Με αφορμή το «Γιατί οι Δανοί μεγαλώνουν τα πιο ευτυχισμένα παιδιά στον κόσμο» των Jessica Joelle Alexander & Iben Dissing Sandhal (εκδ. Διόπτρα)
Του Σωτήρη Βανδώρου
Οι Δανοί θεωρούνται, με βάση τις σχετικές έρευνες, από τους πιο ευτυχισμένους λαούς του κόσμου, σταθερά τα τελευταία 45 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι το «μυστικό» της ευτυχίας μεταβιβάζεται πλέον από γενιά σε γενιά, κάτι που θα πει με τη σειρά του ότι έχουμε χαρούμενα Δανάκια που εξελίσσονται σε χαρούμενους ενήλικες. Δυο μητέρες που έχουν από δυο παιδιά η καθεμιά, μια Αμερικανίδα παντρεμένη με Δανό και μια Δανή ψυχοθεραπεύτρια, συνεργάστηκαν προκειμένου να καταγράψουν το δανέζικο τρόπο ανατροφής των παιδιών. Το βιβλίο τους, που απευθύνεται πρωτίστως σε γονείς, είναι ευσύνοπτο, ελκυστικό ως ανάγνωσμα, καλά οργανωμένο, με παραδείγματα και συμβουλές. Έχει δε και ουσία. Διόλου τυχαία έχει γίνει επιτυχία διεθνώς.
Τα πράγματα με την ανατροφή των παιδιών είναι πάντα μεταβαλλόμενα, δυναμικά, με κάμποσο βαθμό απροσδιοριστίας, ενώ ασφαλώς υπάρχουν κι ένα σωρό ιδιαιτερότητες παιδιών και γονιών.
Προκαταβολικά, βέβαια, σημειώνουμε ότι δεν θα πρέπει κανείς να αναμένει κάποια μαγική συνταγή. Τα πράγματα με την ανατροφή των παιδιών είναι πάντα μεταβαλλόμενα, δυναμικά, με κάμποσο βαθμό απροσδιοριστίας, ενώ ασφαλώς υπάρχουν κι ένα σωρό ιδιαιτερότητες παιδιών και γονιών. Μπορεί, επιπλέον, ορισμένες στάσεις και συμπεριφορές των Δανών να θεωρηθούν πολιτισμικά αταίριαστες προς την ελληνική νοοτροπία (που βέβαια κι αυτή δεν είναι ενιαία και συμπαγής). Ακόμη κι έτσι, η σύγκριση είναι ωφέλιμη και διδακτική κι επιτρέπει στον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Ας δούμε, λοιπόν, ποια είναι τα βασικά γνωρίσματα της δανέζικης ανατροφής των παιδιών, ξεκινώντας από το παιχνίδι. Είναι κοινότοπο να πει κανείς πόσο σημαντικό είναι αυτό για τα παιδιά και την ανάπτυξή τους. Αλλά οι Δανοί φαίνεται να ξέρουν κάτι παραπάνω, καθώς δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τυχαίο ότι όχι μόνο τα περίφημα lego είναι από τη χώρα τους, αλλά και –κάτι λιγότερο γνωστό– η κορυφαία εταιρία κατασκευής παιδικών χαρών είναι επίσης δανέζικη. Έτσι, η μαθησιακή διάσταση του παιχνιδιού αξιοποιείται δεόντως στο σχολικό πρόγραμμα μέσω σχετικών δράσεων. Το σημαντικότερο, όμως, βρίσκουμε, είναι ότι οι γονείς δίνουν άφθονο χρόνο στα παιδιά τους να παίζουν και μάλιστα ελεύθερο παιχνίδι (δηλαδή χωρίς να είναι αυστηροί ή προδιαγεγραμμένοι οι κανόνες, όπως η κατασκευή με τουβλάκια τύπου lego, άνευ υποδείγματος).
Η Αμερικανίδα συ-συγγραφέας του βιβλίου αντιπαραβάλλει αυτή τη συνθήκη με τη δραματική αύξηση των εξωσχολικών, οργανωμένων «δραστηριοτήτων», αθλητικών και άλλων, που «φορτώνονται» τα Αμερικανάκια σε σύγκριση με παλαιότερες γενιές και οι οποίες, ενώ έχουν ασφαλώς και τα καλά τους, αν αναλαμβάνονται με υπερβολή «μπουκώνουν», κουράζουν κι ενίοτε αγχώνουν το παιδί. Αντ’ αυτού ένα χαλαρότερο πλαίσιο που του αφήνει ελεύθερο χρόνο και του επιτρέπει να αυτενεργήσει είναι προτιμότερο κατά τους Δανούς. Το ελεύθερο παιχνίδι έχει δε μια επιπλέον ευεργετική διάσταση στην οποία το βιβλίο δίνει ιδιαίτερη έμφαση: την ανάπτυξη ψυχικών δεξιοτήτων με μείζονα τη διαχείριση του άγχους. Εξ ου και οι Δανοί είναι όσο γίνεται λιγότερο παρεμβατικοί. Η ιδέα είναι να αφεθούν τα παιδιά να βρουν μόνα τους την άκρη. Δεν μπαίνουν στη διαδικασία να τα «διορθώνουν», να τα καθοδηγούν, ούτε να είναι από πάνω τους διαρκώς, προκειμένου να τα προστατεύσουν από κινδύνους (π.χ. ενδεχόμενους τραυματισμούς στην παιδική χαρά).
Οι Δανοί γονείς πιστεύουν ότι η εξοικείωση με τον ανθρώπινο πόνο και τη δυστυχία είναι μια διδακτική εμπειρία που μπορεί να αναστραφεί σε κάτι το θετικό.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην ανατροφή των παιδιών συνιστά βέβαια η διαχείριση των συναισθημάτων. Η βασική ιδέα των δανέζικης νοοτροπίας είναι ότι τα παιδιά πρέπει να εκτεθούν σε όλες τις συναισθηματικές καταστάσεις, ευχάριστες και δυσάρεστες, καθώς όλες είναι μέρος της ζωής. Η προσπάθεια αποφυγής ή απώθησης των δυσάρεστων δεν προσφέρει στ’ αλήθεια καμιά είδους «προστασία» στα παιδιά (όπως θεωρούμε πολλοί Έλληνες γονείς), αντίθετα μπορεί να περιορίσει την ικανότητά τους να αναμετρηθούν με αυτά με ικανοποιητικό τρόπο. Οι Δανοί γονείς πιστεύουν ότι η εξοικείωση με τον ανθρώπινο πόνο και τη δυστυχία είναι μια διδακτική εμπειρία που μπορεί να αναστραφεί σε κάτι το θετικό. Γιατί ως άνθρωποι περισσότερο μαθαίνουμε για τους άλλους, και τελικά για την κοινή μας φύση, από τις ταλαιπωρίες μας. Επομένως έτσι καλλιεργείται η ενσυναίσθησή μας, ενώ ταυτόχρονα εκτιμάμε περισσότερο τις δικές μας χαρές ή αγαθά όπως η υγεία μας (που ενίοτε εκλαμβάνουμε ως δεδομένα). Επιπλέον, όμως, μπορεί έτσι να προσανατολιστούμε σε σχέσεις κοινωνικής αλληλεγγύης.
Με το ρίσκο που ενέχει μια τέτοια γενίκευση, θεωρούμε ως χαρακτηριστικά ξένη προς τη διαδεδομένη στην Ελλάδα πρακτική του «κανακέματος» των παιδιών μας, τη φειδώ των Δανών στους επαίνους προς τα δικά τους. Αντ’ αυτών, επιβραβεύουν το έργο ή την προσπάθειά τους. Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι τα σχετικά σχόλια και χαρακτηρισμοί δεν επικεντρώνονται στο πρόσωπο του παιδιού, αλλά στις πράξεις του. Θα προτιμήσουν να πουν κάτι του τύπου «μπράβο για τον καλό βαθμό που έλαβες στο διαγώνισμα, ασφαλώς θα μελέτησες πολύ καλά ώστε να έρθει αυτό το αποτέλεσμα», παρά «μπράβο, είσαι άριστος μαθητής». Μια τέτοια προσέγγιση επιδιώκει να αποφύγει την εμπέδωση μιας παγιωμένης εικόνας του εαυτού η οποία μπορεί να δημιουργήσει στρεβλές εντυπώσεις στο παιδί. Ας πούμε, η επανάληψη του μοτίβου «μα, τι καλός μαθητής που είσαι!» ενδέχεται να κάνει το παιδί να θεωρήσει ότι αποτελεί ένα εγγενές χαρακτηριστικό του που οφείλεται π.χ. στην ευφυΐα του (και όχι στη μελέτη) και να μην καταβάλει την απαιτούμενη προσπάθεια, ή να κλονιστεί η αυτοπεποίθησή του αν εμφανίσει μέτριες ή κακές επιδόσεις, και να αγχωθεί από την αναντιστοιχία πραγματικότητας και προσδοκιών που έχει το περιβάλλον του. Αντίθετα, η επικέντρωση στο έργο μαθαίνει στο παιδί να αποκτά αυτοεκτίμηση (κι όχι απλώς αυτοπεποίθηση), διά της προσπάθειας και του αποτελέσματός της.
Κατ’ αναλογία, γενικότερα οι Δανοί τείνουν να διαχωρίζουν τη συμπεριφορά από το ίδιο το παιδί. Μάλιστα, προτιμούν κατά κανόνα αυτό που μπορεί να αποκληθεί θετική αναπλαισίωση. Για παράδειγμα, στο παράπονο του παιδιού τους ότι ένα άλλο εμφανίζει προς αυτό βίαιη ή επιθετική συμπεριφορά δεν θα σπεύσουν να το χαρακτηρίσουν «κακό παιδί» ή να πουν στο δικό τους να μην το κάνει παρέα. Αλλά θα προσπαθήσουν διά της συζήτησης να διαλευκάνουν το περιστατικό και να ερμηνεύσουν αυτή τη συμπεριφορά και τα αίτιά της. Έτσι, π.χ. μπορεί να προκύψει ότι ο διαμοιρασμός ενός διεκδικούμενου παιχνιδιού μπορεί να είναι η λύση στη σύγκρουση που προηγήθηκε. Επίσης με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται η διάθεση να εντοπίζουμε το καλό στον άλλο (κι όχι μόνο τα στραβά του), αλλά και να μαθαίνουμε να συγχωρούμε. Αυτό συνδυάζεται με μια στάση αποφυγής της επικριτικότητας, και της εμπέδωσης σχέσεων εμπιστοσύνης. Όλα αυτά μαζί εκβάλουν στη γενικότερη πρακτική που οι Δανοί αποκαλούν hygge («χούγκα»), που μπορεί να αποδοθεί «να περνάμε όμορφα μαζί» και η οποία παραπέμπει στην απόλαυση των διανθρώπινων σχέσεων σε ένα χαλαρό πλαίσιο οικειότητας. Αυτό αφορά πρωτίστως τη συνεύρεση με συγγενείς και φίλους, αλλά έχει ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις. Τα σχόλια δικά σας.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η Ίμπεν λέει συχνά στις κόρες της ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα με σκληρή δουλειά. Ξέρουν ότι πρέπει να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν, και εκείνη τις ενθαρρύνει σε αυτό. Αλλά προσπαθεί να μην τις επαινεί υπερβολικά, επειδή πιστεύει ότι τα παιδιά δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τα πάρα πολλά καλά λόγια, γιατί τους φαίνονται κενά και ρηχά. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί στη Δανία ζωγραφίσει στα γρήγορα κάτι και το δώσει στη μητέρα του, εκείνη μάλλον δεν θα πει ‘Ποπό! Καταπληκτική δουλεία! Είσαι τόσο καλή ζωγράφος!’ Το πιθανότερο είναι ότι θα ρωτούσε για την ίδια τη ζωγραφιά: ‘Τι είναι;’. ‘Τι σκεφτόσουν όταν το ζωγράφισες αυτό;’, «Γιατί χρησιμοποίησες αυτά τα χρώματα;’. Ή μπορεί να έλεγε απλώς ‘ευχαριστώ’, αν ήταν δώρο». (σελ. 58).
Γιατί οι Δανοί μεγαλώνουν τα πιο ευτυχισμένα παιδιά στον κόσμο
Jessica Joelle Alexander & Iben Dissing Sandhal
Διόπτρα 2017
Σελ. 200, τιμή εκδότη € 12,20