Ο Σαμ Σέπαρντ, πολυβραβευμένος συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, πέθανε σαν σήμερα, στις 27 Ιουλίου 2017, στα εβδομήντα τρία του χρόνια. Ακολουθεί επιλογή από σκέψεις για τη γραφή, την έμπνευση και τη ζωή του συγγραφέα, όπως τις έχει εκφράσει σε συνεντεύξεις.
Επιλογή & μετάφραση: Μέμη Κατσώνη
Για το πώς έγινε συγγραφέας:
Όλως περιέργως, διάβαζα Ευγένιο Ο’ Νηλ. Είχα διαβάσει το Μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα (1956), και θυμάμαι να βλέπω την ασπρόμαυρη κινηματογραφική μεταφορά του Σίντεϊ Λιούμετ, που εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι μια από τις καλύτερες μεταφορές βιβλίου, θεατρικού ή οτιδήποτε, που έχει γίνει ποτέ… Αλλά θυμάμαι πως μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι ήταν θεατρικό, οπότε διάβασα το έργο και διάβασα για τον Ο’Νηλ και με έναν περίεργο τρόπο, υπήρξε μια σύνδεση… Κάτι δεν πήγαινε καλά με την οικογένεια. Υπήρχε κάτι το δαιμονικό που κανείς δεν τολμούσε να αγγίξει αλλά όλοι ήξεραν πως το πλοίο βυθιζόταν. Όλοι βυθίζονταν και κανείς δεν ήξερε γιατί ή πώς και όλοι έπαιρναν διαφορετικά μέτρα για να επιπλεύσουν. Οπότε σκέφτηκα ότι εκεί υπήρχε κάτι που το αισθάνθηκα κοντινό στην προσωπική μου ιστορία και ένιωσα ότι θα μπορούσα ίσως να γράψω μια εκδοχή της.
Για το πρώτο πράγμα που έγραψε:
Όταν ήμουν μικρός έγραψα μια ιστορία για ένα μπουκάλι κόκα κόλα. Τα παλιά μπουκάλια έγραφαν και το όνομα της πόλης παραγωγής, έτσι κι εγώ έγραψα για το μπουκάλι και τα ταξίδια του. Το γέμιζαν σε μια πόλη, κάποιος το έπινε και το πετούσε απ’ το παράθυρο, έπεφτε σ’ ένα φορτηγό και ταξίδευε γι’ αλλού.
Ακούω συγγραφείς να λένε πώς ανακάλυψαν την φωνή τους, αλλά για μένα αυτό δεν ήταν ποτέ πρόβλημα. Είχα τόσες φωνές μέσα μου που δεν ήξερα από πού ν΄ αρχίσω.
Για το πώς βρήκε τη φωνή του:
Ακούω συγγραφείς να λένε πώς ανακάλυψαν την φωνή τους, αλλά για μένα αυτό δεν ήταν ποτέ πρόβλημα. Είχα τόσες φωνές μέσα μου που δεν ήξερα από πού ν΄ αρχίσω. Ήταν υπέροχο, ένιωθα σαν παράξενος στενογράφος. Δεν ήταν παραίσθηση, υπήρχαν κάπου αυτά τα πράγματα κι εγώ τα κατέγραφα. Με μάγευε η δομή τους, και η φυσική τους θέση ήταν η σκηνή. Συχνά όταν μιλούν για φωνή, οι συγγραφείς εννοούν την αφηγηματική φωνή. Για κάποιο λόγο, οι αφηγηματικές μου προσπάθειες ήταν πραγματικά αλλόκοτες. Δεν είχα τέτοιου είδους φωνή, αλλά είχα άλλες και σκέφτηκα, λοιπόν, εντάξει, θα ακολουθήσω αυτές.
Για το ότι γράφει σαν ροκ σταρ:
Δεν θέλω να είμαι θεατρικός συγγραφέας αλλά σταρ του ροκ εντ ρολ. Άρχισα να γράφω θεατρικά έργα το 1964 γιατί δεν είχα τι άλλο να κάνω. Και η γραφή έγινε συνήθεια. Μ΄ αρέσει να τραγουδάω, να χορεύω και να κάνω σεξ. Στο γράψιμο είναι όλα τακτοποιημένα γιατί το κάνει κανείς πολύ φυσικά. Ακριβώς όπως το ροκ εν ρολ. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι οι θεατρικοί συγγραφείς είναι μια πολύ ειδική μάρκα ενός πνευματώδους κέικ φρούτων με ειδικές απαντήσεις σε ειδικά προβλήματα που απαντά σε όλα τα ανθρώπινα ταυτόχρονα. Ανοησίες. Όταν γράφεις δουλεύεις σαν μουσικός. Βρίσκεις όλους τους ρυθμούς, τη μελωδία, τις αρμονικές και τα ακολουθείς. Αυτά για τη θεωρία.
Για την ελευθερία του να είσαι συγγραφέας:
Ως συγγραφέας, νιώθω τυχερός και προνομιούχος. Τυχερός με την έννοια ότι μπορώ να εξαπλωθώ στην πρόζα και να λέω τις ιστορίες μου. Αλλά το να είσαι συγγραφέας είναι τόσο υπέροχο επειδή κυριολεκτικά δεν εξαρτάσαι από κανέναν. Ενώ ο ηθοποιός είναι υποχρεωμένος να περνάει οντισιόν, να περιμένει τις αποφάσεις άλλων για το πώς θα τον χρησιμοποιήσουν, το γράψιμο το κάνεις όπου κι αν βρίσκεσαι, όποτε θέλεις. Δεν ζητάς την άδεια κανενός.
Για το πρώτο του μυθιστόρημα:
Μετά από έξι συλλογές διηγημάτων σκέφτηκα, «Θεέ μου, δεν θα ήταν τέλεια να κατάφερνα να κάνω κάτι που να κρατάει περισσότερο, κάτι πιο συγκροτημένο». Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, πραγματικά δεν ξέρω… Ελπίζω να είναι μυθιστόρημα αλλά δυσκολεύομαι τρομερά με την πρόζα. Γεννήθηκα για να γράφω θέατρο, με την αφηγηματική γραφή τα χάνω. Πώς να κρατήσω το νήμα; Πώς το κάνουν οι άλλοι, ξανά και ξανά; Εγώ το παλεύω εδώ και δέκα χρόνια.
Πρόζα ή θέατρο;
Η θεατρική γραφή δεν μοιάζει με καμιά άλλη γραφή. Γιατί αυτά που γράφεις κάποιοι θα τα πουν. Γι’ αυτό ακόμα και σπουδαίοι μυθιστοριογράφοι δεν μπορούν να γράψουν θέατρο. Δεν καταλαβαίνουν ότι η γλώσσα αυτή πρέπει να μιλιέται, να σκίζει τον αέρα. Δεν το καταλαβαίνουν αυτό το πράγμα. Εγώ βέβαια έχω το αντίστροφο πρόβλημα. Την ακούω τη γλώσσα, την ακούω φωναχτά. Όταν όμως πρέπει να γράψω κάτι που θα διαβαστεί σιωπηρά, τότε δυσκολεύομαι.
Εγώ την ακούω την γλώσσα, την ακούω φωναχτά. Όταν όμως πρέπει να γράψω κάτι που θα διαβαστεί σιωπηρά, τότε δυσκολεύομαι.
Για τους Αμερικανούς συγγραφείς:
Όλοι οι Αμερικανοί συγγραφείς έχουν κολλήσει στην ίδια ιδέα. Πως είμαστε ολόκληρη ήπειρος και πως πέρα από εμάς δεν υπάρχει τίποτα. Αυτά είναι βλακείες, τελειωμένοι είμαστε. Όποιος δεν το καταλαβαίνει πιστεύει στον Άγιο Βασίλη. Πολιτισμικά, τελειώνουμε. Η Αμερική δεν παράγει πια τίποτα. Οι Κινέζοι τα φτιάχνουν. Πάρε παράδειγμα το Ντιτρόιτ. Όλες αυτές οι πόλεις που κάποτε σήμαιναν κάτι. Αν πας στη βαθιά Αμερική, στην Οκλαχόμα, σταματήσεις σε κάποιο σταθμό ανεφοδιασμού για φορτηγατζήδες, εκεί θα δεις το πρόσωπο της Αμερικής. Πόσο απελπισμένοι είμαστε. Αληθινά απελπισμένοι. Ωμά.
Για το συγγραφικό του πρόγραμμα:
Όταν κάτι μου ’ρχεται, τα δίνω όλα σε αυτό και γράφω ακατάπαυστα μέχρι να τελειώσει. Αλλά να κάθομαι κάθε μέρα την ίδια ώρα και να λέω, τώρα θα γράψω, πάση θυσία, όχι, αυτό δεν θα το έκανα ποτέ. Υπάρχουν καταστάσεις που μπλοκάρουν τα πάντα. Μπορεί να είναι μια ταινία, είσαι κλειδωμένος στο τροχόσπιτο, χτυπάνε την πόρτα, ρωτάνε αν είσαι έτοιμος κι εσύ προσπαθείς να γράψεις. Κι όμως, τα γυρίσματα είναι καταπληκτική ευκαιρία για γράψιμο. Δεν γράφω θεατρικά όταν κάνω ταινίες αλλά έχω γράψει διηγήματα και δυο μυθιστορήματα.
Για το ποτό και το γράψιμο:
Δεν ένιωσα να με οδηγεί το ένα στο άλλο. Σίγουρα δεν είδα ποτέ το αλκοόλ και τα ναρκωτικά σαν συντρόφους της γραφής. Ήταν απλώς η τροπή που είχε πάρει η ζωή μου, ξέρεις, και το γράψιμο γινόταν όταν ήμουν σχετικά καθαρός. Δεν έγραφα ποτέ πιωμένος ή φτιαγμένος.
Για την εποχή που έγραφε μια κι έξω:
Ναι, όταν ήμουν νέος και ανόητος, ξέρεις. Στα δεκαεννιά μου, στα είκοσι ή κάτι τέτοιο. Νόμιζα ότι το να επεμβαίνεις σε κάτι που έγραψες ήταν ενάντια στους ιερούς κανόνες της γραφής.
Γιατί δεν αναλύει τα έργα του;
Όταν αρχίζεις να μιλάς για την τέχνη σου, να την εξετάζεις και να την αναλύεις, τη σκοτώνεις. Τη σκοτώνεις, τίποτε λιγότερο. Και δεν πρόκειται να το κάνω. Δεν με ενδιαφέρει η νεκροψία, ξέρεις… Όταν τους βάζεις όλους στο νόημα, λένε, «Α, τώρα το ’πιασα.» Και το ρίχνουν στα σκουπίδια. Το πετάνε. Όσο αναρωτιούνται, όσο το έργο τους συντροφεύει στο άγνωστο, σε διάθεση διερώτησης, του δίνουν αξία. Όταν λένε ξαφνικά, «Τώρα κατάλαβα, ξέρω τι εννοεί», έχεις πεθάνει ως καλλιτέχνης. Γι’ αυτό δεν θα γράψω ποτέ απομνημονεύματα.
Περιμένοντας την έμπνευση:
Περιμένεις αλλά όχι για πολύ, και μετά βουτάς και κολυμπάς. Δουλεύω έναν μονόλογο τώρα. Στην αρχή σκεφτόμουν, ας περιμένω κάνα δυο μέρες ακόμη, να μου έρθει κι άλλο υλικό. Αλλά δεν περίμενα, και πολύ χαίρομαι γι’ αυτό. Θα είχα ίσως περισσότερο υλικό, αλλά δεν θα το χρησιμοποιούσα.
Για την ισορροπία μεταξύ τεχνικής και έμπνευσης:
Όσο περισσότερη τεχνική τόσο καλύτερα. Είναι περίεργη η ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτό που ονομάζουμε έμπνευση και αυτό που ονομάζουμε δουλειά. Και τα δύο χρειάζονται. Αν περιμένεις να σου ’ρθει έμπνευση από το πουθενά δεν θα κάνεις ποτέ τίποτα. Πρέπει να δουλέψεις. Κι αυτές οι εμπειρίες ή τα τυχαία μπορούν να έρθουν οποιαδήποτε στιγμή. Από την πίσω πόρτα.
Αν περιμένεις να σου ’ρθει έμπνευση από το πουθενά δεν θα κάνεις ποτέ τίποτα.
Για παράδειγμα, δούλευα κάτι διηγήματα για περιοδικά, έγραφα για ώρα και ξαφνικά ΜΠΑΜ: να ένα θεατρικό που φύτρωσε καθώς δούλευα τα διηγήματα και δεν ήταν δυνατόν να μην το γράψω εκείνη την ώρα. Τέτοια σκέφτομαι συνέχεια όταν δουλεύω αυτό το καταραμένο το μυθιστόρημα.
Για το πώς καταλαβαίνεις ότι κάτι έχει τελειώσει:
Μπορείς να γράφεις όντας σε πολύ διαφορετική ψυχική κατάσταση. Μετά από μια ολόκληρη μέρα γραφής, κοιμάσαι σκεπτόμενος την ιστορία σου, αλλά το άλλο πρωί δεν νιώθεις όπως το προηγούμενο βράδυ. Ξανακοιτάς την δουλειά σου και δεν είναι καθόλου αυτό που είχες φανταστεί. Όταν ξανακοιτάς ένα έργο που έγραψες δέκα χρόνια πριν, είσαι πια ένας άλλος άνθρωπος. Όποτε σκέφτομαι, γιατί να μην το ξαναγράψω από την νέα μου οπτική; Κάθε έργο έχει τον ρυθμό του, πρέπει να τον ακούσεις και τότε θα ξέρεις αν έχει τελειώσει.
Για το τέλος:
Το τέλος το μισώ. Η αρχή είναι σίγουρα συναρπαστική, η μέση περίπλοκη και το τέλος καταστροφή. Ο πειρασμός να τα επιλύσεις όλα, να τα ολοκληρώσεις, όλα αυτά μου φαίνονται φρικτή παγίδα. Γιατί να μην ήμαστε ειλικρινείς απέναντι σε αυτήν τη στιγμή; Το πιο αυθεντικό τέλος οδηγεί πάντα σε μια νέα αρχή. Αυτό είναι μεγαλοφυές. Όπως μου είπε κάποιος, φούγκα σημαίνει φυγή, γι’ αυτό οι μελωδικές γραμμές του Μπαχ είναι σαν αποδράσεις. Στο θέατρο, μου φαίνεται πως υπάρχει κάτι επίπλαστο στο τέλος. Αλλά λόγω της φύσης του έργου, πρέπει να το τελειώσεις. Οι θεατές πρέπει να γυρίσουν σπίτι.
* Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μέρος άρθρου της Έμιλι Τεμπλ λίγες μέρες μετά τον θάνατό του, στο Literary Hub.