Απάντηση του συγγραφέα Σπύρου Καρυδάκη στις αναλυτικές παρατηρήσεις του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη αναφορικά με «γλωσσικά ατοπήματα» και «λάθη» στο μυθιστόρημα του πρώτου με τίτλο Γυναικόκαστρο και η τελική ανταπάντηση του κριτικού μας.
Αξιότιμε κ. Περαντωνάκη,
Σας ευχαριστώ για την απάντησή σας. Τα βιβλία μου είχαν ως τώρα την εξαιρετική τιμή να πάρουν πάρα πολύ επαινετικές κριτικές και πάρα πολύ κακές. Θα ανησυχούσα αν όλοι επαινούσαν τα βιβλία μου, και ενδεχομένως σε αυτη την περίπτωση θα σταματούσα να γράφω. Κι όμως, είναι η πρώτη (και ελπίζω η τελευταία) φορά που απαντώ δημόσια σε κριτικό. Και αποφάσισα να σας απευθύνω επιστολή περί της κριτικής σας, μόνο και μόνο γιατί ήμουν περίεργος να μάθω περισσότερα για το θέμα των «γλωσσικών ατοπημάτων» που θίγετε, και που δεν μου ήταν φανερά.
Οποιοσδήποτε διαβάσει την επιστολή μου στη ιστοσελίδα, θα διαπιστώσει ότι είναι ευγενική και καλοπροαίρετη. Ότι απλά εξέφραζα σε αυτήν απορία για το πού βρίσκονται τα «γλωσσικά ατοπήματα». Αν υπήρχαν, δήλωνα ότι ευχαρίστως θα τα διόρθωνα. Οποιοσδήποτε, λοιπόν, θα καταλάβει ότι εσείς είσαστε εκείνος που «δεν ανέχεται» ό,τι ο ίδιος θεωρείτε ως «αρνητικές υποδείξεις», ότι η στάση σας «δεν δείχνει καλή προαίρεση, θέληση δηλαδή να ακούσετε τις σκέψεις του άλλου», κι ότι φέρεστε χωρίς αιτία ως «θιγμένος καθηγητής» απέναντι σε απείθαρχο μαθητούδι. Όσο για την άκρα μεγαλοφροσύνη της δήλωσής σας ότι το θράσος μου να σας απευθύνω μια απλή ερώτηση «θα ήταν αρκετό να σας κάνει να μην απαντήσετε», εμένα τουλάχιστον θα με είχε κάνει να κοκκινίσω (με γιώτα, έχετε δίκιο) από ντροπή και μεταμέλεια, αν διαπίστωνα εκ των υστέρων ότι είχε διαφύγει από τη γραφίδα μου.
Ευτυχώς, μετά την πρώτη παράγραφο, η απάντησή σας είναι για μένα πολύ καθησυχαστική. Πράγματι, υπάρχουν τα ορθογραφικά λάθη που υποδεικνύετε, τα οποία θα διορθωθούν. Αλίμονο, και ένας «διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων», όπως ήταν η ονομασία της ταπεινής δουλειάς μας παλιά, κάνει κι ο ίδιος «τυπογραφικά» λάθη όταν γράφει. Σας ευχαριστώ λοιπόν. Υποθέτω βεβαίως ότι, και ένας φιλόλογος όπως εσείς, δεν θα βαφτίσει «γλωσσικά ατοπήματα» μερικά εκ παραδρομής ορθογραφικά σφάλματα, απ' αυτά που όλοι ξέρουμε ότι δεν τα γλυτώνει κανένα βιβλίο, ούτε καν τα δικά σας κείμενα υποθέτω, όσοι επιμελητές κι αν τα διορθώσουν.
Όλα τα άλλα μένω υποχρεωμένος που κάνατε τον κόπο να τα απαριθμήσετε, όμως δεν θα ήταν ενδεχομένως «γλωσσικά ατοπήματα» ούτε σε ένα μαθητικό γραφτό, όχι σε ένα λογοτεχνικό έργο — και τούτο ανεξάρτητα από την αξία του. Ειλικρινά, δεν υπάρχει νόημα να απαντηθεί η ένσταση, ακόμα και ενός φιλολόγου όπως εσείς, ότι δεν πρέπει κάποιος να γράψει «με υπευθυνότητα», αλλά «με ευθύνη», ούτε «απλά», αλλά «απλώς». Όσο για το ότι δεν πρέπει ένας συγγραφέας να αλλάζει το υποκείμενο στο τέλος της φράσης του, γιατί μπερδεύει τον φιλόλογο αναγνώστη του: Με το χέρι στην καρδιά, σας διαβεβαιώ ότι για μένα ο κόπος της γραφής είναι ακριβώς αυτή η έρμη αλλαγή του υποκειμένου και η α-συνέχεια, όχι η ακαδημαϊκή γραμμικότητα ενός γραφτού καταδικασμένου να επαινεθεί ενθουσιωδώς από αυτούς που κρίνουν τη γλώσσα και τη λογοτεχνία με βάση τη σύνταξη του Δημοτικού σχολείου.
Θυμόμαστε τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, που είχε κάποτε ζωγραφίσει ένα ψωμί πολύ λοξά σε κάποιο φτυάρι φούρνου, και του εγινε η παρατήρηση από έναν λογικό άνθρωπο ότι το ψωμί θα πέσει. Του απάντησε: «Μα είναι ζωγραφισμένο». Α όχι, λοιπόν, προτιμώ τον ψόγο. Είναι κωμικό ακόμα και να αναφερόμαστε σε ένα ζήτημα που έχει τόσο πολύ συζητηθεί παγκόσμια, και που νόμιζα ότι το κίνημα του μοντερνισμού έχει απαντήσει σε αυτό επαρκώς ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Η σκέψη σας, να ζητήσετε από τον κ. Κούρτοβικ βοήθεια, είναι μάλλον ατυχής. Ο κ. Κούρτοβικ μου έχει κάνει την τιμή να γράψει αρκετές φορές για βιβλία μου, πάντα με επαινετικά σχόλια μα και ισχυρές ενστάσεις – τις τελευταίες τις παίρνω πολύ σοβαρά υπόψη μου είτε συμφωνώ είτε όχι, δεδομένου ότι είναι με εξαιρετική προσοχή γραμμένες. Στα αποσπάσματα που αναφέρετε, ίσως εκ των υστέρων να παρατηρήσετε ότι με εγκαλεί για λεξιθηρία, για διανοουμενισμό, για εκζήτηση, που κάνουν τα κείμενά μου «μερικές φορές» κατά τη γνώμη του ακατανόητα. Ποτέ όμως όλα αυτά δεν τα βάφτισε με τον όρο «γλωσσικά λάθη». Διότι υποθέτω θα ξέρει, όπως όλοι μας, ότι το «σκοτεινό» ύφος είναι δικαίωμα του συγγραφέα να το χειρίζεται και του αναγνώστη να το κρίνει – δεν μπορεί όμως να ονομαστεί «γλωσσικό ατόπημα» και «αδέξιο γλωσσικό υλικό». Σέβομαι την άποψή του, σέβομαι ακόμη και τη γνώμη κάποιων που θεωρούν τη λογοτεχνία μου νέτα-σκέτα κακή, όπως και άλλων εξαίρετων κριτικών που αντιθέτως με έχουν τιμήσει με πολύ θετικές κρίσεις, μάλιστα στο θέμα της γλώσσας. Επειδή η λογοτεχνία είναι για μένα η ζωή μου κι όχι μέσον επαγγελματικής ή κοινωνικής προβολής ή καταξίωσης, και επειδή δεν τριγυρνώ στα λογοτεχνικά σαλόνια και στις τριόδους των λογίων ώστε να φοβούμαι κρίσεις και επικρίσεις, γι' αυτό δίνω την ευχαρίστηση στον εαυτό μου μιας προσωπικής αντίληψης για τη γραφή, και οι αναγνώστες και οι κριτικοί ας κρίνουν και ας αποφασίσουν. Αν τώρα μετά από τόσα χρόνια γραψίματος αποφάσισα να θέσω ένα ευγενικό ερώτημα σε κάποιον κριτικό και λοιδωρήθηκα για τούτο, δεν πειράζει. Ειλικρινά, το μόνο που με λυπεί είναι που ενοχληθήκατε τόσο.
Με τιμή,
Σπύρος Καρυδάκης
Η ανταπάντηση του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη:
Δεν χρειάζεται καμία απάντηση. Ο αναγνώστης μπορεί να εκτιμήσει το ύφος της απάντησής σας και τον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνετε την ποιητική άδεια.
Γιώργος Ν. Περαντωνάκης