
Με αφορμή μια συναυλία της Ορχήστρας του Βερολίνου καθώς και τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την είσοδο του Μεγάρου στο πολιτιστικό μας γίγνεσθαι, η Έλενα Χουζούρη θυμάται και καταγράφει σημαντικές στιγμές από τα τριάντα χρόνια του Μεγάρου Μουσικής.
Της Έλενας Χουζούρη
Έπειτα από έναν χρόνο και οκτώ μήνες εγκλεισμού, μακριά από κάθε πνευματική και καλλιτεχνική εκδήλωση, επέστρεψα εκεί από όπου είχα αναγκαστικά κατεβάσει αυλαία. Τότε, στις αρχές Μαρτίου 2020, είχα παρακολουθήσει την τελευταία, προ Covid, παράσταση του ιψενικού έργου «Ιωάννης Γαβριήλ Μπόργκμαν» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, στο υποσκήνιο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και τώρα στα τέλη Οκτωβρίου 2021, στον ίδιο ακριβώς χώρο, παρακολούθησα την πρώτη, μεσούντος Covid, σε συνθήκες ημιελευθερίας, παράσταση «Έξι φωνές» με την σπουδαία καρατερίστα Όλια Λαζαρίδου.
Λίγες ημέρες αργότερα η… ελευθερία μου επεκτάθηκε περισσότερο και τα απροσδιόριστα, έμπλεα μιας πρωτόγνωρης έκπληξης, συναισθήματα της πρώτης εξόδου μου, στη δεύτερη δυνάμωσαν τόσο πολύ ώστε κυριολεκτικά να με πετάξουν στο ρινγκ των αναμνήσεων. Στο αγαπημένο θεωρείο 10 –θεωρείο των δημοσιογράφων του πολιτιστικού ρεπορτάζ και των μουσικοκριτικών– της Αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης», καθώς αφηνόμουν στην εκμαυλιστική μαγεία των ρομαντικών συμφωνιών του Σούμαν και του Σούμπερτ, χάρη στη δεξιοτεχνία της Ορχήστρας του Βερολίνου με τη λαμπρή καθοδήγηση ενός μυθικού μαέστρου, του Ντάνιελ Μπαρεμπόιμ, αισθάνθηκα να ανοίγει ο χρόνος και να ξετυλίγονται μπροστά μου εικόνες, ήχοι, συναισθήματα τριάντα ολόκληρων χρόνων.
Οι αίθουσες «γερνάνε», η μουσική ποτέ
Μέσα δηλαδή σε εκείνη την μοναδική στιγμή, της υπέρτατης νοητικής και αισθητικής απόλαυσης, που τόσο μου είχε λείψει, συμπυκνώθηκε, θαρρείς, μέσα μου η τριαντάχρονη ιστορία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, μια ιστορία που συμβαδίζει απρόσκοπτα και με θαυμαστή αρμονία με την προσωπική μου, εμπλουτίζοντας την με υπέροχα, γεμάτα νοητικό και αισθητικό πλούτο, ανεξίτηλα βιώματα. Ήταν τόσο έντονα τα συναισθήματά μου ώστε, όταν επέστρεψα στο σπίτι μου, έστω και αν πλησίαζαν μεσάνυχτα, έψαξα και ανέσυρα από το αρχείο μου μια σειρά προγραμμάτων του Μεγάρου εκκινώντας από το μακρινό πια 1993 έως και τα πρώτα έτη του 21ου αιώνα. Η ανάγνωσή τους συντέλεσε όχι μόνον στο να εμπλουτίσω ακόμη περισσότερο το τριαντάχρονο ταξίδι μου με ήχους θαυμάσιους και δυνατές εικόνες αλλά, επιπλέον να εκπλαγώ από το εύρος και τον πλούτο των εκδηλώσεων που καταγράφονται σε αυτά τα προγράμματα ως αδιάψευστες πια μαρτυρίες μιας λαμπρής πορείας του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών μέσα στο χρόνο.
Συνειδητοποίησα, επίσης, πόσο η εμφάνιση του ΜΜΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όχι μόνον είχε ταράξει τα σχεδόν λιμνάζοντα εντόπια πολιτιστικά πράγματα της εποχής, προπαντός σε ό,τι αφορούσε τη μουσική –κλασική κυρίως αλλά και σύγχρονη και όπερα–, αλλά και πόσο άνοιξε νέους ορίζοντες στο ελληνικό κοινό παρέχοντάς του την ευκαιρία να γνωρίσει υψηλού επιπέδου και διεθνούς κύρους ορχήστρες, μουσικά σχήματα, ερμηνευτές, να καλλιεργήσει έτσι το αισθητικό του κριτήριο, να γίνει πιο απαιτητικό, να εμπλουτίσει γενικότερα την παιδεία του. Ανάμεσα σε αυτό το κοινό είμαι και εγώ, ό,τι έμαθα, άκουσα, αισθάνθηκα αυτά τα τριάντα χρόνια στις αίθουσες του Μεγάρου, αποτελούν για μένα μια σπουδαία παρακαταθήκη γνώσης, παιδείας και βέβαια ουσιαστικής και βαθιάς απόλαυσης. Αυτά άλλωστε δεν ζητάμε από την τέχνη;
![]() |
Η μεσόφωνος Αλεξάνδρα Τριάντη (1901 – 1977) με τον Χρήστο Λαμπράκη το 1953. Το 1968 η Τριάντη ανέλαβε την προεδρία του συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» και το 1977, με τον θάνατό της, κληροδότησε στο Μέγαρο Μουσικής όλη την ακίνητη περιουσία της. Τη θέση της κατέλαβε ο εκδότης Χρήστος Λαμπράκης. |
Το ταξίδι όμως της μνήμης, με πήγε λίγα χρόνια πριν από τη δημιουργία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, όταν έκανα πολιτιστικό [καλλιτεχνικό, το αποκαλούσαμε τότε] ρεπορτάζ τα χρόνια της δεκαετίας του 1980. Τι υπήρχε τότε στην Αθήνα από αίθουσες, με μέτρια έστω ακουστική, όπου μπορούσε ο μουσικόφιλος της εποχής να απολαύσει μια μουσική βραδιά; Αν εξαιρέσουμε το καλοκαιρινό Φεστιβάλ Αθηνών και το Ηρώδειο όπου ως διψασμένοι/νες τρέχαμε να ακούσουμε μια μεγάλη Ορχήστρα ή έναν σπουδαίο ερμηνευτή ή ένα ξεχωριστό συγκρότημα χορού, οι υπόλοιποι εννιά μήνες σκεπάζονταν με τα γκρίζα νέφη του επαρχιωτισμού και της ανίας. Πόσες φορές είχα παγώσει μέσα στη χωρίς θέρμανση αίθουσα του «Παλλάς» –πριν ανακαινιστεί– όπου η χαμηλών καλλιτεχνικών προδιαγραφών, εκείνη την εποχή, Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, προσπαθούσε να φέρει σε κάποιο ανεκτό ερμηνευτικό επίπεδο σπουδαία συμφωνικά έργα; Θυμάμαι πολύ καλά πως την τελευταία φορά που είχα υποστεί αυτήν την ταλαιπωρία, είχα πει ότι δεν πρόκειται ποτέ ξανά να διασχίσω το κατώφλι αυτής της κατ’ επίφαση αίθουσας συναυλιών.
Αλλά και το «Ολύμπιον» της οδού Ακαδημίας; Υπέροχη αίθουσα για τις αρχές του 20ου αιώνα. Με τα βελούδινα καθίσματά της και τα χρυσοποίκιλτά της. Μέχρις εκεί όμως διότι το ακουστικό της έλλειμα, η παλαιών προδιαγραφών μικρή σκηνή της, η στενότητα των καθισμάτων της και τόσες άλλες τεχνικές ελλείψεις της, παρά τις φιλότιμες –είναι αλήθεια– κατά καιρούς προσπάθειες των συντελεστών της, ουδέποτε πρόσφερε τις δυνατότητες να απογειώσει την όπερα όπως της αρμόζει. Γιατί πλέον η όπερα απαιτεί άλλες τεχνικές προδιαγραφές από εκείνες πριν από μια εκατονταετία για να μπορέσουν οι συντελεστές της να της δώσουν την απαιτούμενη λάμψη της.
Το ακουστικό της έλλειμα, η παλαιών προδιαγραφών μικρή σκηνή της, η στενότητα των καθισμάτων της και τόσες άλλες τεχνικές ελλείψεις της, παρά τις φιλότιμες –είναι αλήθεια– κατά καιρούς προσπάθειες των συντελεστών της, ουδέποτε πρόσφερε τις δυνατότητες να απογειώσει την όπερα όπως της αρμόζει.
Θυμάμαι ακόμα –και θα το θυμούνται όσοι και όσες είμαστε τότε στο καλλιτεχνικό– ότι πολύ συχνά γινόμαστε αποδέκτες της αγωνίας νέων μουσικών μας –αλλά και παλαιότερων– είτε της κλασικής μουσικής, είτε της σύγχρονης, είτε της έντεχνης ελληνικής μουσικής, ότι δεν είχαν πού να παρουσιάσουν τα έργα τους, πού να παίξουν τη μουσική τους, πού να εκφραστούν.
Από τις Μεγάλες Συμφωνικές Ορχήστρες στις υποδειγματικές παραστάσεις όπερας
Αυτά, έως τον Ιανουάριο του 1991 που το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών άναψε επί της Βασιλίσσης Σοφίας τα φώτα του, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και από εκεί αρχίζει κάτι σαν παραμύθι, όπως τουλάχιστον το είδα εγώ γραμμένο στα προγράμματα, που είχα απλώσει εκείνο, το πρόσφατο, βράδυ μπροστά μου. Και από το παραμύθι αυτό δεν ξεπηδούν κοιμισμένες βασιλοπούλες και γενναία βασιλόπουλα, ούτε αιμοβόροι δράκοντες, αλλά νότες, νότες μαγικές από ορχήστρες, όπως: η Φιλαρμονική της Σκάλα του Μιλάνου, η Gewandhaus της Λειψίας (αυτήν με την οποία είχε συμπράξει και ο Μπαχ!), η Συμφωνική Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, η Berliner Sinfonia, η Orphens Chamber Orchester της Νέας Υόρκης, οι Βιρτουόζοι της Πράγας, η Εθνική Ορχήστρα της Γαλλίας και η Φιλαρμονική της Πράγας, η Φιλαρμονική της Δρέσδης, η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας και η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, η Ορχήστρα της Ακαδημίας του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών, η Chamber Orchestra of Europa, η Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βαρσοβίας, η Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης, η Φιλαρμονική της Κολωνίας, η Εθνική Ορχήστρα του Καπιτωλίου της Τουλούζης, η Φιλαρμονική της Σόφιας, η Εθνική Ορχήστρα της Ρωσίας, η MusicAeterna και πολλές ακόμα.
Οι Μεγάλες αυτές Ορχήστρες με μαέστρους διαμετρήματος όπως ο Kurt Masur, ο Zubin Meta, ο Sir Neville Mariner, ο Daniel Barenboim, ο Θεόδωρος Κουρετζής και άλλοι, παραχωρούν τη θέση τους στον Κύκλο Μουσικής Δωματίου που έφερε την υπογραφή του Λεωνίδα Καβάκου. Μετράω τα χρόνια και δεν πιστεύω ότι ακόμη και σήμερα καθώς περιτρέχω, διαβάζοντας για εκείνες τις βραδιές, με τον 28χρονο τότε Καβάκο, κυριολεκτικά να ιερουργεί με το βιολί του, έρχεται στο νου μου ο στίχος του Καβάφη Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις. Ακριβώς έτσι, χωρίς καμία υπερβολή.
Εκείνες οι παραστάσεις όπερας δεν με έκαναν μόνον να αγαπήσω το μελόδραμα αλλά και να μάθω γι' αυτό. Να πληροφορηθώ για τα μεγάλα έργα, τους μεγάλους συνθέτες, τους κορυφαίους καλλιτέχνες, τους σπουδαίους λιμπρετίστες, την ίδια την ιστορία της όπερας ανά τον κόσμο.
Και μετά πηγαίνω στις όπερες. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν ήμουν λάτρης της όπερας, και τις ελάχιστες φορές που είχα πάει στο «Ολύμπιον» είχα απογοητευθεί. Η διάθεσή μου άλλαξε σταδιακά όταν άρχισα να παρακολουθώ τις οπερατικές παραστάσεις στη μοναδικής ακουστικής Αίθουσα των Φίλων της Μουσικής νυν «Χρήστου Λαμπράκη» – η Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, με εξειδικευμένη ακουστική για Όπερα, δεν είχε φτιαχτεί ακόμα. Μπορώ σήμερα να πω ότι εκείνες οι παραστάσεις όπερας δεν με έκαναν μόνον να αγαπήσω το μελόδραμα αλλά και να μάθω γι' αυτό. Να πληροφορηθώ για τα μεγάλα έργα, τους μεγάλους συνθέτες, τους κορυφαίους καλλιτέχνες, τους σπουδαίους λιμπρετίστες, την ίδια την ιστορία της όπερας ανά τον κόσμο. Με άλλα λόγια, απόλαυση και παιδεία βάδισαν χέρι χέρι.
![]() |
Εργασίες ανέγερσης του Μεγάρου. |
Μια στέγη για τον χορό, τη λογοτεχνία, το μουσικό θέατρο και τα νέα ταλέντα
Ανακατεύοντας τα προγράμματα που είχα μπροστά μου δεν ήξερα τι από όλον αυτόν τον θαυμαστό πλούτο να ξεχωρίσω, τι να θυμηθώ, προς τα πού να οδηγήσω το παραμυθένιο ταξίδι εκείνης της νύχτας των μουσικών αναμνήσεων τριάντα χρόνων και άρχισα να ανασύρω από μέσα μου αποσπασματικές εικόνες και ήχους. Εδώ στα ευφάνταστα Μουσικά Αναλόγια που οργάνωνε ο αξέχαστος Θάνος Μικρούτσικος, πιο εκεί ο κύκλος «Ο Μότσαρτ στη Βιέννη», ακόμη πιο πέρα στις ζωντανές εμφανίσεις των Μπολσόι, στην Αγνή Μπάλτσα να τραγουδάει και να χορεύει την Κάρμεν, στην αέρινη φιγούρα της Sylvie Gulliem, στην εκρηκτική Μίλβα να κυριαρχεί στη σκηνή τραγουδώντας μοναδικά Μπρεχτ και Μικρούτσικο, στην πρωτοποριακή «Μήδεια» του θεάτρου Taganka της Μόσχας σε απόδοση του Joseph Brodsky, στον «Οδυσσέα» σε μουσική Γιώργου Κουρουπού με τα Μπαλέτα του Αμβούργου αλλά και τον «Προμηθέα Δεσμώτη» σε σκηνοθεσία του Μπομπ Γουίλσον, στους μοναδικούς σε μπρίο και κέφι βενετσιάνους μουσικούς, τους Solisti Veneti και τον μαέστρο τους, Claudio Simone που μας έκανε να χτυπάμε παλαμάκια ακολουθώντας τον ρυθμό με δική παρότρυνση και σχεδόν να χορεύουμε καθισμένοι, ακούσματα από τον «Κύκλο Γαλλικής Μουσικής και Λογοτεχνίας», για να περάσω στην οπερατική απόδοση του διάσημου μυθιστορήματος του Χένρι Τζέημς Το στρίψιμο της βίδας σε σκηνοθεσία του νέου τότε Θωμά Μοσχόπουλου, με την ΚΟΑ, να μεταφερθώ σε έναν αξέχαστο «Βότσεκ» του Alban Berg, με την Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου και τη Χορωδία της Ραδιοφωνίας του Βερολίνου, στο πλαίσιο του κύκλου «Μουσική και Αυταρχισμός».
Και βρίσκομαι να ακολουθώ τους «Θεατρικούς περιπάτους» που έχουν πίσω τους «τέσσερις αιώνες γαλλικού θεάτρου και λογοτεχνίας» και να συναντώ μια σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιό, την Geneviève Page να μας μεταφέρει στα μονοπάτια των κλασικών κειμένων του Ρακίνα, του Μολιέρου, του Ουγκώ, του Ζαρρύ, του Μαριβώ, του Κλωντέλ. Και πιο εκεί, από την Ιταλία, εμφανίζεται και ο Ίταλο Καλβίνο με τις Αόρατες πόλεις του που μετατρέπονται σε θέατρο και μουσική από την Ομάδα Μουσικού Θεάτρου «Είκασμα» και την Ορχήστρα των Χρωμάτων να τις χρωματίζει.
Τη λογοτεχνία τη συναντώ συχνά, είτε να αναδύεται μέσα από τη μουσική, είτε σε αφιερώματα, είτε ως θεατρικές μεταπλάσεις, άλλωστε λόγος και μουσική δεν είναι λίγες οι φορές που βαδίζουν χέρι-χέρι.
Και μιας και ο λόγος για λογοτεχνία, αναθυμάμαι τους δικούς μας σπουδαίους, τον Τίτο Πατρίκιο και την αείμνηστη Κική Δημουλά να μιλούν για την Ποίηση, βέβαια. Να μην ξεχάσω και το αφιέρωμα στον άλλον σπουδαίο της ποίησής μας, τον Τάσο Λειβαδίτη, που το 2022 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του. Τη λογοτεχνία τη συναντώ συχνά, είτε να αναδύεται μέσα από τη μουσική, είτε σε αφιερώματα, είτε ως θεατρικές μεταπλάσεις, άλλωστε λόγος και μουσική δεν είναι λίγες οι φορές που βαδίζουν χέρι-χέρι.
Συνεχίζοντας να περιτρέχω τα προγράμματα καθώς και τον χρόνο που περικλείεται σ’ αυτά, στέκομαι στο σινεμά. Το πόσο έχω απολαύσει εκείνες τις μοναδικές, κλασικές πια ταινίες, του κινηματογράφου, του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, τις σκηνοθετημένες από κορυφαίους σκηνοθέτες, όλες χωρίς περικοπές, και με συνοδεία ζωντανής μουσικής, όπως τους «Μοντέρνους Καιρούς» του Τσάρλι Τσάπλιν, τον «Οκτώβρη» του Αϊζενστάιν, τον «Άνθρωπο με την κάμερα» του Ζίγκα Βερτόφ, τη «Μητρόπολη» του Φριτς Λανγκ [στην αυθεντική της κόπια], τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» του Γουίλιαμ Γουάιλερ, τον «Φραγκεστάιν» του Τζ. Γουέιλ και άλλες.
Στις χορευτικές βραδιές συναντιέμαι με έναν εκπρόσωπο της τότε νεότερης γενιάς των χορογράφων και χορευτών μας, που λίγα χρόνια αργότερα θα λάμψει στο καλλιτεχνικό στερέωμα, εντόπιο και διεθνές: Τον Δημήτρη Παπαιωάννου.
Και τι να πω, όταν παρακάτω η μνήμη μου αναμετράται με τα αέρινα βήματα της Sylvie Guillem, αισθάνεται και πάλι δέος μπροστά στη φιγούρα της βασίλισσας του κλασικού μπαλέτου, Μάγιας Πλισέντσκαγια, αφήνεται να στροβιλιστεί στο πάθος της Αλίνσια Αλόνσο; Στις χορευτικές βραδιές συναντιέμαι με έναν εκπρόσωπο της τότε νεότερης γενιάς των χορογράφων και χορευτών μας, που λίγα χρόνια αργότερα θα λάμψει στο καλλιτεχνικό στερέωμα, εντόπιο και διεθνές: Τον Δημήτρη Παπαιωάννου. Όπως και σε αρκετούς άλλους νέους ταλαντούχους της μουσικής κυρίως αλλά και του χορού, το Μέγαρο θα προσφέρει την ευκαιρία να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους και να προχωρήσουν. Παράδειγμα η σειρά «The Rising Stars» αλλά και οι ευφάνταστες «Γέφυρες» του Δημήτρη Μαραγκόπουλου καθώς και οι συναυλίες σύγχρονης μουσικής με έργα νέων Ελλήνων συνθετών που διοργάνωνε ακούραστα, έως τον θάνατό του, ο αείμνηστος Θόδωρος Αντωνίου. Από κοντά και μια πλειάδα τόσο καταξιωμένων Ελλήνων συνθετών και τραγουδιστών της έντεχνης ελληνικής μουσικής όσο και νεότερων με συναυλίες τους και εμφανίσεις τους. Από όσο μου αποκαλύπτουν τα προγράμματα που έχω μπροστά μου, μάλλον δεν πρέπει κανείς να έχει μείνει παραπονεμένος στο διάβα των τριάντα αυτών χρόνων λειτουργίας του Μεγάρου, συν τις καλοκαιρινές συναυλίες στον κήπο, στις οποίες τον τόνο δίνουν οι Έλληνες καλλιτέχνες.
Η «Μεγάλη Ημέρα της Τζαζ» και η «Νύχτα της Αβάνας»
Και, αίφνης, με κατακλύζουν ήχοι από πνευστά, από κρουστά, από τρομπόνια, από σαξόφωνα, που έρχονται από μακριά για να ξεσηκώσουν και να μεταβάλλουν τις σάλες του Μεγάρου σε πίστες χορού! Τι συμβαίνει; Πού έχω βρεθεί; Μα, στη «Μεγάλη Ημέρα της Τζαζ»! Αυτό που είχε ξεκινήσει στις 11:00 το πρωί και είχε κλείσει στις 2:00 το επόμενο πρωί με ένα μοναδικό jam session! Με εργαστήρια ντραμς και σαξόφωνου, με συναυλίες του Ron Carter, του Marcus Roberts, του Wayne Shorter Quartet, του Gilad Adzmon αλλά και των κορυφαίων δικών μας, του Μάρκου Αλεξίου, του Τάκη Πατερέλη, του Γιώργου Φακανά, του Tony Lakatos. Θυμάμαι ότι δεν ξέραμε πού να πρωτοπάμε, τι να πρωτοπαρακολουθήσουμε, τρέχαμε από την Banquet, στη Σκαλκώτα, και από εκεί στο Φουαγιέ, μέσα σε μια εντελώς τζαζ ατμόσφαιρα που συμπληρωνόταν από μια έκθεση cover-art με ιστορικά εξώφυλλα της Blue Note και ένα bazaar με δίσκους, cd με σπάνιες ηχογραφήσεις και περιοδικά.
Και από τους καθαρόαιμους τζαζ ήχους και αυτοσχεδιασμούς εκείνου του αξέχαστου ημερόνυχτου, πετάγομαι στην... εξωτική «Νύχτα της Αβάνας» μια νύχτα πλημμυρισμένη από λάτιν ήχους, και ειδικά με ήχους που προέρχονταν από την Κούβα, με το Φουαγιέ του Μεγάρου να έχει μεταμορφωθεί σε μικρογραφία της Αβάνας –μόνο ο Φιντέλ και ο Τσε έλειπαν– και όλη η ατμόσφαιρα να έχει το παραδοσιακά «πανηγυριώτικο» κουβανέζικο ηχόχρωμα. Με τον γερόλυκο της κουβανέζικης μουσικής Arturo Sadoval, και από κοντά τα άλλα μεγάλα ονόματα, τον Chucho Valdez, τον Chico Freeman, τον Coslalvo Rubekalba. Τόσο η «Μεγάλη Ημέρα της Τζαζ» όσο και η «Νύχτα της Αβάνας» είναι από τις πιο όμορφες εμπειρίες που η μνήμη μου έχει αποθηκεύσει αυτά τα τριάντα χρόνια στο Μέγαρο Μουσικής.
![]() |
«Οι γάμοι του Φίγκαρο» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. |
Ωστόσο, δεν μπορώ να μην σταθώ σε δύο θεατρικές παραστάσεις τις οποίες κυριολεκτικά είχα απολαύσει και δεν τις ξεχνώ: Την ανεπανάληπτη οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη «Ο βαφτιστικός» σε μια εξαιρετικά ευφάνταστη σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου (ως κι ένα αυτοκίνητο εποχής είχε ανεβάσει επί σκηνής) και τη θεότρελη κωμωδία του Μπωμαρσαί «Οι γάμοι του Φίγκαρο» σε μια σουρεαλιστική σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού! Δεν το κρύβω ότι ευχαρίστως τις έβλεπα ξανά και τις δύο παραστάσεις.
Ιδιαίτερη μνεία όμως πρέπει να κάνω στην Ορχήστρα της Καμεράτα –τριάντα χρονών πια και αυτή, δημιούργημα του Συλλόγου Φίλων της Μουσικής– και στις υπέροχες βραδιές που μου έχει χαρίσει, με μουσικές κυρίως δωματίου. Αυτήν την άψογη Ορχήστρα, με τη διεθνή αναγνώριση, που στελεχώθηκε από μια πλειάδα ταλαντούχων νέων μουσικών, Ελλήνων και ξένων και καθοδηγήθηκε καλλιτεχνικά, αρχικά από τον Αλέξανδρο Μυράτ, και τον Γιώργο Πέτρου στη συνέχεια και που δυστυχώς τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα επιβίωσης.
Δυστυχώς καθώς και το Μέγαρο έμπαινε σιγά σιγά, μαζί με ολόκληρη την χώρα, στη δίνη της κρίσης, τέτοιες ολοήμερες νύχτες και ημέρες δεν επαναλήφθηκαν, αν εξαιρέσουμε βέβαια τα αφιερώματα στην κλασική μουσική και τους μεγάλους συνθέτες. Όπως, εξέλειπαν οι απόλυτα παιδευτικές και επιμορφωτικές εκδηλώσεις του Megaron plus, οι οποίες είχαν αποτελέσει εστία ανταλλαγής απόψεων, λόγου, στοχασμού και ενημέρωσης και από το 2005 έως το 2013, τις είχαν παρακολουθήσει –με ελεύθερη είσοδο– 345.717 άτομα, σύμφωνα με τα στοιχεία που μου δίνει το επετειακό πρόγραμμα των εκδηλώσεων. Μήπως θα έπρεπε να το ξανασκεφτεί η σημερινή διοίκηση του Μεγάρου;
Από το 2005 έως το 2013, τις επιμορφωτικές εκδηλώσεις του Megaron plus είχαν παρακολουθήσει –με ελεύθερη είσοδο– 345.717 άτομα.
Καθώς φυλλομετρώ τα προγράμματα που κυριολεκτικά με περιτριγυρίζουν –ορισμένα υψηλού επιπέδου εκδόσεις, προπαντός αυτά της όπερας– σκέφτομαι πόσο τυχερή είμαι που μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω αυτό το υπέροχο τριαντάχρονο ταξίδι ανάμεσα σε τόσες μουσικές συγχορδίες, τόσα ημιτόνια, τόσες φωνές, τόσες εικόνες! Αν ήμουν παιδί, ή αν είχα παιδιά αναλογίζομαι ότι θα είχαν και αυτά τη μεγάλη ευκαιρία να κάνουν το δικό τους μουσικό ταξίδι, τον δικό τους γύρο σε πολύ περισσότερο από ογδόντα ημέρες καθώς τους προσφέρονταν πλούσια κυριακάτικα μουσικά πρωινά, διαδραστικά εκπαιδευτικά προγράμματα –τα οποία συνεχίζονται– και μαγικές θεατρικές παιδικές παραστάσεις. Διατρέχοντας, λοιπόν τα προγράμματα τριάντα χρόνων φτάνω και στο τελευταίο, αυτό της φετινής –δύσκολης ακόμα– σεζόν. Πέρυσι το Μέγαρο, όπως και όλοι οι πολιτιστικοί φορείς της χώρας, περιορίστηκε στη διαδικτυακή παρουσίαση των εκδηλώσεών του. Φέτος άνοιξε τις πύλες του και τα φώτα του κανονικά. Με αυστηρούς ελέγχους όμως. Δεν οδηγείται κανείς στις αίθουσες αν δεν ελέγχεται το πιστοποιητικό εμβολιασμού του καθώς και τα στοιχεία ταυτοποίησής του.
Το πρόγραμμα 2021-2022
Τι έχει λοιπόν να μας προτείνει το φετινό πρόγραμμα του τριαντάχρονου Μεγάρου Μουσικής Αθηνών; Αναφέρθηκα ήδη στην παράσταση της Όλιας Λαζαρίδου στο υποσκήνιο, το οποίο φέτος έχει την τιμητική του αφού αρκετές παραστάσεις θα δούμε σε αυτόν τον χώρο, κυρίως παραγγελίες του Μεγάρου με πυρήνα τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Στάθηκα στην υπέροχη συναυλία της Staatskapelle Berlin με μαέστρο τον Ντάνιελ Μπαρεμπόιμ, που μου πρόσφερε το έναυσμα για το τριαντάχρονο αυτό μουσικό ταξίδι. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να απολαύσω για μια ακόμη φορά μια μεγάλη, διεθνώς καταξιωμένη φωνή, τη σοπράνο Μαρλίς Πέτερσεν σε ένα γκαλά όπερας συνοδεία της Καμεράτα, αφιερωμένο στη μνήμη του γεννήτορα του Μεγάρου, Χρήστου Λαμπράκη. Ο Χρήστος Λαμπράκης εκτιμούσε ιδιαίτερα την Πέτερσεν και μας την είχε γνωρίσει ήδη από τη δεκαετία του 1990.
Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να χάσω το «Χειμωνιάτικο ταξίδι» του πολυγραφότατου Σούμπερτ – οι λεγόμενες «σουμπερτιάδες» του, τα τραγούδια δηλαδή που έχει γράψει αποτελούν κορυφαίες στιγμές της ρομαντικής μουσικής. Το «Χειμωνιάτικο ταξίδι» συγκαταλέγεται στα ωραιότερά του και το ακούμε από τον σπουδαίο βαρύτονο Matthias Goerne που τον συνοδεύει στο πιάνο ο Christophe Eschenbach. Ξεχωρίζω ακόμα την παγκόσμια πρεμιέρα της χορογραφίας του Κωνσταντίνου Ρήγου στο «Bolero» του Ravel με το μπαλέτο της Λυρικής Σκηνής και περιμένω με ανυπομονησία την –για ακόμα μία φορά– εμφάνιση του Nederlands Dance Theatre με δύο νέες χορογραφίες.
Βρίσκω συγκινητική την επανεμφάνιση του εμβληματικού πλέον βιολονίστα Yury Bashmet που με τους Σολίστες της Μόσχας είχαν εγκαινιάσει τις εκδηλώσεις του Μεγάρου πριν από τριάντα χρόνια!
Στέκομαι στους δύο νέους κύκλους εκδηλώσεων: Piano Masters και Megaron Spring Festival. Σπουδαίοι ερμηνευτές και σολίστες και ονόματα όπως του Martha Graham Dance Company και των αδελφών Lebecqe συγκαταλέγονται στους δύο κύκλους. Βρίσκω συγκινητική την επανεμφάνιση του εμβληματικού πλέον βιολονίστα Yury Bashmet που με τους Σολίστες της Μόσχας είχαν εγκαινιάσει τις εκδηλώσεις του Μεγάρου πριν από τριάντα χρόνια! Από μεγάλες ορχήστρες, έπειτα από την Staatskapelle Berlin που χαρήκαμε ήδη, σειρά παίρνουν: Το Σύνολο Κρουστών του Στρασβούργου και η Ορχήστρα Εγχόρδων του Φεστιβάλ της Λουκέρνης.
Για τα Χριστούγεννα μας περιμένουν τα υπέροχα, κατ’ εμέ, βιενέζικα βαλς από την Ορχήστρα Γιόχαν Στράους της Βιέννης (11 & 12 Δεκ.), ο «Καρυοθραύστης» από τα Μπολσόι (19 Δεκ.), «Ο Ύμνος της χαράς», η εμβληματική συμφωνία του Μπετόβεν από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό την διεύθυνση του Εσθονού αρχιμουσικού Μίχκελ Κύτσον (18 Δεκ.) αλλά και μια… υπέροχη ζωή! Με άλλα λόγια η δημοφιλής αμερικάνικη ταινία “It’ s a wonderful life” που σκηνοθέτησε ο Φρανκ Κάπρα το 1946, στην ευρηματική θεατρική σκηνοθεσία του John Landry, θα ανέβει στην σκηνή της Αίθουσας Τριάντη, η οποία θα μετατραπεί σε ραδιοτηλεοπτικό στούντιο του 1940. Η ιστορία της ταινίας, ένας ύμνος στην αλληλεγγύη και στην αυταπάρνηση, ζωντανεύει με γνωστούς ηθοποιούς (Μαρκουλάκης, Κοντογεώργη, Ψαρράς, Μπούρας, Γλάστρας, Σαββάκη), οι οποίοι παίζουν όλους τους ρόλους και τραγουδούν, ενώ μια τζαζ ορχήστρα αναβιώνει το κλίμα μιας εποχής που μετά τον πόλεμο, ατένιζε με αισιοδοξία το μέλλον (23 Δεκ. – 5 Ιαν.).
Έπειτα από τριάντα χρόνια το υπέροχο μουσικό ταξίδι συνεχίζεται!
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).