Ο συγγραφέας Σπύρος Καρυδάκης μας έστειλε επιστολή, αναφορικά με κριτική για το βιβλίο του που δημοσιεύσαμε στις αρχές του νέου έτους. Ακολουθεί η επιστολή του συγγραφέα καθώς και η εκτενής απάντηση του κριτικού μας Γιώργου Ν. Περαντωνάκη.
23 Μαρτίου 2015
Κυρίες και κύριοι της ιστοσελίδας Book Press,
Τις 18 Ιανουαρίου 2015 δημοσιοποιήθηκε στην ιστοσελίδα σας κριτική του κ. Γ.Ν. Περαντωνάκη για το βιβλίο μου Γυναικόκαστρο [δείτε εδώ την κριτική]. Στην κριτική αυτή υποστηρίζεται ότι το βιβλίο μου διακρίνεται για «αδέξια λεκτικά υλικά» και για «γλωσσικά ατοπήματα», καθώς επίσης ότι «υστερεί στη γλωσσική επιμέλεια». Επειδή όλα τούτα σε απλά Ελληνικά σημαίνουν ότι το βιβλίο έχει γλωσσικά λάθη που δεν διέκρινα ούτε εγώ ούτε ο επιμελητής της έκδοσης, και επειδή τυχαίνει να είμαι κι ο ίδιος επαγγελματίας επιμελητής και διορθωτής βιβλίων, θα παρακαλούσα τον κ. Περαντωνάκη να επισημάνει συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες υποπίπτω σε «γλωσσικά ατοπήματα» ή «υστερώ στη γλωσσική επιμέλεια», ή τα «λεκτικά υλικά» μου είναι «αδέξια». Έτσι θα καταλάβουν τι εννοεί οι αναγνώστες του και οι αναγνώστες μου, αλλά και θα μου προσφερθεί η ευκαιρία σε μια τυχόν νέα έκδοση του Γυναικόκαστρου να διορθώσω τα όποια λάθη μου.
Θα τον παρακαλούσα να επισημάνει συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες υποπίπτω σε «γλωσσικά ατοπήματα»...
Οι «λεξιλογικές ακροβασίες» και ο «καλπάζων ποιητικός οίστρος» είναι δικαίωμα του συγγραφέα, όπως δικαίωμα των αναγνωστών και των κριτικών είναι να επαινούν ή να κατακρίνουν οποιονδήποτε γλωσσικό πειραματισμό. Τα «γλωσσικά ατοπήματα» όμως σημαίνουν ότι ένας συγγραφέας δεν ξέρει να γράφει μα κάνει λάθη, όπως αυτά που διορθώνουμε εμείς οι επαγγελματίες επιμελητές σε βιβλία άλλων. Ο κ. Περαντωνάκης, λοιπόν, ας μας τα υποδείξει ένα-ένα ώστε να καταλάβουμε και να τα διορθώσουμε – και εάν πιστεύουμε ότι ο ίδιος είναι που κάνει λάθος, να απαντήσουμε καταλλήλως προς πληροφόρηση του ιδίου και των αναγνωστών.
Με εξαιρετική τιμή,
Σπύρος Καρυδάκης
1 Απριλίου 2015
Αξιότιμε κ. Καρυδάκη,
σε μια κριτική με θετικό σε γενικές γραμμές πρόσημο, όπως η δική μου (όπου εξαίρονται η διακειμενικότητα του μυθιστορήματός σας, η μεταφεμινιστική ματιά, η έξυπνη αλληγορία, τα πολυστρωματικά αρχέτυπα κ.ά.), θα περίμενα ο συγγραφέας τουλάχιστον να εκτιμήσει αυτά τα σημεία και μετά να επισημάνει τις όποιες αντιρρήσεις του. Αντίθετα, εσείς εστιάσατε κατευθείαν στο γλωσσικό θέμα, με ύφος θιγμένου λογοτέχνη που δεν ανέχεται αρνητικές υποδείξεις. Αυτό και μόνο αυτό δεν δείχνει καλή προαίρεση, θέληση δηλαδή να ακούσετε τις σκέψεις του άλλου, και θα ήταν αρκετό να με κάνει να μην απαντήσω. Αλλά θα καταθέσω τις απόψεις μου, για να μη θεωρήσετε ότι σας αγνοώ.
Καταρχάς, γλωσσικά ατοπήματα είναι οι ποικίλοι ανορθόγραφοι τύποι, που διέλαθαν είτε από εσάς είτε από τον επιμελητή σας. Παρουσιάζω ενδεικτικά μερικούς από αυτούς:
- «κατακοκκίνησε» (σελ. 42) αντί για το σωστό «κατακοκκίνισε» (< κατακοκκινίζω)
- «προάστεια» (σελ. 48) αντί για το σωστό «προάστια»
- «αμολυτά» (σελ. 49) αντί για το σωστό «αμολητά» (< αμολώ)
- «βρεμμένη» (σελ. 59) αντί για το σωστό «βρεμένη» (το ρήμα δεν είναι χειλικόληκτο για να αφομοιώνει τον χαρακτήρα του με την κατάληξη –μένος). Ανάλογα και το «κολλημμένο» (σελ. 124) θα έπρεπε να είναι «κολλημένο».
- «σφυρηλατίσουμε» (σελ. 76) αντί για το σωστό «σφυρηλατήσουμε»
- «στημόνας» (σελ. 93) αντί για το σωστό «στήμονας»
κ.λπ.
Δεν συνηθίζω να «κρατώ κόκκινο στυλό», όταν διαβάζω λογοτεχνία, και να επισημαίνω τα όποια λάθη και αβλεψίες, αλλά τώρα ξανακοίταξα το κείμενό σας, για να εντοπίσω όσα θυμόμουν ότι με είχαν ενοχλήσει. Κι ούτε θα έκανα θέμα αν επρόκειτο μόνο για μερικά ορθογραφικά σφάλματα, αλλά μίλησα για γλωσσική αμέλεια, επειδή επιπλέον υπάρχουν πολλά σημεία όπου οι λέξεις αστοχούν και η σύνταξη χωλαίνει. Ως προς το λεξιλόγιο, ο αναγνώστης προβληματίζεται για το νόημα. Λ.χ.:
- «Όμως είχε κι άλλες χάρες και βαριές υπευθυνότητες» (σελ. 38): μήπως «ευθύνες»;
- «Του Ντέτλεφ τού ήταν άδεια τα περισσότερα από τούτα τα ιστορικά του πατρός Διονυσίου» (σελ. 43): μήπως «ανόητα», «χωρίς νόημα»;
- «Απλά σε έπλενα με πολλή προσοχή» (σελ. 132): μήπως «απλώς»;
κ.λ.π.
Ως προς τη σύνταξη, πολλές περιπτώσεις οδηγούν τη γλώσσα στα άκρα:
- Η παρατακτική σύνδεση ανόμοιων όρων μπερδεύει αντί να βοηθά. Π.χ. «Πρώτο γιατί άκουγε πολύ χέβι-μέταλ και δεύτερο από τη γιαγιά του» (σελ. 13): σόλοικη συμπλεκτική σύνδεση αιτιολογικής πρότασης και εμπρόθετου προσδιορισμού.
- Η υπερβολική χρήση των αναφορικών «που» και «όπου» μπορεί να γίνει δεκτή ως δείγμα προφορικού λόγου, αλλά όχι όταν αφήνει αόριστο το σημείο αναφοράς το οποίο υπάρχει κάπου στην προηγούμενη πρόταση. Π.χ. «Η κοινοτάρχισσα, μυώδης σαν λέαινα όπου του νεαρού του αναστατωνόταν τα ήπατα για την πάρτη της» (σελ. 62) & «Σχεδόν το σεβόντουσαν, όπου πριν δεν ήξερε καν αυτή τη λέξη» (σελ. 79): τι ρόλο παίζει το «όπου» σε κάθε περίπτωση;
- Η απροειδοποίητη αλλαγή υποκειμένου κλονίζει την ισορροπία της πρότασης και προξενεί προβλήματα στην ανάγνωση. Π.χ. «Οι γυναίκες [...]. Κάθε τέσσερα χρόνια βγαίναν για κυνήγι. Αιχμαλώτιζαν μερικούς όμορφους, γερούς νεαρούς. Τους είχαν κλεισμένους στο κάστρο σαν σκλάβους. Έπρεπε όλη τη μέρα να στολίζονται, να γυμνάζονται, να καλοτρώνε και να κάνουν έρωτα στις γυναίκες» (σελ. 27). Στην τελευταία περίοδο αλλάζει το υποκείμενο από «οι γυναίκες» στο «οι νεαροί άνδρες», κάτι που γίνεται κατανοητό μόνο όταν η ανάγνωση φτάσει στο «και να κάνουν έρωτα στις γυναίκες».
- Η χρήση του κόμματος άλλοτε είναι σύμφωνη με τη δικαιολογημένη αναρχία του προφορικού λόγου (όπου αναμενόμενα λείπει το εν λόγω σημείο στίξης) κι άλλοτε τηρεί τους κανόνες σαν να πειθαρχεί στη δεοντολογία του γραπτού λόγου. Ασυνέπεια;
Προχωρώ στο πιο καθοριστικό στοιχείο που επέδρασε αρνητικά στην κρίση μου, κι αυτό είναι η ασάφεια, ο μακροπερίοδος λόγος, τα συνεχή υπερβατά που αναγκάζουν τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει την περίοδο ή την παράγραφο.
Ακόμα κι αυτά θα ήταν λογικό να παρατηρούνται και να γίνονται ανεκτά σε ένα ιδιότυπο ύφος, όπως το δικό σας, αν και εξακολουθούν να είναι λάθη. Αφήνω τη χρήση του «πριν», το οποίο άλλοτε μέσα στο κείμενο συνοδεύεται από πρόθεση («πριν από...») κι άλλοτε όχι, αφήνω άλλες παράξενες συντάξεις (π.χ. «Προσπαθούσε να ανιχνεύσει στα μάτια τους κάτι οτιδήποτε θυγατέρων», σελ. 131) κ.λπ. Προχωρώ στο πιο καθοριστικό στοιχείο που επέδρασε αρνητικά στην κρίση μου, κι αυτό είναι η ασάφεια, ο μακροπερίοδος λόγος, τα συνεχή υπερβατά που αναγκάζουν τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει την περίοδο ή την παράγραφο. Αν αυτά ήταν η βασική επιλογή σε όλο το έργο, θα το καταλάβαινα και θα προσαρμοζόμουν ως αναγνώστης σ' αυτό το ύφος. Τώρα όμως η αδέξια πολυπλοκότητα ξεμυτίζει σε πολλά σημεία αναίτια και δυσκολεύει την ανάγνωση και τη ροή. Έτσι, το κείμενο μπορεί να μη διακρίνεται από πολλά άλλα γραμματικά ή συντακτικά λάθη, αλλά κουβαλά πολλή απροσδιοριστία, χωρίς λόγο διφορούμενες εκφράσεις, ασάφειες, στραμπουλήγματα της γλώσσας κ.λπ. που δεν οφείλονται μόνο στην ποιητική υφή της.
Αυτό που έκανα, ή μάλλον αυτό που μου ζητήσατε να κάνω, είναι άχαρο. Δεν διαβάζουμε τη λογοτεχνία έτσι, εκτός αν ξαναγυρίσουμε στον 19ο αιώνα, όπου έκριναν τα διαγωνιζόμενα έργα με τη γραμματική ανά χείρας. Δεν μου αρέσει. Αλλά από την άλλη, όταν ένα βιβλίο αξιολογείται, ενδέχεται είτε να εκτιμηθεί θετικά χάρη στην ιδιαίτερη γλώσσα του ή να κατακριθεί εξαιτίας της άστοχης χρήσης της. Κι εσείς βάλατε ψηλά τον πήχυ, επιχειρώντας ένα κράμα χωριάτικης ιδιολέκτου και προφορικού λόγου με δόσεις ποιητικότητας: όμως οι δυσκολίες που σε πολλά σημεία δημιούργησε αυτή η απόπειρα δεν είναι απλώς λογοτεχνικής φύσης, είναι επικοινωνιακής. Η ίδια γλώσσα θα ήταν αισθητικά πιο επιτυχής, αν σε μερικές περιόδους ο αναγνώστης δεν συναντούσε ασάφεια και δεν δυσκολευόταν -λόγω σολοικισμών- να καταλάβει το ακριβές νόημα.
Για το προηγούμενο μάλιστα βιβλίο σας, το «Therion», είχαν ακουστεί ανάλογες επισημάνσεις για την ολισθηρή γλώσσα του συγγραφέα: «Η εξοντωτική για τον αναγνώστη γλώσσα του, τόσο στη σύνταξη όσο και στο λεξιλόγιο, κράμα ποιητικής φρενίτιδας και λεξιθηρικού διανοουμενισμού (με πλήθος λέξεων όπως φιλαργία, αγαθοθέλεια, απαρεμφατικότητα, περίπυστος, προδιανοητικότητα) φτάνει συχνά σε ψηλές κορυφές φιλοσοφικού λυρισμού, αλλά ακόμα πιο συχνά σε μια αφόρητη εκζήτηση, που την κάνει μερικές φορές ακατανόητη» [η υπογράμμιση είναι δική μου] (Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Ο αριθμός του θηρίου», εφ. Τα Νέα, 28.8.2010).
Είστε επιμελητής και διορθωτής, αλλά εγώ είμαι φιλόλογος. Και οι σπουδές μου δεν σταματάνε στον εντοπισμό των γραμματικοσυντακτικών λαθών, αλλά εκτείνονται και στη λειτουργικότητα της γλώσσας.
Με τιμή,
Γιώργος Ν. Περαντωνάκης