Για την ταινία του Μ. Καραγάτση Καταδρομή στο Αιγαίον (1946), μία από τις πρώτες που γυρίστηκαν για την Αντίσταση και η μοναδική που έκανε ο συγγραφέας.
Της Παναγιώτας Μ. Χατζηγεωργίου
«Υπολοχαγός Νατάσσα» (1970), «Το νησί των γενναίων» (1959), «Υποβρύχιον: Παπανικολής» (1971) είναι μερικές μόνο από τις ελληνικές κινηματογραφικές παραγωγές που έχουν πλέον προσλάβει εθιμικά χαρακτηριστικά, καθώς προβάλλονται κάθε χρόνο από την τηλεόραση, προκειμένου να τιμηθεί η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940. Μπορούμε, όμως, να φανταστούμε ποια ταινία βρίσκεται στη γένεση αυτού που αναγνωρίζουμε ως «ελληνική πολεμική κινηματογραφική παραγωγή»;
«Εμένα, όμως, μου αρέσουν τα τολμήματα», δηλώνει ευθαρσώς ο δημοσιογράφος, διαφημιστής και πασίγνωστος λογοτέχνης Μ. Καραγάτσης, στην επιφυλλίδα του με τίτλο «Η ‘Καταδρομή’. Μία νέα ελληνική πολεμική ταινία», που δημοσιεύεται στην εφημερίδα Η Ελλάς, στις 8/10/1945[1]. Για πρώτη φορά στη συνεργασία του με αυτό το έντυπο ζητά από τους αναγνώστες του την άδεια να «περιαυτολογήσ[ει] λιγάκι» για να τους φανερώσει τις σκέψεις που τον απασχολούν εδώ και πολύ καιρό[2] σχετικά με την άμεση ανάγκη «το ελληνικόν έπος του 1940-1944… να πάρη την άξια θέση του, όχι μόνο στην Ιστορία και τη Λογοτεχνία, αλλά και στην οθόνη».
Παρά τη διαπίστωσή του ότι «με τα κωμικά μέσα που διαθέτει η ελληνική κινηματογραφία» το σχέδιο να «γίνει μια ταινία με θέμα την πολεμική δράση της Ελλάδας… που να απευθύνεται στις πλατειές λαϊκές μάζες, δίχως να κάνει καμμιάν υποχώρηση στο κεφάλαιο ‘τέχνη’» είναι εξίσου περίπλοκο με το γόρδιο δεσμό, αποκαλύπτει ότι ζύγισε την κατάσταση, έγραψε «το σενάριό [τ]ου κατά τον πιο περίτεχνο και πονηρό τρόπο» και τέλος, ζήτησε κι έλαβε τη βοήθεια του Γ.Ε.Σ και του Γ.Ε.Ν.
Η ταινία είναι μία φιλόδοξη παραγωγή με καλούς ηθοποιούς και εμπορική θεματολογία: ερωτικά τρίγωνα, κατασκοπία με πομπούς ασυρμάτου, ηρωικές μάχες των Ελλήνων σε στεριά και θάλασσα, σε πλοία και υποβρύχια. Ωστόσο, δε γνωρίζει ούτε εμπορική ούτε καλλιτεχνική επιτυχία.
Στην επιφυλλίδα του ο Μ. Καραγάτσης διαρκώς υπονοεί ότι σκηνοθετεί ο ίδιος την ταινία που κάνει πρεμιέρα στις 28/4/1946, με τίτλο Καταδρομή στο Αιγαίον και το ακόλουθο σενάριο: Ο λοχαγός Αλέξης Κομνηνός (Λάμπρος Κωνσταντάρας) ξεφεύγει από τους Γερμανούς και με τη βοήθεια του μοναχού Συνέσιου (Χριστόφορος Νέζερ) δραπετεύει στην Αίγυπτο με το υποβρύχιο «Παπανικολής». Ενώ φλερτάρει με μία νέα κοπέλα, τη Μαρία (Ζινέτ Λακάζ), μαθαίνει ότι στην Αθήνα, η πολυαγαπημένη γυναίκα του Άννα (Ελένη Χατζηαργύρη) τον απατά με τον υποπλοίαρχο και κυβερνήτη του υποβρυχίου «Πιπίνος» Γιάννη Ρεΐζη (Μάνος Κατράκης). Κατά τη συνάντηση των δύο αξιωματικών στην Αίγυπτο, ο Α. Κομνηνός δεν πείθεται από τις εξηγήσεις του Γ. Ρεΐζη και η συναισθηματική του κατάσταση επιβαρύνεται, όταν, αργότερα, βλέπει μία φωτογραφία της Άννας στην αγκαλιά ενός γερμανού αξιωματικού. Κάποτε, ο Συνέσιος συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο για κατασκοπία κι ο Α. Κομνηνός προθυμοποιείται να τον απελευθερώσει. Η αποστολή κρίνεται τόσο παράτολμη, ώστε εκτελείται από εθελοντές (ανάμεσά τους κι ο Γιώργος Φούντας ως κομπάρσος-καταδρομέας). Η επιχείρηση επιτυγχάνει εν μέρει, καθώς το στρατόπεδο αλώνεται μεν αλλά ο καλόγερος έχει ήδη εκτελεστεί. Η Α. Κομνηνού, που ήταν επίσης φυλακισμένη εκεί ως ισοβίτισσα, βρίσκει τον άντρα της και τον παρακαλεί να τη σώσει. Κατά την επιστροφή τους στην Αίγυπτο, εμπλέκονται σε μία φοβερή αλλά νικηφόρα ναυμαχία με τους Γερμανούς και η Άννα τραυματίζεται θανάσιμα. Πριν πεθάνει, εξηγεί στον Α. Κομνηνό ότι δεν είχε ποτέ εραστή τον Ρεΐζη και ότι σχετίστηκε με τον γερμανό αξιωματικό κατ’ εντολήν του Συνέσιου για κατασκοπευτικούς λόγους. Ύστερα από την εξομολόγησή της, εκείνος συγκλονισμένος σκεπάζει το σώμα της με την ελληνική σημαία. Μετά το τέλος του πολέμου ο Α. Κομνηνός επισκέπτεται τον τάφο της Άννας, που βρίσκεται σε ένα ερημονήσι, μαζί τη Μαρία, η οποία τον προτρέπει να συνεχίσουν να ζουν γιατί «το χρωστάμε στη μεγάλη μας μητέρα, την Ελλάδα».
Η διαφημιστική καταχώρηση της ταινίας
"Καταδρομή στο Αιγαίον" (1946)
|
Η ταινία είναι πράγματι μία φιλόδοξη παραγωγή[3] –υπάρχει και υποθαλάσσιο πλάνο υποβρυχίου–, με καλούς ηθοποιούς και εμπορική θεματολογία: ερωτικά τρίγωνα, κατασκοπία με πομπούς ασυρμάτου, ηρωικές μάχες των Ελλήνων σε στεριά και θάλασσα, σε πλοία και υποβρύχια. Ωστόσο, δεν γνωρίζει ούτε εμπορική ούτε καλλιτεχνική επιτυχία[4]. Στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου καταγράφεται λόγω της βαρύτητας του λογοτεχνικού ονόματος του Μ. Καραγάτση[5] και επειδή είναι μία από τις δύο πρώτες ταινίες που προβλήθηκαν μετά την απελευθέρωση και είχαν ως θέμα τους την αντίσταση των Ελλήνων στις δυνάμεις του Άξονα –η δεύτερη είναι το φιλμ Αδούλωτοι Σκλάβοι (1946)[6] του Β. Παπαμιχάλη.
Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι η Καταδρομή «έκανε σχολή, καθώς είναι η πρώτη από μια σειρά ταινιών που αναπαριστάνουν στη μεγάλη οθόνη τα κατορθώματα των σαμποτέρ και συντέλεσε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της κινηματογραφικής μυθολογίας για την Κατοχή»[7]. Πράγματι, η ταινία συμπλέει με την επίσημη, κρατική αντίληψη για τα –τότε– πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, καθώς στηρίζει την ιδεολογία και παράγει τα εθνικά (είναι εύγλωττα τα ονόματα Αλέξης και Άννα Κομνηνού) και κοινωνικά στερεότυπα που κυριάρχησαν -όχι μόνο κινηματογραφικά– στη μεταπολεμική Ελλάδα σχετικά με τα γεγονότα του 1940-1944 για τις επόμενες πολλές δεκαετίες[8]: οι αδίστακτοι Γερμανοί και οι διαλλακτικοί ή/και αφελείς Ιταλοί, οι καλοί σύμμαχοι Άγγλοι, οι ατρόμητοι, ιπποτικοί –και συχνά ωραίοι– έλληνες αξιωματικοί, οι ηρωικοί καλόγεροι, ο γενναίος και αγαθός ελληνικός λαός[9].
Η ταινία συμπλέει με την επίσημη, κρατική αντίληψη για τα –τότε– πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, καθώς στηρίζει την ιδεολογία και παράγει τα εθνικά και κοινωνικά στερεότυπα που κυριάρχησαν στη μεταπολεμική Ελλάδα σχετικά με τα γεγονότα του 1940-1944 για τις επόμενες πολλές δεκαετίες.
Επιπρόσθετα, το φιλμ παρουσιάζει ενδιαφέρον ερευνητικά και για τους εξής λόγους: πρώτον, ως εικονογραφικό σχόλιο-συμπλήρωμα στο λογοτεχνικό έργο του Μ. Καραγάτση, καθώς στο μάλλον βιαστικό σενάριο και στη συχνά αμήχανη σκηνοθεσία του αναγνωρίζονται σταθερά στοιχεία της πεζογραφικής ποιητικής του: σημασία στη λεπτομέρεια, όπως απαιτεί ο ρεαλισμός, γλωσσικός κοσμοπολιτισμός, ζωντανοί διάλογοι, καλοφτιαγμένοι δευτερεύοντες χαρακτήρες[10], χρήση του χιούμορ ως ειρωνικού σχολίου ή ως μηχανισμού δραματικής αποφόρτισης. Επιπλέον, στην πλοκή του σεναρίου και στην κατασκευή του χαρακτήρα του αξιωματικού Α. Κομνηνού εντοπίζονται αρκετά δομικά στοιχεία που απαντώνται αργότερα και στην μυθιστορηματική βιογραφία Βασίλης Λάσκος (1948).
Δεύτερον, φωτίζει μία άλλη πλευρά της πολυσχιδούς προσωπικότητας του Μ. Καραγάτση ως ατόμου κι ως εκπροσώπου της περιβόητης γενιάς του ’30[11]. Ο συγγραφέας, πνεύμα πρωτοπόρο, από πολύ νωρίς αντιλαμβάνεται ότι ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο ένα τεχνολογικό επίτευγμα αλλά και ότι αποτελεί μία νέα μορφή τέχνης με τεράστιες δημιουργικές δυνατότητες, όπως φαίνεται στο πυκνογραμμένο άρθρο του «Μια νέα μορφή της τέχνης», το οποίο, αν και δημοσιεύεται στο περιοδικό Μακεδονικές ημέρες το 1935, είναι γραμμένο πριν από τέσσερα χρόνια, δηλαδή το 1931[12]! Ο κινηματογράφος, η ανάπτυξή του στην Ελλάδα, η σύγκρισή του με το θέατρο και κυρίως η σχέση του με την πεζογραφία και τους πεζογράφους ως δυνητικούς σεναριογράφους είναι θέματα που απασχολούν επιφυλλιδογραφικά τον Μ. Καραγάτση σε όλο τον πνευματικό του βίο (από τη συνεργασία του στην εφημερίδα Η Πρωΐα[13] ως και τα κείμενά του στην εφημερίδα Ανεξάρτητος Τύπος). Ωστόσο, ο ίδιος επέτρεψε στον Μ. Καραγάτση-κινηματογραφικό δημιουργό μία μόνο Καταδρομή.
* Η ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ Μ. ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας. Εκπονεί μεταδιδακτορική έρευνα στο έργο του Μ. Καραγάτση.