Σκέψεις με αφορμή την παράλληλη ανάγνωση των εμβληματικών μυθιστορημάτων του Κόρμακ ΜακΚάρθι «Ο επιβάτης» και «Stella Maris», που κυκλοφόρησαν σχεδον ταυτόχρονα από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Γιώργου Κυριαζή.
Γράφει η Ζωή Μπέλλα - Αρμάου
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι είχε υποβάλει για πρώτη φορά στον εκδότη του το ολοκληρωμένο χειρόγραφο του Stella Maris και ένα ημιτελές προσχέδιο του Επιβάτη (The Passenger) επτά χρόνια πριν οι New York Times ανακοινώσουν την έκδοση τον Μάρτιο του 2022. Το 2017, είχε γίνει μια συζήτηση στο Ινστιτούτο Σάντα Φε του Νέου Μεξικού, μέλος του οποίου είναι ο ΜακΚάρθι εδώ και χρόνια, ανάμεσα στον πρόεδρο του Ινστιτούτου David Krakauer και τον συγγραφέα, σχετικά με τα δύο αναμενόμενα έργα του. Η συζήτηση βιντεοσκοπήθηκε και δόθηκε (ή διέρρευσε;) στα μέσα ενημέρωσης κι απ’ αυτήν γινόταν γνωστό ότι τα βασικά θέματα των νέων βιβλίων θα αφορούσαν την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τη γλωσσολογία, πεδία με τα οποία ο Μακάρθι ασχολείται τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Ωστόσο, από αυτό το γεγονός και μετά δεν είχε ακουστεί τίποτα μέχρι την ανακοίνωση των NYT πριν λίγους μήνες.
Να υποθέσουμε ότι ο συγγραφέας διερευνούσε εξονυχιστικά τις πηγές του και δοκίμαζε υπομονετικά την πένα του σε δύσκολα μονοπάτια; Έτσι προκύπτει από κάποιες μαρτυρίες, όπως του Richard Woodward, του δημοσιογράφου που του είχε πάρει την πρώτη πιο γνωστή συνέντευξη για τους NYT το 1992 (στη συνέχεια έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας αρκετές άλλες κυρίως σε επαρχιακά έντυπα από τη δεκαετία του ’70 ακόμη), ο οποίος αναφέρει ότι ο ΜακΚάρθι εμφανιζόταν τακτικά στο Σάντα Φε και παρακολουθούσε ομιλίες μελετητών και ακαδημαϊκών για επιστημονικά θέματα, όπως η θεωρία πολύπλοκων συστημάτων ή η κβαντική πληροφορική, ή έγραφε στο γραφείο του όπου στοιβάζονταν βιβλία φιλοσοφίας, κοσμολογίας, γλωσσολογίας, θεωρητικής φυσικής, μαθηματικών.
«Όσες φορές έχω δει τον ΜακΚάρθι στο Σάντα Φε, σημειώνει ο Woodward, συχνά αναρωτιόμουν τι έκανε με όλο αυτό το μυστικό υλικό που απορροφούσε με απληστία. Η επιστήμη δεν έχει εμφανιστεί σε κανένα από τα γραπτά του».
Τα προηγούμενα έργα του ΜακΚάρθι, όπως ο Ματωβαμμένος Μεσημβρινός, η Τριλογία των Συνόρων, το Σάτρι, κ.ά. μας είχαν βάλει στον σκοτεινό και βίαιο κύκλο της άγριας Δύσης, όπου το συγκλονιστικό στοιχείο δεν ήταν μόνο η πλοκή, αλλά περισσότερο ακόμα όλη η ατμόσφαιρα της αφήγησης: εκείνη η βαριά, ζοφερή αίσθηση απελπισίας που πλανάται πάνω από τις ιστορίες − ένα σκοτάδι τόσο γοητευτικό, ωστόσο!
Στον Επιβάτη θα συναντήσουμε και πάλι μια ανάλογη αφηγηματική ένταση, κλιμακούμενη βέβαια με την πολύ ενδιαφέρουσα εξωτερική δράση, αλλά κυρίως με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις ανησυχίες του ήρωα. Ας σημειωθεί ότι στο Stella Maris, πέρα από τη βασική σκηνή δυο συνομιλούντων προσώπων, η εξωτερική δράση περιορίζεται, κι αυτό ελάχιστα, σε κάποιες αναδρομές. Το συγγραφικό ενδιαφέρον και στα δύο βιβλία στρέφεται σε ζητήματα πολιτικά, βιοηθικά, υπαρξιακά και γενικότερα φιλοσοφικά: Τι είναι η πραγματικότητα; Τι είναι η τρέλα; Πού μας οδηγούν οι επιλογές μας; Ποια είναι η αλήθεια του κόσμου; Μπορούμε να τη βρούμε και μέσα από ποιους δρόμους; Ερωτήματα που τίθενται πότε άμεσα και πότε υπαινικτικά, και απαντήσεις που επίσης άλλοτε δηλώνονται ρητά άλλοτε αιωρούνται μέσα σε νέφη αβεβαιότητας.
Το συγγραφικό ενδιαφέρον και στα δύο βιβλία στρέφεται σε ζητήματα πολιτικά, βιοηθικά, υπαρξιακά και γενικότερα φιλοσοφικά: Τι είναι η πραγματικότητα; Τι είναι η τρέλα; Πού μας οδηγούν οι επιλογές μας;
Ο Επιβάτης ξεκινά με τη βλάβη ενός μικρού αεροσκάφους με εννέα επιβάτες και τη βουτιά του στη θάλασσα. Όταν ο δύτης Ρόμπερτ [Μπόμπι] Γουέστερν κατεβαίνει στο βυθό μαζί μ’ έναν συνεργάτη του για να συγκεντρώσει πληροφορίες για το δυστύχημα, βρίσκει να λείπει ένας επιβάτης, καθώς και το μαύρο κουτί, χωρίς να υπάρχουν σημάδια διάρρηξης ή καταστροφής του σκάφους. Από κει κι έπειτα θα αρχίσουν για τον Μπόμπι νέες περιπέτειες, ανάμεσα στις πολλές της ζωής του, που θα τον οδηγήσουν στη φτώχεια και την απομόνωση, ενώ στην πλοκή του έργου εμβολίζονται πολλές σκηνές από το παρελθόν του ήρωα, και στοιχεία για τη σχέση του με του γονείς, την αδερφή του, τους φίλους του.
Η αλήθεια είναι ότι ώς το τέλος του έργου πολλά ερωτήματα του αναγνώστη μένουν αναπάντητα. Ωστόσο, δεν θα προχωρήσω σε ερμηνευτικά σχόλια για τον Επιβάτη. Ήδη ο διάλογος μακραίνει εδώ κι ένα μήνα. Η σκοπιά από την οποία προσεγγίζω πιο κάτω το Stella Maris οδηγεί και σε μια αντίστοιχη ανάγνωση του πρώτου βιβλίου, και φωτίζει, υποθέτω, ό,τι στο προηγούμενο μένει σκοτεινό. Ίσως γι’ αυτό ο συγγραφέας έχει ζητήσει να κυκλοφορήσει πρώτα ο Επιβάτης και μετά το Stella Maris: θέλει η σύνθετη πλοκή του πρώτου να κρατήσει αμείωτη την αναγνωστική ένταση, χωρίς να αφήσει, παρά ελάχιστα, ανοικτά παράθυρα προς το «δοκιμιακό» υπόστρωμα της αφήγησης, πράγμα που κάνει στο επόμενο.
Μερικές σκέψεις για το Stella Maris
Στο Stella Maris πρωταγωνίστρια είναι η νεαρή ηρωίδα Άλις/Αλίσια Γουέστερν, αδερφή του Μπόμπι, μια ιδιοφυία στα μαθηματικά, η μοναδική γυναίκα μέλος του Ινστιτούτου Ανωτέρων Επιστημονικών Μελετών, ικανή να συνομιλεί με επιστήμονες όπως ο Γκρότεντικ, αλλά με ψυχολογικές διαταραχές, «τρελή» για τα κοινά ανθρώπινα μέτρα, με αυτοκτονικές τάσεις. Αυτή βάζει ο ΜακΚάρθι ως δικό του φερέφωνο για να αναπτύξει προβληματισμούς σχετικά με την επιστημονική έρευνα και τις δυνατότητες της επιστήμης να προσδιορίσει την αλήθεια. Το επίθετό της, Γουέστερν, μας συνδέει με τα προηγούμενα έργα του ΜακΚάρθι, όπου ο συγγραφέας μελετούσε την ιστορία της άγριας Δύσης − όχι φυσικά με τον φοκλορικό και ρομαντικό τρόπο των ταινιών γουέστερν, αλλά με μια σύγχρονη νατουραλιστική αφηγηματική ματιά προς την ανείπωτη βία των εισβολέων, τη θεωρία της επέκτασης των συνόρων του Φρέντερικ Τέρνερ, το νέο αφήγημα της Αμερικής και την αλόγιστη ανάπτυξη της τεχνολογίας. Πρόκειται άραγε απλώς για μια εξωτερική σύνδεση; Ή είναι μια έμμεση δήλωση ότι αυτός ο τόπος της άγριας Δύσης γεννάει και μεγάλα μυαλά, όπως είναι οι Γουέστερν, ικανά για «μεγάλα έργα», καλά αλλά και εγκληματικά. Σαν να μας λέει: «Κι αυτό γουέστερν είναι, ένα γουέστερν εξίσου άγριο όπου οι ήρωες τρελαίνονται, σκοτώνονται ή αυτοκτονούν».
Πρόκειται άραγε απλώς για μια εξωτερική σύνδεση; Ή είναι μια έμμεση δήλωση ότι αυτός ο τόπος της άγριας Δύσης γεννάει και μεγάλα μυαλά, όπως είναι οι Γουέστερν, ικανά για «μεγάλα έργα», καλά αλλά και εγκληματικά.
Ο πατέρας τής Άλις ήταν μέλος της επιστημονικής ομάδας του Οπενχάιμερ και η ατομική βόμβα δεν επέφερε λιγότερο απάνθρωπες συνέπειες από ό,τι οι σφαγιαστές των ντόπιων πληθυσμών της Αμερικής. Κι όπως εκείνοι, έτσι και οι επιστήμονες της ομάδας Μανχάταν που έκαναν τη δοκιμή «Τρίνιτι» στο Νέο Μεξικό, λίγες ημέρες πριν τη Χιροσίμα, «γνώριζαν» το κακό που επρόκειτο να συμβεί. Και αυτό αποτελεί μια σαφή καταγγελία του συγγραφέα για τη χρήση των δεδομένων της επιστημονικής έρευνας. Σε ερώτηση του θεράποντα ιατρού προς την Άλις, «Πιστεύεις ότι ο πυρηνικός πόλεμος είναι αναπόφευκτος;» η απάντηση είναι «μόνο οι νεκροί δεν θα ξαναδούν πόλεμο» (102). Οι αναφορές στην ατομική βόμβα είναι πολλές και λεπτομερείς, ακόμα και για το πώς κατασκευάστηκε (104, 156), ενώ παράλληλα τίθενται πολύ σπουδαία βιοηθικά ερωτήματα, λ.χ. σε ποιον ανήκουν τα επιστημονικά δεδομένα: «Ο πατέρας μου… είπε πως η βόμβα ανήκε στους ανθρώπους που είχαν πληρώσει γι’ αυτήν και πως αυτοί σίγουρα δεν ήταν οι επιστήμονες» (159). Το κακό το πλήρωσε και ο πατέρας της, πέθανε από καρκίνο πολύ νέος, και κληροδότησε την τρέλα στα παιδιά του.
Η πολιτική πλευρά του έργου συμπληρώνεται και από άλλα στοιχεία της μυθοπλασίας που αν δεν τα δούμε αλληγορικά είναι απλώς αφηγηματική φλυαρία. Η Άλις πηγαίνει στην ψυχιατρική κλινική έχοντας πολλές χιλιάδες δολλάρια σε μια πλαστική σακούλα (με τα μισά έχει αγοράσει στο παρελθόν ένα βιολί τριακοσίων χρόνων κι όσα έχουν απομείνει τα αφήνει στη νοσοκόμα για να τα δώσει στον αδερφό της, ο οποίος είχε κληρονομήσει από τον παππού άλλα τόσα χρήματα − δεν ξέρουν πού τα βρήκε ο παππούς, τα είχαν βρει θαμμένα, είναι αδήλωτα και γι’ αυτό ο Μπόμπι διώκεται για φοροδιαφυγή στον Επιβάτη). Εκπληκτικό αφηγηματικό εύρημα η πλαστική τσάντα, με το οποίο, κατά την προσωπική μου υπόθεση, ο ΜακΚάρθι υπονοεί τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Αμερικής, που δεν έγινε πάντα με τίμια μέσα. Με τα δολάρια μπορεί να αγοράσει κανείς υλικά αγαθά, ακόμα και πολύτιμα, όπως το βιολί, αλλά στην πραγματικότητα, από ανθρώπινη πλευρά, δεν αξίζουν τίποτα. Είναι ένα ευτελές και καταστροφικό αγαθό του καπιταλισμού, όπως το πλαστικό.
Αυτός ο αλληγορικός μηχανισμός του ΜακΚάρθι συμπεριλαμβάνει κι άλλους ήρωες, για παράδειγμα, τη γιαγιά της Άλις, σημαντικό πρόσωπο στην αφήγηση (υπάρχει έντονη η παρουσία της και στον Επιβάτη), για την οποία και τα δυο αδέρφια έχουν μια τρυφερή αγάπη. Η γιαγιά έχει πάντα ένα συνετό λόγο να πει, μια συμβουλή να δώσει. Όταν η κόρη της, η μητέρα της Άλις, πηγαίνει να δουλέψει από ανάγκη στο πρόγραμμα Υ-12, όπου «δεν ήξερε τι ακριβώς θα έκανε», η γιαγιά «πίστευε πως οι πιθανότητες να είναι για καλό ήταν μηδαμηνές» (103) – πράγματι η μητέρα της Άλις που πέθανε κι αυτή πολύ νέα από καρκίνο, δούλευε σε μονάδα επεξεργασίας υλικών για την ατομική βόμβα. Η γιαγιά δεν έχει αποδείξεις, νιώθει όμως ότι κάτι κακό γεννιέται στη χώρα. Να κρύβεται άραγε πίσω από τη φιγούρα της η συνετή φωνή διαφόρων διανοητών, φωνή που υπάρχει στην Αμερική αλλά δεν την αφήνουν φυσικά να ακουστεί; Είναι πιθανό.
Η γιαγιά δεν έχει αποδείξεις, νιώθει όμως ότι κάτι κακό γεννιέται στη χώρα. Να κρύβεται άραγε πίσω από τη φιγούρα της η συνετή φωνή διαφόρων διανοητών, φωνή που υπάρχει στην Αμερική αλλά δεν την αφήνουν φυσικά να ακουστεί;
Πολιτικούς υπαινιγμούς συναντά ο αναγνώστης διαρκώς και στα δυο βιβλία, ωστόσο, ειδικά στο δεύτερο, κυριαρχούν οι συζητήσεις για επιστήμονες και τον ρόλο τους στην αναζήτηση της αλήθειας. Στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν μεγάλα ονόματα μαθηματικών: πρωτίστως του Γκρότεντικ (στη ζωή του Μπόμπι πρέπει να αναζητηθούν μάλλον κάποιες αναλογίες με τη ζωή αυτού του επιστήμονα), αλλά και των Όιλερ, Γκέντελ, Κάντορ∙ και, ακόμα, φυσικών και φιλοσόφων που διαμόρφωσαν τη σκέψη του ΜακΚάρθι (Πλάτων, Καντ, Βιτγκενστάιν, Χούσερλ, Μπέρκλεϊ κ.ά.). Αλλεπάλληλα είναι τα ερωτήματα και οι θέσεις για την αλήθεια, την πραγματικότητα (176), τα όνειρα (177), τις φαντασιώσεις (148-49), το ασυνείδητο (178), που δείχνουν τους δρόμους που διήνυσε η σκέψη του συγγραφέα για να καταλήξει στο τελευταίο του συγγραφικό δίπτυχο.
Όμως, ο ΜακΚάρθι δεν είναι ούτε φιλόσοφος ούτε ψυχαναλυτής. Λογοτεχνία γράφει με τα μέσα της λογοτεχνίας. Έτσι και εδώ, δημιουργεί αλληγορικές εικόνες και μορφές με τις οποίες ντύνει τις χίμαιρές του, τις φαντασιώσεις του, τις αφηρημένες σκέψεις του. Μία από αυτές τις μορφές είναι ένα υβριδικό μικρόσωμο πλάσμα, που αντί για χέρια έχει μεμβράνες, ένα παιδί της θαλιδομίδης (εμφανίζεται και στον Επιβάτη). Η παρουσία του είναι σποραδική στο Stella Maris, αλλά διατρέχει σχεδόν όλο το έργο. Τι είναι αυτές οι μορφές, που τις ονομάζει και «συμβούλους», που δεν είναι ξεκάθαρα όντα, είναι πότε σοβαρές, πότε κωμικές, βοντβίλ, επιθεωρησιακά νούμερα (175); Η Άλις δεν τις φοβάται αλλά την βασανίζουν με τη συνεχή παρουσία τους. Εάν δεχθούμε πώς και τα δυο έργα κινούνται πάνω στη γραμμή της αλληγορίας, τότε από τις επιμέρους περιγραφές προκύπτει ότι πρόκειται για αναπαραστάσεις σκέψεων και ανησυχιών του ιδιοφυούς νου της Άλις −και του ΜακΚάρθι−, ιδέες που έρχονται, φεύγουν και πάλι επιστρέφουν, ανολοκλήρωτες σαν τα παιδιά της θαλιδομίδης, και συνάμα μόνιμοι συνομιλητές των σκεπτόμενων υποκειμένων.
Πάντως, το στοιχείο της πλοκής που ερεθίζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον στο Stella Maris είναι η σχέση της Άλις με τον αδερφό της. Ο Μπόμπι αποφεύγει κάθε αναφορά σ’ αυτή τη σχέση, η Άλις, παρόλο που στις πρώτες συζητήσεις της με τον γιατρό αρνείται να μιλήσει, προς το τέλος παραδέχεται ότι θα ήθελε ακόμα και σεξουαλική επαφή, απόλυτη ένωση μαζί του. Εξομολογείται:
«Συνειδητοποίησα ότι ήμουν απεγνωσμένα ερωτευμένη, και μάλιστα από καιρό. Ότι η ζωή μου είχε αποφασιστεί. Ερήμην μου, για να το πω έτσι. Δεν είναι και τόσο ασυνήθιστο. Ήσουν δώδεκα… Πώς ήξερες ότι ήσουν ερωτευμένη; Αν μου επιτρέπεις τον σκεπτικισμό. Πώς θα μπορούσα να μην ξέρω; Μόνο κοντά του ένιωθα γαλήνη. Αν η γαλήνη είναι η σωστή λέξη. Ήξερα ότι θα τον αγαπούσα για πάντα. Ενάντια στους ουράνιους νόμους. Και ότι δεν θα αγαπούσα ποτέ κανέναν άλλον». (154)
Τι επιδιώκει εδώ ο ΜακΚάρθι ξαναστήνοντας μια αιμομιξία που την είδαμε στο Outer Dark; Εκεί βέβαια υπήρχε μια τελεσμένη ερωτική σχέση ανάμεσα στα αδέρφια, ενώ τώρα εμφανίζεται μόνο ως σκέψη και επιθυμία. Πού θέλει να οδηγήσει τον αναγνώστη με αυτό το σενάριο; Μήπως και εδώ να σκεφτούμε να διαβάσουμε αλληγορικά τη σχέση αυτή; Ας λάβουμε υπόψη ότι και το Outer Dark η δημοσιογράφος Mary Buckner, που είχε πάρει συνεντεύξεις από τον ΜακΚάρθι, το είχε χαρακτηρίσει ονειρική παραβολή, εντοπίζοντας προφανώς κάτω από τον μύθο μια μεταφορά με υπαρξιακές προεκτάσεις. Αν είναι ακραίο να δούμε στη σχέση και στα συναισθήματα των αδερφών υποστασιοποιημένη την πλατωνική άποψη περί των δύο μισών του εαυτού που διαρκώς το ένα αναζητά το άλλο του μισό, δεν πρέπει να αποκλείσουμε την πρόθεση του συγγραφέα, μέσα από τη σφοδρή αυτή ερωτική έλξη, να μιλήσει για τον συνεχή αγώνα του ανθρώπου να γνωρίσει την αθέατη πλευρά του εαυτού και να προσδιορίσει την ταυτότητά του. Όμως η αδυναμία ή η άρνηση να το πράξει δηλώνει και την αδυναμία αυτής της βαθύτερης γνωριμίας με τα μυστήρια του ατομικού ή κοσμικού όντος, αδυναμία που οδηγεί τους ήρωες –δρώντας συμπληρωματικά προς τη μοίρα τους να είναι τέκνα του επιστήμονα Γουέστερν και κατ’ επέκταση τέκνα της Αμερικής− στην τρέλα ή στην αυτοκτονική κούρσα μεγάλης ταχύτητας (σε κώμμα βρίσκεται ο Μπόμπι μετά από ένα ατύχημα σε ράλι – αναζητώντας, μάλλον, κι αυτός τη δική του αλήθεια, ή προσπαθώντας να ξεφύγει από τους δαίμονές του).
Ο λόγος της Άλις στο Stella Maris είναι άλλοτε λιτός, άλλοτε σύνθετος και ασαφής, άλλοτε λογικός και κατανοητός, άλλοτε στα όρια της τρέλας, πάντα όμως με το σφρίγος και την ένταση του ανθρώπου που ζει μέσα στη φωτιά των αναζητήσεών του και της απελπισίας του. Πολλές περιγραφές δεν υπάρχουν στο Stella Maris, σε αντίθεση με τον Επιβάτη. Η σκηνή του πνιγμού, ωστόσο, που κόβει κυριολεκτικά την ανάσα, μας οδηγεί στην ενίσχυση της μεταφορικής ανάγνωσης του έργου: Καθώς βυθίζεσαι, οι πνεύμονές σου θα αρχίσουν να συστέλλονται. Στα τριακόσια μέτρα θα είναι σαν μπαλάκια του τένις. Προσπαθείς να ξεβουλώσεις τ’ αφτιά σου, κι αυτό πονάει. Τα τύμπανα των αφτιών σου πιθανότατα θα σπάσουν, και αυτό θα πονέσει πολύ. Υπάρχει μια τεχνική με την οποία μπορείς να ανεβάσεις τον αέρα και να τον ωθήσεις στα αφτιά σου μέσα από τις ευσταχιανές σάλπιγγες, αλλά δεν θα έχεις αρκετό αέρα για να το κάνεις. Οπότε βυθίζεσαι αφήνοντας μια λεπτή αλυσίδα από φυσαλίδες. (199)
Πολλές περιγραφές δεν υπάρχουν στο Stella Maris, σε αντίθεση με τον Επιβάτη. Η σκηνή του πνιγμού, ωστόσο, που κόβει κυριολεκτικά την ανάσα, μας οδηγεί στην ενίσχυση της μεταφορικής ανάγνωσης του έργου: Καθώς βυθίζεσαι, οι πνεύμονές σου θα αρχίσουν να συστέλλονται. Στα τριακόσια μέτρα θα είναι σαν μπαλάκια του τένις
Κάπως έτσι δεν πρέπει να είναι και το αίσθημα όσων επιχειρούν όχι ένα φυσικό πνιγμό αλλά μια καταβύθιση στην ύπαρξή τους και τα μυστήριά της; Ας συνδέσουμε όλο αυτό το χωρίο και με τη σκηνή του βυθισμένου αεροπλάνου στην αρχή του Επιβάτη και μάλλον έχουμε όλες τις απαντήσεις για τα ερωτήματα που μας γεννά το πρώτο βιβλίο. Εκεί ο Μπόμπι επιχειρεί να εξερευνήσει το βυθισμένο αεροπλάνο, παραβιάζει την ασφαλισμένη πόρτα, αλλά και πάλι δεν βρίσκει αυτό που περιμένει. Είτε πρόκειται για την αναζήτηση της ταυτότητας είτε για την αναζήτηση απαντήσεων στα μυστήρια του κόσμου, σαφής απάντηση δεν υπάρχει. Ο γηραιός πλέον ΜακΚάρθι φαίνεται να παραδέχεται ότι παρ’ όλη τη φιλοσοφική και επιστημονική του έρευνα δεν μπόρεσε να βρει πειστικές απαντήσεις στα ζωτικά του ερωτήματα. Ενσωματώνει, μάλιστα, εντελώς υπαινικτικά, πιστεύω, μια αυτοκριτική για την τόλμη του να αναπτύξει τους φιλοσοφικούς του στοχασμούς αλλά και την αδυναμία του να καταλήξει σε πειστικά συμπεράσματα στο σχόλιό του για τον Σπένγκλερ, και συγκεκριμένα για το δεύτερο κεφάλαιο της Παρακμής της Δύσης με τίτλο «Το νόημα των αριθμών», όπου η Άλις λέει: «το ενδιαφέρον δεν ήταν οι ιδέες του αλλά ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε το μυαλό του. Διάβασα λίγο ακόμα πριν το παρατήσω, αλλά το θεώρησα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ανοησίες που είχα διαβάσει ποτέ». (184). Ίσως παρακινδυνευμένα συμπεραίνω, αλλά μπαίνω στον πειρασμό να το κάνω, ότι ο ΜακΚάρθι παραδέχεται τη δική του αδυναμία να προσεγγίσει ανώτερα φιλοσοφικά προβλήματα, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι τα έργα του είναι ενδιαφέρουσες αφηγήσεις.
Ένας δημιουργός «al fin del camino», έγραψε το Τimes Literary Supplement, προεξοφλώντας το τέλος της συγγραφικής πορείας του ΜακΚάρθι. Παρατήρηση που ενισχύεται από την κατακλείδα του έργου όπου διαβάζουμε τον εξής διάλογο:
«Νομίζω ότι ο χρόνος μας τελείωσε, λέει ο γιατρός.
Το ξέρω. Κράτα μου το χέρι.
Να σου κρατήσω το χέρι;
Ναι. Το θέλω.
Εντάξει. Γιατί;
Γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι όταν περιμένουν κάτι να τελειώσει». (262)
Εδώ μάλλον πρέπει να δούμε τον δεύτερο λόγο (πέρα από τη διατήρηση της αφηγηματικής έντασης στον Επιβάτη) που ο συγγραφέας ήθελε το Stella Maris να κυκλοφορήσει ένα μήνα αργότερα: με τα δυο τελευταία του έργα ο ΜακΚάρθι μας τείνει το χέρι και μας αποχαιρετά, πιστεύοντας πως δεν έχει το χρόνο ή τη δύναμη να συνεχίσει να γράφει. Ο χρόνος θα δείξει…
* Η Ζωή Μπέλλα - Αρμάου είναι φιλόλογος, υπεύθυνη της σειράς Aldina στις εκδόσεις Gutenberg.