Με αφορμή ένα άρθρο του Νίκου Μάντη γύρω από τους λόγους για τους οποίους η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία δεν βρίσκει αναγνώστες στο εξωτερικό καθώς και τη μεγάλη δημόσια συζήτηση που ακολούθησε με θέσεις και απόψεις που διεύρυναν τα αρχικά ερωτήματα, ο Γιώργος Περαντωνάκης συνοψίζει προβληματισμούς, αντιρρήσεις και σημεία σύγκλισης και καταθέτει τη δική του άποψη για το ζήτημα.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το πυρηνικό ερώτημα του Νίκου Μάντη στο ηλεκτρονικό περιοδικό Oanagnostis «Γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό» (30.6.2022) μπορεί να επαναδιατυπωθεί μεριζόμενο σε τρεις επιμέρους ερωτήσεις:
- Έχει η ελληνική λογοτεχνία μια ιδιαίτερη αξία, ώστε να μπορέσει να αναδειχθεί στο εξωτερικό;
- Τι είναι αυτό που θα μπορούσε να στρέψει την προσοχή πάνω της;
- Ποιες στρατηγικές μάρκετινγκ (δεν) κάνουμε για να την προωθήσουμε ευδοκίμως;
Ο πρωτεργάτης της συζήτησης, η οποία ξεκίνησε έκτοτε κι απλώθηκε σε ένα πλήθος συγγραφέων και κριτικών, αποδίδει το φαινόμενο σε τρεις λόγους ουσίας:
1.1. Ο Νεοέλληνας ενδιαφέρεται λόγω κοινωνικών συνθηκών για το μικρό και βραχυπρόθεσμο, αλλά δεν έχει καταφέρει να ορίσει και να δημιουργήσει το μεγάλο, το μακράς πνοής, που να συνομιλεί αέναα με το χθες και με το σήμερα. Δεν είναι σε θέση δηλαδή να συνθέσει έργα με μακρινούς ορίζοντες, που να αντέχουν στον χρόνο, όπως το μυθιστορηματικό είδος που απαιτεί διάρκεια και επιμονή, ευρεία σκέψη και πλατιά αναζήτηση.
1.2. Επειδή δεν αναπτύχθηκε μια εδραία αστική τάξη κι επειδή η κοινωνία μας είχε κι έχει συνεχώς να αντιπαρατεθεί με εξωτερικούς εχθρούς και με εσωτερικές αναταράξεις, το μυθιστόρημα δεν ανδρώθηκε ως «ο καθρέφτης της αυτοαμφισβήτησής» μας, δεν μπόρεσε να ορθωθεί ως το εργαλείο της αυτοσυνειδησίας μας, της κοινωνικής ανατομίας και μιας συνεχούς αναρώτησης, αλλά μόνο ως όργανο υπέρτερων προταγμάτων (εθνικών ή κομματικών).
1.3. Ως έθνος ανάδελφο, ως λαός δηλαδή που δεν συγκαθορίζεται πολιτισμικά από γειτνιάσεις, εντάξεις, κοινές κουλτούρες με άλλα έθνη, ζούμε μέσα στην «απομόνωσή» μας, με αποτέλεσμα να μην προσελκύουμε τα βλέμματα ομοειδών αναγνωστικών κοινοτήτων. Σ’ αυτό το πλαίσιο είτε αναλωνόμαστε σε ψηλαφήσεις ελληνικότητας, με στροφή στο τοπικό και στη γλωσσική μας παράδοση, είτε γράφουμε έργα μοντερνιστικής κοπής που εστιάζουν στη γλώσσα και όχι στην αφηγηματική ή τη θεματική αναζήτηση.
Το μυθιστόρημα δεν ανδρώθηκε ως «ο καθρέφτης της αυτοαμφισβήτησής» μας, δεν μπόρεσε να ορθωθεί ως το εργαλείο της αυτοσυνειδησίας μας, της κοινωνικής ανατομίας και μιας συνεχούς αναρώτησης, αλλά μόνο ως όργανο υπέρτερων προταγμάτων (εθνικών ή κομματικών).
Συζητώντας τους λόγους αυτούς
2.1. Προεκτείνοντας το σκεπτικό του Νίκου Μάντη, θα ήθελα να τονίσω ότι ο πρώτος λόγος εξηγεί γιατί διακρινόμαστε στην ποίηση και στο διήγημα, τα οποία παράγονται μέσα σ’ αυτό το κλίμα που κυριαρχεί στην Ελλάδα, στο κλίμα δηλαδή της μικρής κλίμακας και του φευγαλέου συναισθήματος. Θα συμφωνήσω με τη Βενετία Αποστολίδου ότι πολλά έργα μας δεν γερνάνε τόσο γρήγορα όσο ο Νίκος Μάντης νομίζει, όχι όμως επειδή η εκπαίδευση (θα πρέπει να) τα καθιστά συνεχώς κλασικά και επίκαιρα, αλλά επειδή ήδη ορισμένα ονόματα έχουν περάσει στη συνείδηση του κοινού ως μέλη ενός ευρύτερου εθνικού Κανόνα κι έτσι διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται, τουλάχιστον από τους τακτικούς αναγνώστες («Πανελλήνια Έρευνα» που διεξήγαγε το περιοδικό «Διαβάζω» τον Ιανουάριο του 2001, τεύχ. 414, σελ. 102 κ.εξ., έδειξε ότι καταξιωμένα ονόματα νεκρών συγγραφέων θεωρούνται άξια να διαβάζονται διαχρονικά, περισσότερο κι από τους σύγχρονους ζώντες λογοτέχνες).
2.2. Ο δεύτερος λόγος είναι γνωστός εν πολλοίς και έχει συχνά μονοπωλήσει το ενδιαφέρον στις συζητήσεις για το πώς ο ελλιπής ατομισμός του Νεοέλληνα και το αστικής κοπής πρίσμα του δεν έχει (ακόμα) εγκαθιδρύσει μια σταθερή ελληνική μυθιστορηματική κοσμοαντίληψη. Η Βαρβάρα Ρούσσου σωστά θυμίζει ότι αυτό ίσως είναι ένας στερεοτυπικός μύθος. Περισσότερο, ίσως, το πρόβλημα έγκειται στο ποια εικόνα έχει αυτή η αστική τάξη για τον εαυτό της, τη χώρα και το διεθνές σκηνικό. Έτσι, θεωρώ ότι αφενός δεν έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου κι αφετέρου δεν μπορούμε ακόμα να την οργανώσουμε σε πλήρεις πολύεπίπεδες συνθέσεις. Είχα υποστηρίξει και παλιότερα (Περαντωνάκης, 2016), με αφορμή μια σειρά άρθρων στο «Βήμα», ότι η συνθετική ικανότητα των Ελλήνων μυθιστοριογράφων, ακριβώς λόγω της ελλιπούς και αποσπασματικής παράδοσης στο είδος, είναι ασθενική, με αποτέλεσμα αυτοί να μην μπορούν να ορθώσουν ολοκληρωμένες μυθιστορηματικές ολότητες με στιβαρή πλοκή.
2.3. Ο τρίτος λόγος είναι άκρως αποκαλυπτικός: πολλοί συγγραφείς (και η αναγνωστική κοινότητα) βλέπουν συχνά τη γλώσσα ως τοτέμ και δουλεύουν με αυτήν και πάνω σ’ αυτήν, με αποτέλεσμα να θεωρούν τη λογοτεχνία περισσότερο λόγο κι όχι θέμα, ούτε αναζήτηση, διερεύνηση ή νυστέρι, αντίληψη που οδηγεί στο να παράγουν έργα γλωσσοκεντρικά, με μια γλώσσα-δυνάστη που επιβάλλει τη ματιά της εσωστρέφειας και της μουσειακής λογικής (κοιτάξτε μας γιατί είμαστε κάτι αιώνιο, κάτι ιστορικά διαχρονικό, και αυτό αξίζει a priori μέσα στην αυτοδυναμία του). Ο Νίκος Μάντης εν ολίγοις πιστεύει ότι ομφαλοσκοπούμε (δικό του το ρήμα) και γι’ αυτό δεν έχουμε να αναδείξουμε ένα ελληνικό αλλά συνάμα διεθνές πολιτισμικό όραμα. Ο Τηλέμαχος Κώτσιας το εκφράζει κάπως αλλιώς: «οι έλληνες συγγραφείς απευθύνονται κυρίως στους έλληνες αναγνώστες», γιατί γράφουν θεωρώντας το ιστορικό, το παραδοσιακό, το ελληνικά επίκαιρο ιδιαίτερο και αναλώνονται σ’ αυτό, χωρίς να προσπαθούν να το γενικεύσουν, να το καταστήσουν δηλαδή πανανθρώπινα αντιληπτό.
Το ίδιο υποστήριξε και ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο podcast «Να ένα βιβλίο!», που επιμελείται και παρουσιάζει ο Κώστας Κατσουλάρης στο pod.gr. Είναι αυτή η ελληνική κατά βάση εστίαση στη γλώσσα, η οποία με το βάθος της και το εύρος των διαλέκτων και των ιδιολέκτων της γίνεται βασικό όχημα της πεζογραφικής παράδοσης. Κι ενώ στην ποίηση κάτι τέτοιο είναι εκ των ων ουκ άνευ, σε ένα τμήμα της πεζογραφίας που γράφεται ακόμα και σήμερα, μιας πεζογραφίας μοντερνιστικής κρυπτικότητας και γλωσσοκεντρικής ρητορείας, βαραίνει συχνά περισσότερο από όσο θα μπορούσε. Έτσι, οι προβληματισμοί για τη γλώσσα, με άλλα λόγια μια πεζογραφία άμεσα ή έμμεσα μεταγλωσσική, μετατρέπουν τη λογοτεχνία σε ένα κλειστό σύμπαν, ενδοελληνικού ενδιαφέροντος, που δεν ενδιαφέρει έξω.
Η γνώμη των άλλων
3. Παράπλευρα ή ένθετα στα τρία αίτια του Νίκου Μάντη –και προτού περάσουμε στο 2ο και 3ο ερώτημα της δικής μου τοποθέτησης– αξίζει να σταθούμε σε ένα (επιμέρους) ζήτημα που προέκυψε:
Είναι ύψιστης σημασίας κριτήριο για την αξία της λογοτεχνίας μας η καταξίωσή της στο εξωτερικό; Σ’ αυτό το σημείο διαφωνεί η Βενετία Αποστολίδου με τον Νίκο Μάντη: για τον συγγραφέα, η μειωμένη υποδοχή της ελληνικής πεζογραφίας είναι καθοριστικός παράγοντας που δείχνει και την περιθωριακή αξία της εγχώριας παραγωγής, ενώ η πανεπιστημιακός πιστεύει ότι είναι όντως βασική, αλλά όχι τόσο απόλυτη.
Πολλοί όντως θα υποστήριζαν ότι η απόσταση μεταξύ της ελληνικής λογοτεχνίας και του παγκόσμιου πεδίου πρόσληψης δεν είναι σχέση αξίας και πολιτισμικής στάθμης, αλλά σχέση επικρατούσας και μη κουλτούρας. Αφού ο Κανόνας καθορίζεται από τη Δυτική σκέψη –ειδικότερα στο μυθιστόρημα ως έκφραση της αμερικανο-ευρωπαϊκής ηγεμονίας–, καλό έργο θεωρείται όποιο συμβαδίζει με αυτά τα κριτήρια, ενώ το διήγημα και η ποίηση παραγκωνίζονται. Η Λίλα Κονομάρα θέτει ακριβώς αυτήν την παράμετρο, θεωρώντας τη μικρή φόρμα ασύμβατη με τον δυτικό τρόπο μυθιστορηματοκεντρικής αντίληψης της λογοτεχνίας. Με άλλα λόγια, καλό (ποιοτικό, αισθητικό, καινοτόμο) είναι ό,τι η κυρίαρχη Δυτική τέχνη έχει καθορίσει, αφού αυτή ως ηγεμονεύουσα κουλτούρα αποτελεί και τη λυδία λίθο κάθε πολιτικής και καλλιτεχνικής προοπτικής, με αποτέλεσμα οι άλλοι πολιτισμοί να υποβαθμίζονται, αν δεν μπορούν να συμπορευτούν με αυτήν, ή να αλλάξουν σταδιακά, προσαρμοζόμενοι στο κυρίαρχο πρότυπο.
Αφού ο Κανόνας καθορίζεται από τη Δυτική σκέψη –ειδικότερα στο μυθιστόρημα ως έκφραση της αμερικανο-ευρωπαϊκής ηγεμονίας–, καλό έργο θεωρείται όποιο συμβαδίζει με αυτά τα κριτήρια, ενώ το διήγημα και η ποίηση παραγκωνίζονται.
Η ελληνική μεγάλη φόρμα, όπως γράφεται από εμάς, δεν εντάσσεται στο μοντέλο αυτό, δεν είναι «ορατή» και συνεπώς δεν αναγνωρίζεται για τη δυτική της ιδιοπροσωπία. Αν δηλαδή οι κεντροευρωπαϊκές, οι δυτικοευρωπαϊκές και βόρειες κουλτούρες, η αμερικάνικη και η ισπανόφωνη λογοτεχνία αλλά και οι μεταποικιακές εθνότητες που γράφουν ένα μυθιστόρημα κατανοητό στους Ευρωπαίους κυρίαρχους μπορούν και ξεχωρίζουν, εμείς μένουμε στο δικό μας πεδίο, όχι αναγκαστικά κατώτερο, αλλά έξω από τον φακό τους, έξω από αυτό που βλέπουν ή θέλουν να δουν. Είναι θέμα, λοιπόν, προσοχής και όχι αξίας. «Με δεδομένη την παράδοση στην ποίηση και στο αρχαίο θέατρο πάνω στις αξίες των οποίων βασίζεται η ελληνική πεζογραφία, είναι επόμενο να έχει αποκτήσει δικά της χαρακτηριστικά, τα οποία δεν συμπίπτουν πάντα με εκείνα των ξένων και συνιστούν πολλές φορές και τις αδυναμίες της». (Κώτσιας)
Ειδικότερα το μυθιστορηματικό είδος, ως προϊόν της Δυτικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθορίζει και τους κανόνες διαμόρφωσης κάθε επιμέρους έργου και το πρότυπο πάνω στο οποίο τα εκάστοτε παράγωγα θα κατευθυνθούν. Επομένως, στα μάτια των Ευρωπαίων και των Αμερικανών, οι παρεκκλίσεις πρέπει να πείσουν ότι έχουν κάτι ιδιαίτερο να προσφέρουν πάνω σ’ αυτόν τον κορμό κι όχι να αντιπροτείνουν ένα άλλο είδος λογοτεχνίας.
Το ελληνικό μυθιστόρημα, που θέλει να είναι ευρωπαϊκό και συνάμα να διατηρήσει την ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της ιστορικής μας πορείας, πόσο μπορεί να δείξει την οντότητά του, χωρίς να ισοπεδωθεί αλλά και χωρίς να περιθωριοποιηθεί; Μπορούμε δηλαδή και πρέπει να προσαρμοστούμε στα δυτικά πρότυπα (ευρωκεντρική αντίληψη) ή πρέπει να αναδείξουμε μια ιδιαίτερη ελληνική κουλτούρα που να προβληθεί ως αυταξία σε ένα πολυκεντρικό και πολυεστιακό περιβάλλον; (πολυπολιτισμική αντίληψη);
Δυστυχώς, για το θέμα για το οποίο συζητάμε, δηλαδή την απήχηση της λογοτεχνίας μας στο εξωτερικό, το κριτήριο καταξίωσης είναι πλέον το παγκόσμιο σκηνικό κι όχι οι εσωτερικές μας παράμετροι. Το τι πιστεύουμε εμείς, που έχουμε μια εσωτερικής εμβέλειας ματιά, πρέπει να συνυπολογιστεί, καταλυτικά θα έλεγα, με το ποια γνώμη έχουν οι άλλοι. Στην εσωτερική έννοια της παράδοσης, μπορούμε να σταθμίσουμε αξίες και καμπές, με βάση την ιστορική μας αίσθηση της λογοτεχνίας, αλλά αυτό δεν φτάνει.
[...] παλιότερα τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη (αν πάρουμε παράδειγμα τα Νόμπελ) ή τον Κωνσταντίνο Καβάφη, και πρόσφατα στον κινηματογράφο τον Θόδωρο Αγγελόπουλο ή τον Γιώργο Λάνθιμο; Ήταν μεμονωμένες περιπτώσεις που κατάφεραν να πιάσουν τον σφυγμό της διεθνούς σκηνής ή εκπροσωπούσαν την καλύτερη εκδοχή μιας ελληνικής κουλτούρας που αφορά και τους ξένους;
Γιατί λ.χ. πρόσεξαν παλιότερα τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη (αν πάρουμε παράδειγμα τα Νόμπελ) ή τον Κωνσταντίνο Καβάφη, και πρόσφατα στον κινηματογράφο τον Θόδωρο Αγγελόπουλο ή τον Γιώργο Λάνθιμο; Ήταν μεμονωμένες περιπτώσεις που κατάφεραν να πιάσουν τον σφυγμό της διεθνούς σκηνής ή εκπροσωπούσαν την καλύτερη εκδοχή μιας ελληνικής κουλτούρας που αφορά και τους ξένους;
Αν μιλήσουμε με όρους του σήμερα, με όρους του 21ου αιώνα, ήταν η οικονομική κρίση, που έστρεψε την προσοχή στα ελληνικά θέματα, ένας καλός πόλος έλξης των βλεμμάτων του εξωτερικού, μια «ατραξιόν» που θα μπορούσε να κάνει την Ελλάδα παρούσα στο διεθνές σκηνικό και να παρασύρει μαζί της την καλλιτεχνική υπόστασή μας; Για να απέδιδε, όμως, αυτό, χρειάζεται αφενός η ελληνική πεζογραφία εν προκειμένω να είχε συντονιστεί με αυτή τη συγκυρία (δεν εννοώ να προσανατολιστεί προς την κρίση, ώστε να γίνει επίκαιρη), να είχε προβληθεί όσο τα βλέμματα περιελάμβαναν το ελληνικό γίγνεσθαι στο ευρύτερο ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης και να είχε πείσει ότι έχει εκείνη την προσέγγιση της αμφισβήτησης, που θα αναδείκνυε το ντόπιο μέσα στο παγκόσμιο. Ωστόσο αυτό δεν έγινε.
Γιατί; Αφενός, δεν αρκεί μια συγκυρία αλλά χρειάζεται και μια ευρύτερη πολιτισμική ορμή, που να σηκωθεί σαν κύμα και με την κρίση ως κράχτη να προβληθεί, όσο τα μάτια των ξένων στρέφονται περίεργα και εξεταστικά σε μας. Αφετέρου, χρειαζόταν και μια στρατηγική προώθησης που να αξιοποιήσει την κρίση και μέσω αυτής να προβάλλει όσα καλά υπάρχουν (και υπάρχουν) στην ελληνική λογοτεχνία.
Μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα;
Το 2ο και 3ο ερώτημά μου, τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε, τι πρέπει να κάνουμε και με ποιους μηχανισμούς προώθησης θα αναδείξουμε τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, κινούνται πλέον στη γραμμή των πρακτικών στρατηγικών.
Σε αντίθεση με την αρχική θέση του Νίκου Μάντη, ότι δηλαδή δεν μας διαβάζουν επειδή δεν έχουμε καταφέρει μια λογοτεχνία εξωστρεφή και στιβαρή, ο Αλέξης Πανσέληνος –όπως και άλλοι παλιότερα– πιστεύει ότι η λογοτεχνία μας είναι εξίσου καλή με τις ξένες, αλλά ελλείπουν οι μηχανισμοί προώθησης, με πρώτον τις πολλές και καλές μεταφράσεις που θα συστήσουν ευρύτερα τα ελληνικά έργα στο εξωτερικό. Είναι το τρίτο ερώτημά μου που απαντιέται. Είτε έχουμε, είτε όχι, διεθνούς αξίας λογοτεχνία, το μάρκετινγκ και η γενικότερη πολιτική προώθησης της ελληνικής τέχνης, ειδικά αυτής του λόγου, παίζει καθοριστικό ρόλο.
Είτε έχουμε, είτε όχι, διεθνούς αξίας λογοτεχνία, το μάρκετινγκ και η γενικότερη πολιτική προώθησης της ελληνικής τέχνης, ειδικά αυτής του λόγου, παίζει καθοριστικό ρόλο.
Πολλοί από τους συμμετέχοντες στη συζήτηση έχουν να προτείνουν στοχεύσεις και τρόπους με τους οποίους θα κερδίσουμε το ευρύ κοινό. Η εμπρόθετη στροφή της θεματικής μας σε διεθνή πρότυπα κρίνεται μάλλον ανούσια (Μάντης 2022α), αλλά μια πολυθεματική διαστρωμάτωση των έργων, με την αντίστοιχη διόγκωση των μεγεθών μέσα σε κάθε μυθιστόρημα, και η επέκταση σε θέματα επίκαιρα όσο και πανανθρώπινα (Μάντης 2022α) είναι μια προοπτική. Ο Κώστας Καλφόπουλος πιστεύει όχι στην κρατική οικονομική στήριξη, αλλά στον προγραμματισμό μιας πολιτισμικής διαχείρισης που θα την αναλάβουν ειδικοί, με μακροπρόθεσμα οργανωμένες συμμετοχές σε εκθέσεις βιβλίου, τη δραστηριοποίηση των ατζέντηδων (Δημήτρης Αγγελής, Πολυχρόνης Κουτσάκης), τη συνεργασία με τα Τμήματα Ελληνικών Σπουδών του εξωτερικού, την ενίσχυση των μεταφραστών (Τ. Κώτσιας, Χρήστος Τσιάμης), τη συστηματική και προσανατολισμένη διαφήμιση (Πανσέληνος), τη χρήση των opinion leaders, που θα μπορέσουν να επηρεάσουν το ευρύ κοινό (Κουτσάκης), την ενεργή παρουσία των συγγραφέων σε βιβλιοπαρουσιάσεις, εκθέσεις, συζητήσεις (Αγγελής), το γύρισμα ταινιών και σήριαλ (Κουτσάκης) κ.ά.
Μέσα στη μεταμοντέρνα πραγματικότητα, ακούγεται ό,τι είναι ιδιαίτερο και μαζί οικείο, πρωτόγνωρο χωρίς να φαίνεται μακρινό και αδιάφορο: είναι ίσως το παγκοσμιοτοπικό (glocalization), το οποίο συνδυάζει το ιδιαίτερα τοπικό και ιδιοπροσωπικά ιθαγενές με την παγκοσμιοποίηση και τις ομογενοποιητικές τάσεις της. Αυτό πιθανόν κατάφερε ο Ν. Καζαντζάκης, πριν αναδυθεί η σημερινή παγκόσμια κουλτούρα, κι αυτό πιθανόν θα μπορούσε και σήμερα να φωτίσει το παράκεντρο της ελληνικής λογοτεχνίας στο διεθνές σκηνικό. Ο Δημήτρης Τζιόβας το λέει καίρια και επιγραμματικά: «Η υβριδικότητα εντέλει, και όχι η ακραιφνής εντοπιότητα ή δυτικότητα, είναι αυτή που ανέδειξε διεθνώς πολλά μυθιστορήματα».
Αυταξία ή προώθηση;
Στο πεδίο σκέψης, το οποίο άνοιξε ο Νίκος Μάντης, και ο συνολικός διάλογος, που ακολούθησε, θα κατέληγα σε ένα μάλλον συμπέρασμα, που μετατοπίζει τη συζήτηση από το είναι στο πράττειν. Τα όρια της πολύ καλής από την εξαιρετική λογοτεχνία είναι σχετικά ρευστά. Δεν εξαρτώνται μόνο από την εγγενή αξία του έργου, αλλά και από τις συνθήκες μέσα στις οποίες αυτό προσλαμβάνεται και αξιολογείται. Είναι θέμα αναγνωστικών κοινοτήτων –και γι’ αυτό έχει σημασία αν μιλάμε για την ευρωπαϊκή επικράτεια, τη βαλκανική ή τη μεσανατολική–, είναι θέμα πολιτισμικών συναντήσεων, είναι θέμα υποδοχέων. Σπουδαία κείμενα θεωρούνται σπουδαία, επειδή η υποδοχή τους λειτούργησε καταιγιστικά και απογείωσε την καταξίωσή τους σε διαδοχές οριζόντων πρόσληψης. Από την άλλη, το σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα δεν έγινε διεθνώς προσφιλές επειδή έχει υψηλή λογοτεχνική αξία, αλλά επειδή οι φορείς και οι μεσολαβητές του κατάφεραν –συντονισμένα ή τυχαία– να το διαδώσουν ως μια νέα μορφή αναγνωστικής απόλαυσης, με την αφηγηματική του ευχέρεια και την ικανότητά του για κοινωνική ανατομία.
Όλα αυτά δείχνουν, τουλάχιστον σε μένα, ότι επειδή η ελληνική λογοτεχνία δεν είναι κακή (πιθανόν είναι καλή ή πολύ καλή), χρειάζεται μια συνθήκη (τυχαία ή κατευθυνόμενη), ένα οριακό εφαλτήριο βήμα, που να της δώσει ώθηση. Χρειάζεται να πείσει όχι τόσο για την αξία της, όσο και για τη «χρηστικότητά» της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, για την προσοχή που αξίζει να της δείξουν. Χρειαζόμαστε ένα πολιτικό ή ένα πολιτισμικό μπαμ, που να εκτοξεύσει την προσοχή των άλλων σε μας κι έτσι να πειστούν ότι έχουμε μια ευρύτερη αξία και ειδικότερα μια λογοτεχνική στάθμη, όχι σε μεμονωμένα βιβλία ή συγγραφείς, αλλά ως συνολική πρόταση.
Χρειάζεται να πείσει όχι τόσο για την αξία της, όσο και για τη «χρηστικότητά» της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, για την προσοχή που αξίζει να της δείξουν. Χρειαζόμαστε ένα πολιτικό ή ένα πολιτισμικό μπαμ, που να εκτοξεύσει την προσοχή των άλλων σε μας κι έτσι να πειστούν ότι έχουμε μια ευρύτερη αξία και ειδικότερα μια λογοτεχνική στάθμη, όχι σε μεμονωμένα βιβλία ή συγγραφείς, αλλά ως συνολική πρόταση.
Είτε, λοιπόν, αξιοποιώντας το εκάστοτε momentum, όπως ήταν παλιότερα η δικτατορία ή πρόσφατα η οικονομική κρίση (Αγγελής), είτε στοχεύοντας σε πιο μόνιμα στοιχεία της ελληνικής επικαιρότητας, να κατασκευάσουμε με πρόγραμμα και με μεθοδικές κινήσεις-μαγνήτες, που να στρέψουν την προσοχή του αναγνωστικού κοινού προς εμάς. Δεν έχει σημασία ποιες προκαταλήψεις έχει κάθε εθνική αναγνωστική κοινότητα για μας· ή μάλλον έχει, αν χρειαστεί με μακροπρόθεσμη στρατηγική να τις αλλάξουμε σταδιακά και να πείσουμε ότι η σύγχρονη Ελλάδα, ως πολιτισμική επικράτεια, και ειδικότερα η λογοτεχνία της είναι μια ανερχόμενη δύναμη, μια προβληματισμένη και αεικίνητα ενεργή εστία.
«Οι κρίσεις προκαλούν διεθνές εκδοτικό και αναγνωστικό ενδιαφέρον» (Τζιόβας). Το ζητούμενο δεν είναι να γράψουμε για την κρίση, ούτε να μην τη χρησιμοποιήσουμε ως κράχτη, από φόβο ότι η Δύση θα διαβάσει την Ελλάδα με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι θέλουμε εμείς. Κάθε κοινωνία «διαβάζει» την άλλη με τις δικές της προσλαμβάνουσες και προκαταλήψεις, και γι’ αυτό κάθε κουλτούρα πρέπει να ξέρει πως ανάμεσα σ’ αυτήν και στις άλλες υπάρχει ένα πολιτισμικό χάσμα, το οποίο καλείται να καταλάβει και να περιορίσει.
Αυτές οι προτάσεις, τόσο η πολιτισμική όσο και η πολιτική, είναι βέβαια δύσκολες, και γι’ αυτό ο Άρης Μαραγκόπουλος είναι απαισιόδοξος. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «εφόσον η χώρα ως εθνική οντότητα δεν “διαβάζεται” με ανανεωμένο, πέραν του όποιου “εξωτισμού”, ενδιαφέρον, τότε δεν διαβάζεται ούτε η λογοτεχνία της. Ας μη γελιόμαστε. Ούτε η εν κρίσει χώρα προκαλεί a priori λογοτεχνικό ενδιαφέρον: διαβάζεται ως η “γνωστή” εξωτική χώρα τριτοκοσμικών στερεοτύπων που απλώς η κρίση, με τραγικό τρόπο, ανασύρει την υπανάπτυξή της στην επιφάνεια. Όχι […] η κρίση δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει μεγαλύτερη εξωστρέφεια. Όχι, στον βαθμό που η κρίση επιβεβαιώνει το στερεότυπο του υπανάπτυκτου, του κακομοίρη, του παρία, του “εξωτικού”. Όχι η Ελλάδα δεν είναι Ουκρανία… δεν είναι ο σιτοβολώνας της Ευρώπης, είναι ο τουριστικός της προορισμός και αυτή ίσως αποτελεί την πιο καθοριστική συνθήκη της πνευματικής της επιβίωσης». Ωστόσο, ή μένουμε μοιρολάτρες στο δεδομένο αυτό ή προσπαθούμε στο μέτρο του δυνατού να το αλλάξουμε.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Μικρή βιβλιογραφία (σε χρονολογική σειρά)
Κουζέλη, Λαμπρινή (επιμ.) (2016): «Φάκελος Μυθιστόρημα», εφ. Το Βήμα, 24.7.2016 – 11.9.2016.
Περαντωνάκης, Γιώργος (2016): «Φάκελος Μυθιστόρημα: τι αναζητάμε;», www.bookpress.gr, 14.9.2016.
Μάντης, Νίκος (2022α): «Γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό;», περ. www.oanagnostis.gr, 30.6.2022.
Κονομάρα, Λίλα (2022): «Η ελληνική λογοτεχνία και η δύση», περ. www.oanagnostis.gr, 7.7.2022.
Καλφόπουλος, Κώστας (2022): «Ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό: “2-3 πράγματα που ξέρω γι’ αυτή”», περ. www.oanagnostis.gr, 11.7.2022.
Αποστολίδου, Βενετία (2022): «Η νεοελληνική πεζογραφία στο εσωτερικό και στο εξωτερικό», περ. www.oanagnostis.gr, 14.7.2022.
Κώτσιας, Τηλέμαχος (2022): «Τι φταίει στην ελληνική λογοτεχνία», περ. www.oanagnostis.gr, 18.7.2022.
Παπαϊωάννου, Γρηγόρης (2022): «Σχόλια για την ελληνική λογοτεχνία», περ. www.oanagnostis.gr, 18.7.2022.
Πανσέληνος, Αλέξης (2022): «Είμαστε σίγουροι ότι η ξένη λογοτεχνία είναι καλύτερη;», περ. www.oanagnostis.gr, 28.7.2022.
Τσιάμης, Χρήστος (2022): «Ποιους από εμάς διαβάζουν στην Αμερική», περ. www.oanagnostis.gr, 29.7.2022.
Λέμκουλ, Τομπίας (2022): «Τρύπες στο μπετόν. Η ελληνική λογοτεχνία στη Γερμανία», περ. www.oanagnostis.gr, 29.7.2022.
Αγγελής, Δημήτρης (2022α): «Ένα θέμα με πολλές παρενθέσεις», περ. www.oanagnostis.gr, 30.7.2022.
Μάντης, Νίκος (2022β): «Μικρή δευτερολογία για την ελληνική πεζογραφία», περ. www.oanagnostis.gr, 2.8.2022.
Αφεντουλίδου, Άννα (2022): «Περί πολιτιστικής (κρατικής) πολιτικής», περ. www.oanagnostis.gr, 2.8.2022.
Πουρνή, Μένη (2022): «Η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό: από μέσα προς τα έξω», περ. www.oanagnostis.gr, 3.8.2022.
Ρούσσου, Βαρβάρα (2022α): «Μερικές παρατηρήσεις ακόμα για την ελληνική λογοτεχνία», περ. www.oanagnostis.gr, 4.8.2022.
Δημητρακάκη, Άντζελα (2022): «Ελληνική λογοτεχνία – Crisis tourism;», περ. www.oanagnostis.gr, 5.8.2022.
Κατσουλάρης, Κώστας (2022): «“Γιατί δεν μας διαβάζουν έξω;”: Μία συζήτηση με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ για την ελληνική λογοτεχνία (μέρος α)», επ. 79, 6.8.2022.
Γαϊτάνος, Γιάννης (2022): «Η έλλειψη θεωρητικών επεξεργασιών και κάποια ακόμα κενά», περ. www.oanagnostis.gr, 8.8.2022.
Αγγελής, Δημήτρης (2022β): «Ελληνική λογοτεχνία- Μια απάντηση στην Α.Δ.», περ. www.oanagnostis.gr, 9.8.2022.
Λαμπρόπουλος, Βασίλης (2022): «Γιατί πρέπει η αντίδραση στο crisis tourism να είναι ένα poetry tourism;», περ. www.oanagnostis.gr, 11.8.2022.
Ρούσσου, Βαρβάρα (2022β): «Σχόλια και ερωτήματα για το θέμα “Ποίηση, κρίση”», περ. www.oanagnostis.gr, 12.8.2022.
Κουτσάκης, Πολυχρόνης (2022): «Μετάφραση στο εξωτερικό- παιχνιδι για λίγους», περ. www.oanagnostis.gr, 17.8.2022.
Μαραγκόπουλος, Άρης (2022): «Bon pour l’Orient (et le tourisme)», περ. www.oanagnostis.gr, 19.8.2022.
Στάμου, Εύα (2022): «Για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό», περ. www.oanagnostis.gr, 21.8.2022.
Τζιόβας, Δημήτρης (2022): «Ποιοι και πώς (δεν) μας διαβάζουν;», περ. www.oanagnostis.gr, 21.8.2022.
Χατζηβασιλείου, Βαγγέλης (2022): «Οι μεταφραστικές τύχες της νεοελληνικής λογοτεχνίας», περ. www.oanagnostis.gr, 23.8.2022.
Μιχαλοπούλου, Αμάντα (2022): «Λογοτεχνική μετάφραση, συγγραφική ζωή και το έμφυλο παράδειγμα», περ. www.oanagnostis.gr, 26.8.2022.