνο το μεσημέρι στην αίθουσα συνεδριάσεων εισήλθε με φόρα αργοπορημένος και κοντοστάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας, συνειδητοποίησε ότι τον ουρανό της Αλβανίας τον μετράνε με το πέταγμά τους και βορειοηπειρωτικά γεράκια. Κι αγάπησε τον ουρανό. Και συμφιλιώθηκε με την σημαία.”
Ο Μονέ πέρασε την ζωή του ζωγραφίζοντας νούφαρα, χωρίς ουδέποτε να του περάσει από το μυαλό να κόψει ένα για να το 'χει στην κάμαρή του. Διατηρούσε, δε, την πεποίθηση ότι δεν του ανήκουν καν οι πίνακες του, οι οποίοι παρουσιάστηκαν στο κοινό μετά τον θάνατο του σύμφωνα με δική του επιθυμία. Αυτό ήταν το ήθος του. Αυτό είναι ήθος.
Ορισμένοι γράφουνε με τον τρόπο που ζωγράφιζε ο Mονέ. Τουλάχιστον, ως προς την πρώτη συνθήκη. Έρωτας είναι λόγος πάνω στον λόγο του έρωτα. Η μύχια αναδίπλωση της μη ισοδύναμης πράξης.
* Η ΜΥΡΕΝΑ ΣΕΡΒΙΤΖΟΓΛΟΥ είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας.