
Σκέψεις για τη μοντέρνα και τη μεταμοντέρνα πεζογραφία, την υποδοχή της από την κριτική και το διαρκώς αυξανόμενο χάσμα από τον μέσο αναγνώστη. Στην κεντρική εικόνα: Μέλπω Αξιώτη, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Γιώργος Χειμωνάς, Γιώργος Δέλιος, Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο μοντερνισμός, με τη ριζοσπαστικοποίηση της γραφής του και την απομάκρυνση από τη ρεαλιστική επιφάνεια, προκάλεσε κι ένα πλήγμα στη σχέση της λογοτεχνίας με τον αναγνώστη. Στις ακραίες του εκφάνσεις παρουσιάζει τον κόσμο με πολύ στενά κάτοπτρα, δεμένα στο υποσυνείδητο, εσωστρεφή, κρυπτικά, ανοιχτοφοβικά θα έλεγα, που οδηγεί σε ρήξεις με το παρελθόν και σε νέες μορφές συνειδητοποίησης, αλλά συνάμα αποκλείει τον αναγνώστη από τη ανάγνωση και τη χαρά της, όσο κι αν διακηρύττει ότι έτσι τον ενεργοποιεί και τον αφυπνίζει.
Σημαντικά κείμενα της παγκόσμιας και της ελληνικής πεζογραφίας (για να μην αναφερθώ στην ιδιαίτερη υφή της νεωτερικής ποίησης) έχουν μια τόσο δύσβατη μορφή, που στο πρωτοποριακό τους ξεδίπλωμα άφησαν πίσω όχι μόνο τον μέσο αλλά και τον ψαγμένο αναγνώστη. Έτσι, ενώ καινοτόμησαν κι έμειναν στην Ιστορία των γραμμάτων ως ανατρεπτικές απόπειρες, ταυτόχρονα έμειναν κλεισμένα σε έναν κύκλο ειδικών, οι οποίοι ηδονίζονταν με την εφαρμογή θεωριών και νέων τρόπων προσέγγισης (Τοντόροφ 2013: 78), πειραματίζονταν με την κρυπτική αφήγηση και το αυτιστικό ύφος τους, αλλά ταυτόχρονα απομακρύνθηκαν, σκόπιμα ή όχι, από την απόλαυση της ανάγνωσης. Αντί δηλαδή η γραφή να τροφοδοτεί και να ερεθίζει τον αναγνώστη, αυτήν τον άφησε εκκρεμή να μην μπορεί (και να μην θέλει ως εκ τούτου) να παρακολουθήσει την πτήση της. Αυτή η πεζογραφία έμεινε ερμητική, ανέδειξε το συγγραφικό εγώ, τον κλειστό συγγραφικό κόσμο, και σνόμπαρε την ευθεία επικοινωνία με τους αποδέκτες.
Έτσι, ενώ καινοτόμησαν κι έμειναν στην Ιστορία των γραμμάτων ως ανατρεπτικές απόπειρες, ταυτόχρονα έμειναν κλεισμένα σε έναν κύκλο ειδικών, οι οποίοι ηδονίζονταν με την εφαρμογή θεωριών και νέων τρόπων προσέγγισης, πειραματίζονταν με την κρυπτική αφήγηση και το αυτιστικό ύφος τους, αλλά ταυτόχρονα απομακρύνθηκαν, σκόπιμα ή όχι, από την απόλαυση της ανάγνωσης.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα μεταμοντερνιστικά έργα, όσα συνέχισαν τη ρηξικέλευθη λογοτεχνική τάση και πειραματίστηκαν με τις νέες ανατρεπτικές τεχνικές, με κατάδυση στα ψυχολογικά στρώματα του υποκειμένου και με υπερέκταση των αναγνωστικών αντοχών. Η διάσπαση της αφήγησης, η χρήση νεωτεριστικών τεχνικών, η περίκλειστη γλώσσα που αγγίζει την ποίηση, ο πυρετικός λόγος, η πλήρης αναντιστοιχία του κειμένου με την εξωλογοτεχνική πραγματικότητα, η οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει, αλλά ότι όλα είναι μια κατασκευή κ.λπ. ανατινάζει το πλαίσιο συνεννόησης και δυναμιτίζει τη σύμβαση επικοινωνίας μεταξύ του λογοτέχνη και του αναγνώστη.
Οι κατηγορίες εναντίον του μοντερνισμού και του ριζοσπαστικού μεταμοντερνισμού, που τον συνεχίζει (Αριστηνός 2007: 43), είναι γνωστές ήδη από τη δεκαετία του ’70. Η μοντερνιστική επανάσταση έδωσε τους καρπούς της αλλά πλέον έχει εξαντληθεί, πλην εξαιρέσεων οι οποίες μπορούν να κρατούν τη σπιρτάδα της πειραματικής λογοτεχνίας, συνδυάζοντάς την όμως με την επικοινωνιακή γέφυρα προς τον αναγνώστη. Τα υπόλοιπα κείμενα που εξακολουθούν σολιψιστικά και αυτιστικά να πιστεύουν στην αυτονομία της τέχνης και στη δεσποτική κυριαρχία της γλώσσας αφορούν όλο και μικρότερο ακροατήριο.
Μόνο η κριτική, πρωτογενής ή δευτερογενής, όταν στέκεται στις τεχνικές της πρωτοπορίας και στις μορφικές καινοτομίες, ακόμα κι αν είναι κενές και αλυσιτελείς, συνεχίζει να επαινεί ένα τέτοιο ελιτίστικο πρόταγμα. Σαν να ευλογεί τα γένια της αυτοπαρουσιαζόμενη ως μύστης ενός κλειστού, μόνο για μυημένους, συστήματος, το επικροτεί, χωρίς να ενδιαφέρεται για την αναγνωστική ανταπόκριση, κι επευφημεί τη ρηξικέλευθη δομή και τις «επαναστατικές» ακροβασίες. Είναι σαν, καταδικάζοντας a priori κάθε ευκολία και την όποια ευκρίνεια, να θέλει να εδραιώσει τη δική της θέση ως επαρκούς μεσολαβητή, που μπορεί –μόνη αυτή– να εξηγήσει τους χρησμούς της μοντερνιστικής θεότητας.
Είναι σαν, καταδικάζοντας a priori κάθε ευκολία και την όποια ευκρίνεια, να θέλει να εδραιώσει τη δική της θέση ως επαρκούς μεσολαβητή, που μπορεί –μόνη αυτή– να εξηγήσει τους χρησμούς της μοντερνιστικής θεότητας.
Ο John Barth έχει ήδη συνοψίσει αυτήν την εξάντληση της γραφής από τους μοντερνιστές (ίσως και πιο πριν)· με επιχειρήματα, σύγχρονα και εύστοχα, επισημαίνει πόσο αυτοαναφορική και δύστροπη είναι η γραφή τους. Ο Αμερικάνος καθηγητής και μυθιστοριογράφος αναγνωρίζει τις καινοτομίες του μοντερνισμού, αλλά ταυτόχρονα πιστεύει ότι και το δικό του αφήγημα δεν έλυσε τα προβλήματα της γραφής: η ρήξη με τη γραμμικότητα, η ακαθοριστία, το υποσυνείδητο, η ακραία αυτοαναφορικότητα, οδήγησαν τη μοντερνιστική γραφή στην αυτοπεριχαράκωση, στη δυσκολία κατανόησής της και στον ερμητισμό. Κρατώ μια καίρια φράση του: «Είναι πιο εύκολο και πιο κοινωνικά αποδεκτό να μιλάς τεχνικά παρά να κάνεις τέχνη» (Barth 1984: 65).
Αν δούμε τις τεντωμένες-στα-όριά-τους απόπειρες μοντερνισμού στην ελληνική πεζογραφία, θα συνειδητοποιήσουμε ότι τέτοια κείμενα, όσο κι αν αναγνωρίζονται γραμματολογικά ως (μικρές ή μεγάλες) τομές στην ιστορία των γραμμάτων μας, γιατί καινοτόμησαν και άλλαξαν το παράδειγμα, έμειναν ταυτόχρονα μόνο σ’ αυτήν την ιστορική τους καταξίωση, μακριά από την αναγνωστική επαφή και τη διαχρονική τους αξία. Η Σχολή της Θεσσαλονίκης (Δέλιος, Ξεφλούδας, ακόμα και ο Πεντζίκης) δύσκολα διαβάζεται σήμερα, η Μέλπω Αξιώτη δεν βγαίνει έξω από τα φιλολογικά σαλόνια ή ο πολύς Γιώργος Χειμωνάς είναι ένας αφασικός συγγραφέας, που εξοβελίζει τον αναγνώστη από τον κλειστό του κόσμο. Ακόμα κι ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, που είναι κορυφαίος λογοτέχνης μας, δεν είναι εύκολο να παρακολουθηθεί σε όλα του τα έργα, ειδικά σε όσα τραβάει τον εσωτερικό μονόλογο, με όλο το χάος, τη ροή της συνείδησης, τις διαλείψεις και τους αναστοχασμούς, τον ταυτοχρονισμό, την τήξη των χρόνων και την ανατροφοδοσία της μνήμης, στα άκρα της αναγνωστικής αντοχής.
Σήμερα, τέτοιες μοντέρνες και μεταμοντέρνες προσπάθειες, που ευτυχώς σταδιακά μειώνονται (Κούρτοβικ 2021: 54), δεν παύουν να εκτιμώνται από την κριτική, ακριβώς επειδή δοκιμάζουν τα όρια της λογοτεχνίας και κόβουν-ράβουν νέα κοστούμια, όχι φυσικά pret-a-porter, αλλά υψηλής ραπτικής, εξτρίμ και πειραματικά σταυρόλεξα για απαιτητικούς λύτες.
Αν μείνω στην τελευταία τριακονταετία, βρίσκω έργα σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων που κινούνται στο πεδίο του ελιτισμού, εξυψώνουν τη μορφή, φετιχοποιούν τη γλώσσα, εγκλωβίζουν μέσα τους την ανάπλαση της πραγματικότητας –ή η λογοτεχνική πραγματικότητα είναι το μόνο δύστροπο σημαίνον τους, χωρίς σημαινόμενο– και οδηγούν τη γραφή στα απώτατα άκρα του λογοτεχνικού γαλαξία (βλ. και τις παρατηρήσεις του Κούρτοβικ ήδη από το 1990 και το 1999). Πολλά κείμενα του Αλέξανδρου Ασωνίτη (π.χ. Η συνείδηση της αιωνιότητας, 1995), του Δημήτρη Καλοκύρη (π.χ. Η ανακάλυψη της ομηρικής, 1995), του Θανάση Βαλτινού (π.χ. Ημερολόγιο 1836-2011, 2001, και Ημερολόγιο της Αλοννήσου, 2017), του Άρη Μαραγκόπουλου (Αγάπη κήποι αχαριστία, 2002), της Μαρίας Μήτσορα (π.χ. Καλός καιρός / μετακίνηση, 2005), του Χρήστου Χρυσόπουλου (π.χ. Φανταστικό μουσείο, 2005, και Άλμα, 2019), του Αριστείδη Αντονά (π.χ. Η τραγουδίστρια και η πολυθρόνα, 2009) και του Μισέλ Φάις (π.χ. Πορφυρά γέλια, 2010, Όπως ποτέ, 2019, και Η ερευνήτρια, 2020) κ.ά. αφήνουν απ’ έξω τον αναγνώστη, μέσω της εσωστρέφειας και της ερμητικής τους γραφής.
Για τον Δημήτρη Καλοκύρη λ.χ. παρατηρεί ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (2018: 897): «η λογοτεχνία εν προκειμένω αρνείται εκ πεποιθήσεως την εξωτερική της ματιά, μένοντας μακριά από την κοινωνία και την Ιστορία». Ανάλογα, ο Κωστής Παπαγιώργης (2013) σημειώνει για το Ημερολόγιο 1836-2011 του Θανάση Βαλτινού: «Ο τρόπος γραφής […] θυμίζει τραύλισμα μιας ιδιωτικής γλώσσας που σημειώνει λίγα, αλλά θυμάται πολλά». Ο Μισέλ Φάις, από την άλλη, γράφει η Ελ. Κοτζιά (2020: 598) «δημιούργησε μια πεζογραφία με βασικά χαρακτηριστικά τον κατακερματισμό, την ετερογένεια και το μη προσδιορίσιμο ρευστό [… η οποία] δημιουργεί […] την αίσθηση του βεβιασμένου και του τεχνητού, [με αρετές που] δεν δείχνουν […] πειστικές».
Όλα αυτά –και πολλά άλλα έργα–, που μεταξύ τους φαίνονται ασύμπτωτα, βασίζονται σε έναν κοινό παρονομαστή: φτιάχνουν περίκλειστους κόσμους, τους οποίους μόνο οι κριτικοί αναγνωρίζουν, είτε λόγω της διάθεσής τους να αποθέωσουν την τεχνική, που ενίοτε είναι όντως σπουδαία, είτε από συνειδητό ή ασύνειδο στρουθοκαμηλισμό, ότι δηλαδή παραγνωρίζουν την ελιτίστικη διάθεση τέτοιων κειμένων, επειδή είναι σε θέση να συλλάβουν το βαθιά κρυπτικό πνεύμα της (μετα)μοντέρνας λογοτεχνίας αυτού του είδους. Αυτά, άλλωστε, εγγράφονται στην Ιστορία ως κορυφαία!
Συνεπώς, «οι μοντερνιστές γίνονται σκόπιμα ακαδημαϊκοί, ερμητικοί και δυσανάγνωστοι. […] Ο μοντερνιστής μυθιστοριογράφος διαπράττει έτσι μιαν ύβρη: αίρεται στο ύψος του Θεού Δημιουργού και πιστεύει ότι δημιουργεί τον κόσμο, ότι η συνείδηση του είναι η μόνη πραγματικότητα. Αυτό βέβαια σημαίνει πως το ίδιο το μυθιστορηματικό είδος περιέρχεται σε μια κατάσταση “αυτισμού”, αφού παραιτείται από τη φιλοδοξία να αναπαραστήσει την πραγματικότητα» (Πινακούλας 2017). Και μια τάση του μεταμοντερνισμού εξίσου!
Φυσικά δεν ζητώ να ξαναγυρίσουμε σε μια ξερή ρεαλιστική αφήγηση, αλλά το μετανεωτερικό, που συμπεριλαμβάνει –σε ισορροπία– τον αναγνώστη και την καινοτομία, την επικοινωνιακή διάσταση της λογοτεχνίας με την τεχνική αναζήτηση της νέας πραγματικότητας, ίσως μπορεί να ξεπεράσει τέτοιες ελιτίστικες γραφές και να επανασυνδέσει το έργο με τον αποδέκτη του.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Μικρή βιβλιογραφία