
Σκέψεις για τέσσερα βιβλία του Γιάννη Ατζακά με όχημα και γέφυρα τα «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο), της Κλερ Κίγκαν. Κεντρική εικόνα: Ο μικρός Φίλιππος Μηλίκας, στην ταινία «Θολός βυθός» της Ελένης Αλεξανδράκη.
Γράφει ο Παναγιώτης Γούτας
Η κάπως αναπάντεχη επιτυχία που είχε, τελευταία, στη χώρα μας το βιβλίο της Κλερ Κίγκαν Μικρά πράγματα σαν κι αυτά (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο, 2022), όπου η συγγραφέας, με λιτή και αφαιρετική αφήγηση, αναφέρεται μεταξύ άλλων και στα διαβόητα «Πλυντήρια» της Αγίας Μαγδαληνής, ένα εκ των οποίων σε τμήμα κάποιου Μοναστηριού και σε απόσταση αναπνοής από το καθολικό σχολείο μιας μικρής πόλης στην Ιρλανδία (φοιτούσαν εκεί τα κορίτσια της περιοχής), συνειρμικά μάς παραπέμπει και σε κάποια παλιότερα βιβλία του Γιάννη Ατζακά.
Σε κάποια μυθιστορήματα του γνωστού συγγραφέα γίνεται αναφορά στις Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, όπου ο ίδιος έζησε έγκλειστος στο παρελθόν επί έξι ολόκληρα χρόνια. Δίχως να αμφισβητώ τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου της Κίγκαν, που η ιστορία της ξετυλίγεται το 1985 στην Ιρλανδία και ως προς δομή και ύφος παραπέμπει, μεταξύ άλλων, και στον Ντίκενς (κορίτσια «ηθικώς παραστρατημένα», που οδηγούνταν διά της βίας από το σχολείο στο Μοναστήρι, με εκβιασμούς και απειλές, και δούλευαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες με κίνδυνο της ζωής τους), θα έλεγα πως τα βιβλία του Ατζακά αναφορικά με το ζήτημα των Παιδουπόλεων παρουσιάζουν εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον για δύο λόγους: Αφενός γιατί αναφέρονται σε μια όχι και τόσο μακρινή ελληνική πραγματικότητα, πάνω σε ένα σχετικά συναφές θέμα (Ιδρύματα ελεγχόμενα από την εκκλησία, στην περίπτωση της Κίγκαν – Ιδρύματα ελεγχόμενα από τους μονάρχες που στήριζαν, θεωρητικά, τα ορφανά της εποχής, στην περίπτωση του Ατζακά), αφετέρου γιατί στα βιβλία του ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας, παρά τα διάσπαρτα εδώ κι εκεί μυθοπλαστικά του ευρήματα, αναφέρεται στις Παιδουπόλεις αυτοβιογραφούμενος. Επομένως, μπορούμε να κάνουμε λόγο για αφηγήσεις πρωτογενούς βιώματος, με βάση ένα επώδυνο παιδικό τραύμα, και όχι για βιβλία αποστασιοποιημένου βλέμματος σ’ ένα σκάνδαλο πρώτης γραμμής, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της Ιρλανδής συγγραφέως.
Η τριλογία του Γιάννη Ατζακά
Μια πρώτη νύξη στο ζήτημα των Παιδουπόλεων γίνεται στο βιβλίο Διπλωμένα φτερά (εκδ. Άγρα, 2007), όπου, σε όλες τις σελίδες του, κυριαρχεί η χαρακτηριστική μορφή της γριάς-Βενετιάς, γιαγιάς του συγγραφέα, που τον μεγαλώνει σαν μάνα του, αφού ο αντάρτης πατέρας του μικρού Γιάννη δεν έχει δώσει σημεία ζωής και η μάνα του έχει πεθάνει. Η αναφορά ξεκινά μόλις στην 111 σελίδα ενός βιβλίου συνολικά 155 σελίδων, καταλαμβάνοντας ένα μόλις κεφάλαιο λίγων σελίδων, που τιτλοφορείται «Μία ακόμη Μητέρα» – υπονοείται η βασίλισσα. Θα λέγαμε πως είναι το πρόγευμα για το κυρίως γεύμα που θ’ ακολουθήσει, δύο χρόνια μετά, με το Θολός βυθός (εκδ. Άγρα, 2009), βιβλίο που απέσπασε το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για τη χρονιά που εκδόθηκε.
Αν στο Διπλωμένα φτερά ο μικρός Γιάννης ήταν ζωηρός, ατίθασος, σκανδαλιάρης και ανέμελος, ζώντας μέσα στη φύση με τον γάιδαρο και την κατσίκα του, στο Θολός βυθός δεν έχει πολλά περιθώρια αντίδρασης απέναντι στην πραγματικότητα των Παιδουπόλεων. Μία μνήμη, καταχωνιασμένη στα τρίσβαθα του νου του συγγραφέα για περισσότερο από 50 χρόνια, πυροδοτείται έξαφνα και ζωντανεύει, επιμένοντας ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια. Ζωντανεύει, έτσι, μέσα από τους παράλληλους μονολόγους ενός άντρα κι ενός παιδιού, που στην ουσία είναι το ίδιο πρόσωπο, μια ολόκληρη εποχή. Μια εποχή με κατ’ επίφαση ιερά ονόματα Παιδουπόλεων (Απόστολος Παύλος, Άγιος Δημήτριος κ.ά.), όμως με άκρως χειριστικό τρόπο αγωγής και συμπεριφοράς εκ μέρους των λειτουργών των Ιδρυμάτων, με άφθονη ηθικολογική και υπερπατριωτική προπαγάνδα και με πολιτική σκοπιμότητα.
Τέλος, στο Φως της Φονιάς (εκδ. Άγρα, 2013) ο ίδιος ήρωας, ο Γιάννης (ίδιο όνομα με εκείνο του συγγραφέα), επιστρέφει μετά από περιπλάνηση 8 χρόνων στο νησί του, τη Θάσο, ως ξένος. Το εν λόγω μυθιστόρημα αποτελεί ένα κείμενο αυτογνωσίας για έναν μοναχικό έφηβο, που αντιλαμβάνεται πως η περίοδος του εγκλεισμού του, έχοντας ως μητέρα του τη Βασίλισσα, έχει λήξει και θα πρέπει να βρει και πάλι τον δρόμο του και να συνδεθεί με το παρελθόν του, ακολουθώντας τα χνάρια του αντάρτη πατέρα του.
Ο Ατζακάς, κάνοντας ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, όχι τόσο με την εποχή και με τη σκληρότητα των ανθρώπων της, όσο με τον ίδιο του τον εαυτό, μας χάρισε χυμώδη και ουσιαστικά μυθιστορήματα αυτογνωσίας και αναψηλάφησης της ατομικής αλλά και της συλλογικής μας μνήμης.
Τα βιβλία αυτά παρουσιάζουν πρόσθετο ενδιαφέρον γιατί καταγράφουν εύγλωττα μια ολόκληρη περίοδο (αυτή του Εμφυλίου και των μετεμφυλιακών χρόνων) μέσα από τη ματιά ενός μικρού παιδιού και, λίγο μετά, ενός εφήβου. Η αγνότητα του βλέμματος του αφηγητή σε δυνατό κοντράστ με τη σκληρότητα εκείνων των χρόνων αποτελούν, εκτός από πρώτο συγγραφικό καύσιμο, και το ατού στα χέρια του συγγραφέα για να αφηγηθεί τα γεγονότα, ξορκίζοντας κατά κάποιο τρόπο το παιδικό τραύμα, που όμως πάντα θα τον ακολουθεί. Ο Ατζακάς, κάνοντας ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, όχι τόσο με την εποχή και με τη σκληρότητα των ανθρώπων της, όσο με τον ίδιο του τον εαυτό, μας χάρισε χυμώδη και ουσιαστικά μυθιστορήματα αυτογνωσίας και αναψηλάφησης της ατομικής αλλά και της συλλογικής μας μνήμης.
«Η ταπεινή μπαλάντα των ημιονηγών της δικτατορίας».
Κατά τη διάρκεια της τύπωσης της παραπάνω τριλογίας, ο Ατζακάς τυπώνει ένα ακόμη μυθιστόρημα, με τον τίτλο Κάτω από τις οπλές (εκδ. Άγρα, 2010). Με μυθοπλαστικό εύρημα την ύπαρξη δύο φίλων, του Άλκη Πολίτη, απόφοιτου Φιλολογίας, και του Χάρη Φωτίου, που είναι ηθοποιός, ο Ατζακάς καταθέτει βιώματα από το «διαβόητο 2ο ΤΟΜ Κολινδρού-Τάγμα Ορεινών Μεταφορών, τάγμα ημιονηγών πιο απλά, μουλαράδων καλύτερα, όπως το ήξερε ο κόσμος όλος».
Καψόνια, πειθαρχεία, εθνικές διαφωτίσεις, οι σταμπαρισμένοι της ζωής λόγω πολιτικών φρονημάτων και οι εσαεί πατριώτες, χαφιεδισμός, χοντροί φάκελοι, στρατιωτική ορολογία, δηλώσεις μετανοίας και νομιμοφροσύνης, κομμουνιστοφάγοι συνταγματάρχες, η ξύλινη γλώσσα των υποστηρικτών της «εθνοσωτηρίου», οι ανανήψαντες και όσοι άντεξαν τις περιστάσεις. Το βιβλίο γράφτηκε για να διαφυλάξει ο Χάρης τις εμπειρίες, τις δικές του και του Άλκη, από τον στρατό, τις χρονιές 1967 και 1968, αξιοποιώντας ημερολογιακές σημειώσεις και ποιήματα του Άλκη. Η αφήγηση κλείνει μ’ ένα άκρως υπαινικτικό κείμενο από τις σημειώσεις του Άλκη, που λειτουργεί ως κρεσέντο στην όλη σύνθεση, συνοψίζοντας όλον τον εφιάλτη της δικτατορίας των συνταγματαρχών μέσα από περιγραφές σφαγείων στα σύνορα του Έβρου.
Ο Θολός βυθός στον κινηματογράφο – Κάποιες σκέψεις
Όπως το Μικρά πράγματα σαν αυτά της Κλερ Κίγκαν μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη (χαμηλόφωνη, λίγο μουντή και μελαγχολική, αλλά απλή, μεστή κι αληθινή), το ίδιο συνέβη και με το βιβλίο Θολός βυθός του Ατζακά. Η ταινία γυρίστηκε σε σενάριο της Ελένης Αλεξανδράκη και του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, και παίζεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες της χώρας. Η σκηνοθεσία είναι της Ελένης Αλεξανδράκη, ενώ τη μουσική της υπογράφει ο Νίκος Ξυδάκης. Η κριτική σημειώνει πως πρόκειται για μία ταινία που «αναμοχλεύει την Ιστορία με τον ασπρόμαυρο, αποσπασματικό, επείγοντα τρόπο που το κάνει η μνήμη».
Κάποιες τελευταίες σκέψεις, που προκύπτουν από την ανάγνωση της τριλογίας του Ατζακά για τις Παιδουπόλεις αλλά και του μυθιστορήματος Κάτω από τις οπλές:
1) Η αφήγηση τέτοιων ευαίσθητων θεμάτων, όταν είναι γραμμένη από πρώτο χέρι και μεταφερμένη από πρωτογενή βιώματα, είναι σαφώς πιο επιδραστική και πειστική από οποιαδήποτε καθαρή επινόηση ή συγγραφή βιβλίων τύπου «ρεπορτάζ κατόπιν εξαντλητικής έρευνας». Οι νεότεροι συγγραφείς για να ψηλαφήσουν τις συγκεκριμένες εποχές θα πρέπει να βασιστούν σε βιώματα του στενού τους περίγυρου (εμπειρίες συγγενών) ή σε βιώματα τρίτων (εφημερίδες, Τύπος, αρχεία κ.τλ.) και να επιστρατεύσουν επινόηση και φαντασία.
2) Ξενίζει το γεγονός ότι μια απείρως πιο φριχτή κατάσταση των Παιδουπόλεων της Φρειδερίκης (που, στο κάτω κάτω, επιτέλεσαν κι ένα κοινωνικό έργο, έστω με στρεβλό τρόπο), όπως εκείνη των «Πλυντηρίων» του βιβλίου της Κίγκαν, διατηρήθηκε (και συντηρήθηκε) επί περισσότερα χρόνια (από το 1920 μέχρι το 1996, με πολλές καταγγελίες για θύματα και αποκάλυψη 150 ανώνυμων τάφων κοριτσιών που σχετίζονταν με την υπόθεση) στην ιρλανδική ύπαιθρο (η Κίγκαν, όπως προείπα, τοποθετεί την ιστορία της το 1985), ενώ οι Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, που ξεκίνησαν τη λειτουργία τους το 1947, σταμάτησαν να λειτουργούν το 1964.
3) Η γενιά του Ατζακά έζησε από πρώτο χέρι μεγάλες πολιτικές αλλαγές και ιστορικά γεγονότα. Τα βιώματά του είναι έντονα και τραυματικά, αποτελούν ευλογία όμως για έναν συγγραφέα. Παντού, σε όλα του τα βιβλία, υποφώσκει ο στίχος του Αναγνωστάκη: Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω. Σημαντικότερο, όμως, της παράθεσης αυτών των γεγονότων και της λογοτεχνικής τους αξιοποίησης είναι, νομίζω, η αίσθηση του ηθικού χρέους που νιώθει ο συγγραφέας να διασώσει το παρελθόν του διά της μνήμης. Αυτή η αίσθηση του χρέους εντοπίζεται και στο Κάτω από τις οπλές, αφού ο Χάρης νιώθει ως καθήκον και ιερή υποχρέωσή του να διασώσει και να αξιοποιήσει το ημερολόγιο του φίλου του, Άλκη.
*Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο η συλλογή διηγημάτων «Ένα δικό του δωμάτιο» (εκδ. Ρώμη).