
Σκέψεις για τη σχέση της Ιστορίας με τη λογοτεχνία και για τα αξιολογικά κριτήρια της λογοτεχνικότητας, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Από Φύλο σε Φύλο – 10 ιστορίες για την ελευθερία και την ισότητα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας» (εκδ. Free Thinking Zone/Athens Voice). Κεντρική εικόνα: © Freepik.
Γράφει η Άννα Αφεντουλίδου
Λίγο πριν από την έκδοση του βιβλίου Από Φύλο σε Φύλο – 10 ιστορίες για την ελευθερία και την ισότητα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας (εκδ. Free Thinking Zone/Athens Voice) υπήρξαν έντονες αντιδράσεις κάποιων ομάδων ή ατόμων που ανήκουν στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα με μηνύματα προς την επιμελήτρια του τόμου Εύα Στάμου αλλά και τη διοργανώτρια Αρετή Γεωργιλή (Free Thinking Zone) με τα οποία αμφισβητούνταν η ικανότητα και το δικαίωμα ατόμων με μη queer ταυτότητα να γράφουν για θέματα queer.
Με αφορμή το γεγονός αυτό θεωρώ ότι έχουν τεθεί εκ νέου –όχι για πρώτη, βέβαια, αλλά για πολλοστή φορά– δύο κρίσιμα θεωρητικά ζητήματα:
1. Το θέμα της σχέσης της Ιστορίας με τη λογοτεχνία και
2. Το θέμα των αξιολογικών κριτηρίων της λογοτεχνικότητας – του κατά πόσο δηλαδή ένα κείμενο είναι λογοτεχνικό ή «αξίζει» ως τέτοιο.
Θα προσπαθήσω πολύ σύντομα να εξηγήσω.
Το πρώτο θέμα έχει ποικίλες διαστάσεις: πόσο η λογοτεχνία γίνεται πράγματι φορέας της Ιστορίας, δηλαδή της αληθειακής αναπαράστασης γεγονότων που συνέβησαν στο επίπεδο της ατομικής και συλλογικής ζωής; Πρόκειται για ερώτημα πολύ παλιό. Το έχουν ήδη αντιμετωπίσει οι Ομηριστές αιώνες πριν, όταν είχαν να απαντήσουν στο κρίσιμο για την εποχή τους ερώτημα: μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα ομηρικά έπη ως ιστορικές πηγές; Και μετά από πολυετείς διαμάχες και αλλεπάλληλες αρχειακές έρευνες αποφάνθηκαν πως όχι.
Αυτή η α-φερεγγυότητα από την πλευρά της ιστορικής τεκμηρίωσης των Ομηρικών επών καθόλου δεν υποβιβάζει βεβαίως τη λογοτεχνική τους αξία.
Επειδή τα ομηρικά έπη εκτός από τον μύθο, πάνω στο οποίο έστηναν τις αφηγήσεις τους έχουν χρησιμοποιήσει πληθώρα πραγματολογικών αναφορών από διαφορετικές εποχές: τόσο από την μυκηναϊκή κατά την οποία υποτίθεται ότι διαδραματίστηκαν τα αφηγούμενα γεγονότα όσο και από τα γεωμετρικά χρόνια που ήταν η εποχή κατά την οποία έζησαν οι δημιουργοί τους. Και που ήταν (εννοείται) πολύ περισσότεροι του ενός, παρόλο που η παράδοση έχει διασώσει το όνομα του Ομήρου ως του μοναδικού δημιουργού τους – το περίφημο «ομηρικό ζήτημα». Αυτή η α-φερεγγυότητα από την πλευρά της ιστορικής τεκμηρίωσης των Ομηρικών επών καθόλου δεν υποβιβάζει βεβαίως τη λογοτεχνική τους αξία.
Επομένως, για να έλθουμε στη σημερινή αναζωπυρωμένη συζήτηση για το πολυπαθές αυτό ερώτημα: μπορεί π.χ. ένα μυθιστόρημα που γράφεται σήμερα να αποδώσει λ.χ. την ιστορική διάσταση του Εμφυλίου, χωρίς να υπεισέρχονται σε αυτό στοιχεία από τα σημερινά βιώματα του συγγραφέα τους; Από κείμενα που κατά καιρούς διάβασε; Από πολιτικές ερμηνείες; Μπορούμε να «μάθουμε» ή και να «ξαναγράψουμε» την Ιστορία μέσα από αυτά; Προφανώς η απάντηση είναι όχι.
Και διότι το μυθιστόρημα εμπεριέχει ένα μεγάλο ποσοστό επινόησης –εύλογο, παρόλο που συχνά φαίνεται να λησμονείται ότι αυτή είναι η φύση του– και διότι ο βασικός του σκοπός ΔΕΝ είναι αυτός. Η λογοτεχνία δεν έχει ως σκοπό να μεταδώσει πληροφορίες και γνώσεις –η περίφημη αναφορική λειτουργία της γλώσσας δεν είναι η κυρίαρχη ως προς αυτό– αλλά να μιλήσει για ό,τι με δυο λέξεις ονομάζουμε «ανθρώπινη περιπέτεια».
Και οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες θα κρίνουν αν τους αφορούν οι αφηγήσεις μου όχι με βάση την προϋπόθεση του αν αναπαριστώ με ακρίβεια και ιστορική πιστότητα την εποχή αλλά αν τους αφήνω χώρο να ακουμπήσουν και το δικό τους βίωμα [...]
Δηλαδή, αν εμένα ως συγγραφέα με καίει η απώλεια, το θέμα της δύσκολης συγκυρίας που ονομάζουμε μοίρα, αν με καίει το θέμα των χαμένων μου ονείρων, της διάψευσης ή της προδοσίας, όποιον «καμβά» κι αν επιλέξω να στήσω την αφήγησή μου: τον μεσαίωνα, τον εμφύλιο, την επανάσταση του '21 ή τη σημερινή εποχή, εγώ για αυτά τα θέματα θα μιλήσω.
Και οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες θα κρίνουν αν τους αφορούν οι αφηγήσεις μου όχι με βάση την προϋπόθεση του αν αναπαριστώ με ακρίβεια και ιστορική πιστότητα την εποχή αλλά αν τους αφήνω χώρο να ακουμπήσουν και το δικό τους βίωμα, δηλαδή αν βρουν σημεία ταύτισης και σύγκλισης. Αν αισθανθούν ότι κάτι δικό τους κουμπώνει κάπου στις λέξεις μου.
Και τότε θα πουν: ναι, η ματαίωση και εμένα με αγγίζει, ένιωσα την πίκρα του ήρωα, ναι, κλείνοντας το βιβλίο το σκέφτομαι, μου άφησε κάτι. Απόλαυσα τις εικόνες και τις λέξεις του, μοιράστηκα τις εμπειρίες των προσώπων του, που μπορεί να είναι διαφορετικές αλλά με αφορούν και μου προκαλούν συγκίνηση και λέω ότι αυτό το ποιητικό ή το πεζογραφικό κείμενο μού άρεσε! Όχι, ότι αυτό το ποιητικό ή το πεζογραφικό κείμενο με έπεισε για την αντικειμενική αλήθεια που υποστηρίζει!
Αν ο σκοπός του αναγνώστη είναι να μάθει πώς ζούσαν οι άνθρωποι π.χ. τον Μεσαίωνα, καλύτερα να διαλέξει μια ιστοριογραφική αφήγηση ή αν θέλει να μάθει για τους θεσμούς και τα κοινωνικά ήθη ας επιλέξει ένα ιστορικό ή ένα κοινωνιολογικό δοκίμιο.
Το να προτάσσω την αληθειακότητα ως πρώτιστο κριτήριο λογοτεχνικότητας ή ακόμα χειρότερα να τη θεωρώ αποκλειστική προϋπόθεση, για να έχω το δικαίωμα να γράψω, αποτελεί διαστρέβλωση του ίδιου του χαρακτήρα της λογοτεχνίας.
Δεν λησμονώ βεβαίως ότι το ευρύ κοινό έλκεται από τη μαγική φράση: «μια αληθινή ιστορία». Και γι’ αυτό πολλές φορές σε κινηματογραφικές ταινίες ή και σε μυθιστορήματα στα διαφημιστικά τους τρέιλερ ή στα δελτία τύπου υπογραμμίζεται ότι βασίζεται σε/ ή πρόκειται για/ μια «αληθινή ιστορία». Επειδή αυτό προκαλεί την περιέργεια ή και το αντανακλαστικό του ενστίκτου της κλειδαρότρυπας: διογκώνεται η περιέργεια να μάθω πώς ζει και ποια είναι τα πάθη όχι ενός οποιουδήποτε υποτιθέμενου ανθρώπου, αλλά του συγκεκριμένου ανθρώπου που μπορεί να είναι και «της διπλανής πόρτας», τι συμβαίνει πίσω από τους κλειστούς τοίχους του ιδιωτικού του βίου.
Ωστόσο, πρόκειται για μια επικοινωνιακή πολιτική η οποία αποσκοπεί στην προσέλκυση αγοραστών και όχι για μια αξιολογικού τύπου προσέγγιση της τέχνης. Επομένως, το να προτάσσω την αληθειακότητα ως πρώτιστο κριτήριο λογοτεχνικότητας ή ακόμα χειρότερα να τη θεωρώ αποκλειστική προϋπόθεση, για να έχω το δικαίωμα να γράψω, αποτελεί διαστρέβλωση του ίδιου του χαρακτήρα της λογοτεχνίας. Και όχι μόνο.
Δυστυχώς, γρήγορα διαπιστώνουμε ότι κάτι τέτοιο φτάνει στην ακραία εκδοχή μιας σειράς νέων αποκλεισμών. Δηλαδή για να μιλήσω για ένα γυναικείο βίωμα, θα πρέπει να είμαι αποκλειστικά και μόνο γυναίκα; Για να μπορέσω να μιλήσω για το βίωμα του πολέμου θα πρέπει να έχω πολεμήσει; Για να γράψω μια αφήγηση που εμπεριέχει ένα βίωμα queer θα πρέπει να έχω ταυτότητα queer; Ας προσέξουμε ένα κρίσιμο σημείο: Οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα όλων των ανθρώπων να μιλούν ελεύθερα για όποια από τα βιώματά τους επιθυμούν αλλά και για ό,τι καίει τον καθένα και την κάθε μία χωρίς εμπόδια, προκαταλήψεις και φραγμούς. Να υπάρχει ελευθερία έκφρασης, κατοχυρωμένο πλαίσιο πραγματικής συμπερίληψης χωρίς αποκλεισμούς. Αλλά ας μην επιτρέψουμε στο όνομα ενός απόλυτου και δογματικού δικαιωματισμού να οδηγηθούμε σε καινούργιες και μάλιστα ενδεδυμένες με κινηματικά και ακτιβιστικά χαρακτηριστικά περιχαρακώσεις. Οφείλουμε να άρουμε τους αποκλεισμούς και όχι να δημιουργούμε τους όρους για καινούργιους.
Ας μην επιτρέψουμε στο όνομα ενός απόλυτου και δογματικού δικαιωματισμού να οδηγηθούμε σε καινούργιες και μάλιστα ενδεδυμένες με κινηματικά και ακτιβιστικά χαρακτηριστικά περιχαρακώσεις. Οφείλουμε να άρουμε τους αποκλεισμούς και όχι να δημιουργούμε τους όρους για καινούργιους.
Επομένως, όποιος/α θέλει να μιλήσουν για τα προσωπικά τους βιώματα (το πολυαναφερόμενο και ευπώλητο στις μέρες μας autofiction) βεβαίως και έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Αλλά οφείλει να γνωρίζει πως στο πεδίο της λογοτεχνίας θα κριθεί όχι με όρους «δημοσιογραφικής γνησιότητας», αλλά με τους όρους της «λογοτεχνικής αξίας».
Και έχω μέσα από αυτή τη συλλογιστική πορεία φτάσει ουσιαστικά και στο δεύτερο θέμα μου: τι είναι εκείνο που κρίνει την πραγματική λογοτεχνική αξία ενός κειμένου; Η αληθειακότητά του; Δηλαδή αν αποτυπώνει γεγονότα που συνέβησαν στην αληθινή ζωή είτε ατομικά (δηλαδή γράφοντας για το ατομικό βίωμα ή την ατομική εμπειρία), είτε συλλογικά (δηλαδή καταγράφοντας αυτό που λέμε Ιστορία);
Ή αν κατορθώνει με τη γλώσσα, το ύφος, τη δύναμη της αποτύπωσης των εικόνων, των συναισθημάτων και των σκέψεών του, αν κατορθώνει να κινητοποιήσει αυτόν και αυτήν που το διαβάζει, αν μπορέσει να μας πάρει μαζί του, να μας κάνει να νιώσουμε ότι μας αφορά, ότι κάπου μέσα κρύβεται και κάτι δικό μας, κάτι που αφορά όλους τους ανθρώπους;
Γιατί η απώλεια, ο έρωτας, ο θάνατος, ο πόνος, η χαρά, η σύγκρουση με το περιβάλλον και τα στερεότυπα, ο αγώνας για επίτευξη της ελευθερίας και της ευτυχίας, η ανάγκη της επικοινωνίας με όλες τις μορφές και σε όλες τις εκφάνσεις είναι πυρηνικά θέματα πάνω στα οποία χτίζει αιώνες τώρα η τέχνη. Σε κάθε εποχή με άλλους τρόπους. Αλλά πάντα αυτό κάνει.
Και όποιος και όποια έχει την ευλογία (ή και την κατάρα) να θέλει ή να μπορεί να το αποτυπώσει σε ένα καλλιτεχνικό έργο μετέχει αυτής της μοίρας. Ας μην υποκαταστήσουμε τον καταδικαστέο από όλους και όλες μας πια Κανόνα-του-Ευρωπαίου-λευκού-και-άντρα-πρωταγωνιστή με τον κατακερματισμό των περιχαρακωμένων ομάδων όπου η κάθε μία –ως μία νέα μεσαιωνικού τύπου συντεχνία– θα έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να μιλά για το δικό της βίωμα αποκλείοντας όποια άλλη θελήσει να μοιραστεί μαζί της τα δικά της διαφορετικά επιπολής αλλά ομόλογα και κοινά εν τω βάθει βιώματα.
Ας μη λησμονούμε: υπηρετώντας την Τέχνη χτίζουμε γέφυρες προσδοκώντας ότι ίσως κάποτε κατορθώσουμε να γκρεμίσουμε τα Τείχη.
* Η ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια και κριτικός. Τελευταίο βιβλίο της η συγκεντρωτική κριτική έκδοση των «Διηγημάτων του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (2022, ΣΩΒ).