Του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου
Σήμερα πέρασα όλο το πρωινό στο περιβόλι, κλαδεύοντας, σκάβοντας, ποτίζοντας. Τι θα γινόμουν αν δεν υπήρχαν αυτά τα λίγα τετραγωνικά μέτρα γης, για να μπορώ πού και πού ν’ ανασαίνω το χώμα; Το χώμα· η μόνη αλήθεια στη ζωή…
Το απόγευμα άνοιξα το παλιό σεντούκι του παππού και χάθηκα πάλι μέσα του: Όλα είναι πάντα εκεί· όπως άλλοτε: Προικοσύμφωνα απ’ το 1840, διαθήκες, συμβόλαια, πιστοποιητικά, πληρεξούσια, απολυτήρια, αποκόμματα εφημερίδων, προκηρύξεις, ψηφοδέλτια, λογαριασμοί, δούναι, λαβείν... Πόλεμοι, πείνες, καταστροφές, προδοσίες, δεν κατάφεραν να καταστρέψουν τα πράματ’ αυτά που μιλούν ακόμα τη δικιά τους λαλιά· ζώντας εκεί, κρυφά, τη δική τους ζωή. Ένας ολόκληρος κόσμος, αυτά τα παλιά χαρτιά· απ' τα μισά του προπερασμένου αιώνα.
Δεν είμαι προγονολάτρης. Δε βλέπω μέσα εκεί καθόλου τον πατέρα του πατέρα μου κι εκείνου τον πατέρα. Δε νοιώθω καμιά κούφια περηφάνια για μια δήθεν καλή κοινωνική καταγωγή. Βλέπω μόνο τη συνέχεια που έχει σπάσει εντελώς· τη θλιβερή παρακμή που παρασέρνει τυφλά τα πάντα στο διάβα της, σ’ ένα κόσμο δίχως συνέχεια, δίχως μνήμη· χωρίς ρίζες.
Τι ήταν ο παππούς; Ένας επαρχιακός δικηγόρος του περασμένου αιώνα. Ένας απλός νοικοκύρης. Δεν είχε σχεδόν ποτέ πατήσει το πόδι του στην Αθήνα.
Τι ήταν ο παππούς; Ένας επαρχιακός δικηγόρος του περασμένου αιώνα. Ένας απλός νοικοκύρης. Δεν είχε σχεδόν ποτέ πατήσει το πόδι του στην Αθήνα. Δεν ήξερε «ξένες γλώσσες». Δεν ήταν ψευτο-Ευρωπαίος· ίσως και να τον λέγαμε άξεστο σήμερα. Είχε βιβλία όμως! Ναι· είχε εδώ, το Corpus Juris Civilis, που το διάβαζε και το 'χε σχολιάσει κιόλας με τα ίδια του τα χέρια! (Πού να ’χε μάθει άραγε τόσο καλά λατινικά;) Είχε μαζέψει ένα σωρό Αρχαίους Έλληνες κλασσικούς και τους είχε διαβάσει και αυτούς. (Μα ποιοι να του δίδαξαν τόσο καλά τη γλώσσα την Αρχαία;) Σ’ ένα μικρό χωριό πριν εκατόν τόσα χρόνια… Ο παππούς· που γεννήθηκε, μεγάλωσε εδώ κι έζησ’ εδώ κι από ’δώ πήρε ό,τι είχε να του προσφέρει ο κοινωνικός του περίγυρος μόνο και το Ελληνικόν Σχολείον Ζαχόλης...
Είναι κιτρινισμένο το χαρτί, σοφό και γέρικο, μα διαβάζονται εύκολα τα βυζαντινά σχεδόν γράμματά του:
‘Aπολυτήριον. Πιστοποιείται ότι ο κύριος Π. Κ. Α., πατρός εμπόρου, εκ Ζαχόλης, ετών 13, διακούσας ανελλιπώς άπαντα τα εν τω σχολείω παραδιδόμενα μαθήματα, τους ενιαυτούς 1864-66· ήτοι Ελληνικά, Μαθηματικά, Ιεράν και Ελληνικήν Ιστορίαν, Αρχάς Συντάξεως, Πολιτικήν Γεωγραφίαν και Κατήχησιν, δημοσία δε κατά το τέλος του έτους επί αυτών εξετασθείς, απήντησεν άριστα. Διαγωγήν δε έδειξεν εν τω σχολείω αξίαν επαίνου.
Δίδοται όθεν το παρόν ίνα τω χρησιμεύση όπου δει. Εν Ζαχόλη, τη αη 7βρίου 1866.
Ο Ελληνοδιδάσκαλος Β. Οικονομόπουλος.
Αυτά τα χαρτιά, αυτές οι μαρτυρίες, βρίσκονται πάνω από έναν αιώνα εδώ κι ίσως είναι τώρα πια, απ’ τα ελάχιστα πράματα που είναι γέννημα θρέμμα του τόπου μας.
Γιατί αν κοιτάξεις γύρω σου, καταλαβαίνεις εύκολα πώς όλα έχουν αλλάξει. Όχι χρονικά βέβαια, ομαλά, εξελικτικά· αυτό είναι φυσικό, όλα αλλάζουν. Κάτι άλλο, πολύ σοβαρό έχει γίνει: Κάτι έσπασε, κόπηκε, χάθηκε. Δεν υπάρχει καμιά συνέχεια πλέον. Κάποιο σαράκι ροκανίζει ύπουλα τα πιο πολύτιμα κομμάτια της ψυχής μας. Δεν έχουμε όνειρα πια, δεν έχουμε ιδανικά· δεν έχουμε ούτ’ ένα μπούσουλα στη ζωή.
Ας το πούμε με το χέρι στην καρδιά: Δεν αγαπάμε αυτό που κάνουμε· ό,τι κι αν κάνουμε. Δεν έχουμε ζωή πια. Τι να το κάνω αν με διορίσουν σε μια θέση, τη στιγμή που η χώρα διαλύεται; Είναι σα να μου χαρίζουν ένα ζευγάρι παπούτσια δίχως σόλες. Μα πώς να περπατήσω;
Οι άλλοτε «ανώτερες τάξεις» συρρικνώθηκαν· μαζεύτηκαν στην Αθήνα. Μιμήθηκαν κι άλλοι, ακολούθησαν κι οι νέοι και η χώρα ρήμαξε.
Οι άλλοτε «ανώτερες τάξεις» συρρικνώθηκαν· μαζεύτηκαν στην Αθήνα. Μιμήθηκαν κι άλλοι, ακολούθησαν κι οι νέοι και η χώρα ρήμαξε. Δεν αφέθηκε καν στην τύχη της. Αλλιώς θα άνθιζε· να ’στε σίγουροι. Τότε που δεν ήταν στην ημερησία διάταξη οι λέξεις Ανάπτυξη, Τοπική Αυτοδιοίκηση, επιτροπές, συμβούλια, διαβούλια κι ένα σωρό άλλες κούφιες κουβέντες χωρίς κανέν’ αντίκρισμα, εδώ ήταν άλλοτε ένας ζωντανός Δήμος· με τριπλάσιο πληθυσμό απ’ ό,τι τώρα. Την εκκλησία πάνω στο λόφο, τη χτίσανε μόνοι τους· δίχως μηχανές, δίχως βοήθεια, δίχως τίποτα, σε σαράντα μόνο μέρες! Και τα καΐκια και τις βάρκες τους· μόνοι. Και το σχολειό και τα πηγάδια και τις στέρνες. Και τα πιο ταπεινά σοκάκια...
Μα πού πήγε τόση δύναμη, τόση ζωντάνια, τόσο πάθος;
Τα σπίτια που έχτιζαν οι παππούδες μας πριν εκατόν πενήντα χρόνια, μοιάζουνε ξένο παραμύθι τώρα· όπου και να κοιτάξεις γύρω σου. Όπως ολότελα ξένη φαίνεται πια και η πιο μοναχική ξερολιθιά -σοφή ωστόσο- που στέκει αιώνες όρθια, κόντρα στον άνεμο. Το πιο ασήμαντο καλντερίμι, που δεν πλημμυρίζει ποτέ· όσο κι αν βρέξει...
Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
|
Εδώ· στο σπίτι που έχτισε ο πατέρας του παππού, είχε βιβλία παντού. Κάποιοι τα διάβαζαν προφανώς, στο τρεμάμενο φως της λάμπας, δίπλα σ’ ένα κερί. Ελληνικά βιβλία· απ’ τον 18ο αιώνα, απ’ τον 19ο. Τυπωμένα στην Πόλη, στη Βενετία, στο Ναύπλιο, στο Λονδίνο, στη Σύρο, στην Πάτρα, στο Αίγιο. «Εν Αιγίω… ». Τώρα, τι να τυπώσεις στο Αίγιο; Μονάχα αγγελτήρια κηδειών και κάρτες μνημοσύνων...
Άλλοτε στέλνανε μόνοι τους σταφίδα και λάδι και λεμόνια μέχρι το Μάντσεστερ! Τώρα, περιμένουν εντολές από «πάνω» μονάχα – υπάλληλοι γνήσιοι. Κι όταν κάτι δεν πάει καλά· τα πετούν στο ρέμα, στη χωματερή. Αφήνουν τα χωράφια χέρσα και περιμένουν καμιά επιδότηση, τρώγοντας πατάτες απ’ την Τουρκία, με λεμόνια απ’ την Αργεντινή και σκόρδα από την Κίνα...
Πόσο λάθος προσανατολισμό έχουμε πάρει σα χώρα. Μέσα σε λίγα χρόνια διαλύσαμε πετυχημένες δομές που λειτουργούσαν ρολόι, πάνω από εικοσιπέντε αιώνες και βάλε! Έτσι έζησε η Ελλάδα· με πολλά κέντρα. Πολυκεντρική και γεμάτη ζωντάνια. Έτσι έζησε· αιώνες, χιλιάδες χρόνια. Γι αυτό αντέξαμε τόσα και τόσα.
Έπαψε ο Ελληνισμός να έχει πολλά κέντρα κι απόχτησε την Αθήνα μονάχα που, αν και τη σεβάστηκε ο κατακτητής, την γκρέμισαν μόνοι τους, οι ίδιοι.
Μετά τον εμφύλιο, κυρίως, χτυπήθηκε ο Ελληνισμός καίρια στη ραχοκοκαλιά του. Οι «νικημένοι», έτσι κι αλλιώς, είχαν από πριν αρνηθεί την έννοια της πατρίδας και οι δήθεν «νικητές», μέσα στην παραζάλη των σύγχρονων καιρών, δεν μπόρεσαν –ή δεν ήθελαν– να της δώσουν τη σωστή τροφή. Έπαψε ο Ελληνισμός να έχει πολλά κέντρα κι απόχτησε την Αθήνα μονάχα που –μοναδική περίπτωση σ’ όλο τον κόσμο–, αν και τη σεβάστηκε ο κατακτητής, την γκρέμισαν μόνοι τους, οι ίδιοι· οι δήθεν «νικητές». Για να την ξαναχτίσουν δίχως σχέδιο, πανάσχημη, πανάθλια, χυδαία· εκτός μέτρου. Και τους τιμούμε κιόλας γι’ αυτό!…
Ήρθε η χούντα, ήρθε η μεταπολίτευση, ήρθε η «αλλαγή»· δεν έμεινε και τίποτε όρθιο που να μην το αλέσει κι αυτό, η παγκοσμιοποίηση…
Όσο κι αν έχουν ευθύνες· δε φταίνε οι απλοί άνθρωποι της επαρχίας, όσοι απόμειναν, αν είν’ απαίδευτοι κι ανέτοιμοι για τους σύγχρονους καιρούς. Αν έχουν γίνει κακόγουστοι, αν λησμονούν την παράδοση· που τη θυμηθήκαμε πολύ αργά… Δε φταίνε αν λησμονούν τις ρίζες τους και δε νοιώθουν κάτι, μόνο και μόνο που ζουν εδώ, κάτω απ’ αυτόν του ουρανό και μιλούν αυτή τη γλώσσα· την ίδια γλώσσα με τα δελφίνια του Ομήρου. Δε φταίν’ αυτοί: Την πρωτεύουσά τους μιμούνται. Τις Ηγεσίες τους ακολουθούν αγκομαχώντας στα τυφλά· σχεδόν μισόν αιώνα τώρα. Αυτό το παράδειγμα έλαβαν, αυτή την αγωγή.
Έπαψε πια ο Ελληνισμός να έχει δικιά του ζωή στην Περιφέρεια και μάζεψε όλο το θάνατο στην Αθήνα, γυρεύοντας μονάχα ένα διορισμό, μια θέση στο δημόσιο· ακόμα και με πλαστά χαρτιά. Γυρεύοντας όλοι πώς θα καταναλώσουν, πώς θα κερδίσουν περισσότερα· άκοπα και χωρίς να παράγουν τίποτα. Αυτό που δεν είχε γίνει δυο και τρεις χιλιάδες χρόνια, έγινε τώρα και οι συνέπειες είναι ήδη ορατές παντού.
Μη γελιόμαστε· δεν είναι η «κρίση», το οικονομικό, το νέφος, η υγεία, η παιδεία, το κυκλοφοριακό: Είναι ο βέβαιος θάνατος του Ελληνικού Έθνους, αν συνεχίσουμε έτσι· δίχως πυξίδα, χωρίς γνώση, δίχως στόχους. Θάνατος που ήδη έχει αρχίσει να κυριαρχεί παντού, καθώς είναι πια φανερό πως το σπάσιμο όλων αυτών των δομών έχει φέρει μια γενική καχεξία σ’ ολόκληρο τον πληθυσμό. Μιαν αφόρητη, γκρίζα, ψυχική μιζέρια που όσο κι αν θέλουμε δε μπορεί να κρυφτεί κάτω απ’ το χαλί, μα κανείς σχεδόν δε δείχνει να γνωρίζει την πηγή της. Μια γενική βλακεία –συγχωρέστε με· αυτή είναι η λέξη– ναι· βλακεία που είναι δύσκολο να τη συλλάβεις σ’ όλη της την έκταση. Δεν είναι αφηρημένη έννοια αυτό το τελευταίο, δεν είναι σχήμα λόγου· θυμηθείτε: "Μωραίνει Κύριος όν βούλεται απολέσαι".
Έχει έρθει ο πληθυσμός ολόκληρος και το ίδιο το Κράτος σ’ έν’ απέραντο αδιέξοδο κι όμως κανείς δε νοιάζεται στ’ αλήθεια. Κανείς δεν τολμάει να πει την αλήθεια: Πως πρέπει να θελήσουμε, όλοι, να δουλέψουμε σκληρά· με όραμα, με κέφι. Κανείς δε φαίνεται να βλέπει πως τις λύσεις τις κρύβει ο μικρός μου κήπος και το σεντούκι του παππού· αρκεί να το θελήσουμε... Και τόσα περιβόλια, τόσα σεντούκια των παππούδων μας· στα Γιάννενα, στη Ρόδο, στο Σουφλί, στη Φλώρινα, παντού× στη Θράκη, στην Πύλο, στην Κω, στην Κρήτη, στην Κέρκυρα, παντού× στην Ελλάδα ολάκερη…
Κοινωνίες που μοχθούσαν, έδιναν λύσεις και τραγουδούσαν τη ζωή και το θάνατο, βλέποντας με χαρά κάθε μέρα το φως το Ελληνικό.
Σε τόσες πόλεις-κράτη, που ήσαν άλλοτε ζωντανά κύτταρα που ανάσαιναν με το διαολεμένο κέφι του Έλληνα, «κάνοντας οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». Κοινωνίες που μοχθούσαν, έδιναν λύσεις και τραγουδούσαν τη ζωή και το θάνατο, βλέποντας με χαρά κάθε μέρα το φως το Ελληνικό· μα είναι τώρα γκρίζες πολιτείες νεκρές, που οι κάτοικοί τους –σκυθρωποί, σκιαγμένοι, χαμένοι– προσμένουν ευλαβικά απ’ την τηλεόραση να τους πει πόση θερμοκρασία είχανε λέει στα σπίτια τους· αν έβρεξε, αν χιόνισε, αν έμεινε ζωντανό κάνα δάσος που δεν το ’καψαν πάλι· πόσο πάνε τα spreds, τι γίνεται με το «κούρεμα» και τι καινούργιες μίζες εκατομμυρίων φτερουγίζουν ξεδιάντροπα μπροστά στα μάτια μας, λες κι είναι στραγάλια...
* Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο το ποιητικό έργο Οχιναιλέγοντας (εκδ. Ίκαρος).