Του Σωτήρη Βανδώρου
Ο Ερνέστος Ρενάν επισήμανε προσφυώς ότι στο πλαίσιο του εθνικισμού δεν έχει σημασία μόνον η μνήμη, αλλά και η λήθη. Συχνά, μάλιστα, η τελευταία αποδεικνύεται σπουδαιότερη απ’ την πρώτη. Η λήθη δεν πρέπει να νοηθεί εδώ κάτι το δευτερογενές, η απουσία της μνήμης, αλλά ως διεργασία αυτοτελής κι ενεργητική. Κατά τη συγκρότηση της κυρίαρχης εθνικιστικής αφήγησης (που περιστρέφεται γύρω από την «επίσημη» εθνική ιστορία) λαμβάνει χώρα πότε ανεπίγνωστα, πότε συνειδητά και στοχευμένα, απάλειψη των υλικών κι άυλων ιχνών του παρελθόντος· βέβαια, δεν πρόκειται για οποιαδήποτε ίχνη, αλλά για εκείνα που παρουσιάζονται άβολα, αδόκιμα, αντιφατικά προς την εθνική ταυτότητα.
Η λήθη δεν είναι απλώς υπόθεση του νου, ούτε ανάγεται στην αδράνεια, αλλά συχνά συνδέεται με πολιτικές επιλογές αλλά και κοινωνικές πρακτικές. Εκ των υστέρων, θραύσματα απ’ αυτά τα –αλλιώς εξαφανισμένα οριστικά– ίχνη, ανασύρονται από την αφάνεια μόνον χάρις σε εκείνους που της εναντιώνονται (ιστορικούς, διανοούμενους, μειονοτικούς πληθυσμούς, ομάδες πολιτών κ.ο.κ.). Διαφορετικά, θα μπορούσαμε φερ’ ειπείν να φανταστούμε ότι στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον το όνειδος της μετατροπής του αρχαίου εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης σε μάντρα οικοδομικών υλικών κατά τη ναζιστική κατοχή και το μπάζωμά του, αργότερα, προκειμένου να οικοδομηθούν κτίρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου θα «σβηνόταν» από τη συλλογική μνήμη.
Ο τραγουδιστής του Άουσβιτς της δημοσιογράφου Κατερίνας Οικονομάκου συνιστά μια αγωνιώδη αναμέτρηση με τη λήθη. Κι απ’ αυτή την άποψη είναι άκρως επιτυχημένη η επιλογή της να κάνει τον αναγνώστη κοινωνό της, βήμα-βήμα, στην έρευνά της για την ανασύσταση του βίου του Εστρόγκο Ναχάμα, αντί να μας παρουσιάσει απλώς τα ευρήματά της. «Ποιου;» θα αναρωτηθείτε, φαντάζομαι, όπως κι εγώ που δεν είχα ιδέα προηγουμένως για την ύπαρξή του. Ε, αυτό είναι το θέμα. Ενώ πρόκειται για τον αρχιψάλτη συναγωγής του Βερολίνου με απαράμιλλες τραγουδιστικές επιδόσεις ώστε να καταστεί πασίγνωστος στην εβραϊκή κοινότητα της πόλης μεταπολεμικά, να αποτελέσει μια από τις ηγετικές μορφές της και να αποκτήσει διεθνή φήμη, έζησε και πέθανε άγνωστος σε εμάς στην Ελλάδα, παρά την τάση μας να μη χάνουμε ευκαιρία για ευκαιρία να νιώσουμε υπερήφανοι για «τους συμπατριώτες μας που διαπρέπουν στο εξωτερικό».
Ο Εστρόγκο Ναχάμα (πρώτος αριστερά) στη συναγωγή της οδού Πεσταλότσι,
στο Βερολίνο, τον Σεπτέμβριο του 1947
|
Άλλωστε και η συγγραφέας τυχαία έμαθε για εκείνον και την ελληνική καταγωγή του, όταν ζούσε για μια περίοδο στη γερμανική πρωτεύουσα. Και ήρθε αντιμέτωπη με μια διπλή λήθη, την αντικειμενική (που ενεργοποιείται από μηχανισμούς που αναφέραμε στην αρχή) και την υποκειμενική: ο βιογραφούμενος, χρόνια νεκρός πριν τον ανακαλύψει η ίδια, απέφευγε συστηματικά να μιλά για το παρελθόν, ακόμα και στα πλέον οικεία προς εκείνον πρόσωπα, ακόμα και μ’ εκείνους που είχαν βιώσει τις ίδιες ζοφερές εμπειρίες. Ο Θεσσαλονικιός επιζήσας του Άουσβιτς που βγήκε από την κόλασή του πιθανόν χάρις στη φωνή του –οι φρουροί ζητούσαν να τους τραγουδά και του ‘διναν λίγο ψωμί– οικοδόμησε μια νέα ζωή στη χώρα του μαρτυρίου του. Μια ζωή δημιουργική, με τις προσωπικές χαρές της και την κοινωνική αναγνώριση, αλλά ταυτόχρονα μια ζωή που όσο κι αν επιδίωκε να θέσει σε παρένθεση το παρελθόν, το έβλεπε να παρουσιάζεται διαρκώς μπροστά της, έστω ως σύμπτωμα. Για παράδειγμα, ο Εστρόγκο μιλούσε μέχρι το τέλος του (το 2000 σε ηλικία 81 ετών) πολύ μέτρια γερμανικά τα οποία, είναι προφανές, ένας άνθρωπος της ευφυΐας και των ικανοτήτων του θα μπορούσε, εάν επιθυμούσε, να τα βελτιώσει κατά πολύ επί τόσες δεκαετίες.
Στο βιβλίο, λοιπόν, διαβάζουμε τον αγώνα της Οικονομάκου με το χρόνο στην επιχείρηση ανάκτησης στοιχείων από το βίο του πρωταγωνιστή της κόντρα στο αδυσώπητο έργο της λήθης· να προλάβει ζωντανούς ιδίως τους πιο πολύτιμους μάρτυρες, τους τελευταίους από τους επιζήσαντες. Αλλά και να αναδιφά σε αρχειακό υλικό, να ψάχνει τη βιβλιογραφία, να συμβουλεύεται τους ειδικούς προκειμένου να συνθέσει ένα παζλ του οποίου τα κομμάτια, το ξέρει εκ των προτέρων, δεν πρόκειται να συμπληρωθούν ποτέ όλα. Εδώ είναι που όταν δεν διαθέτει σχετικά τεκμήρια, χωρίς κατάχρηση, αποπειράται υποθέσεις για το πού μπορεί να βρισκόταν, τι μπορεί να αισθάνθηκε, πώς μπορεί να αντέδρασε σε σημαντικές στιγμές που συναρθρώνουν το προσωπικό βίωμα με το ιστορικό γεγονός. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι που η εμπειρία του Εστρόγκο γενικεύεται ως εμπειρία των Εβραίων που δοκίμασαν τον ανθρώπινο πόνο στον υπέρτατο βαθμό.
Ο Εστρόγκο Ναχάμα σε εκδήλωση μνήμης για τα 48 χρόνια
από την εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας, το 1991
|
Ο Εστρόγκο καταγόταν από σεφαραδίτικη οικογένεια της Ισπανίας που βρήκε καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος βέβαια θα γεννηθεί πλέον σε εθνικό κράτος και θα βιώσει κατά την παιδική του ηλικία, όταν ήδη τραγουδούσε στο δρόμο O Sole Mio, όλες τις μεγάλες και ραγδαίες ανατροπές και τα επακόλουθά τους. Οι πληθυσμιακές ανακατατάξεις, οι μεταβολές στις νοοτροπίες και στις πολιτικές προτεραιότητες, μεγάλες πυρκαγιές, αντισημιτισμός, θα φέρουν δυσπραγία και στην οικογένειά του που καταπιανόταν με το εμπόριο. Αλλά, λιγοστά έχουν διασωθεί απ’ αυτή την περίοδο σε προσωπικό επίπεδο, αφού κι ο ίδιος, κατόπιν, έδειχνε ως εάν να ήθελε να τη διαγράψει από τη μνήμη.
Θα εκτοπιστεί, λοιπόν, στο φρικτό στρατόπεδο θανάτου τον Απρίλιο του 1943 μαζί με τον πατέρα και τις δυο αδελφές του. Ανθρώπινο ερείπιο, αλλά ζωντανός, θα βγει μόνον ο ίδιος. Ωστόσο, θα αναφέρει σε συνεντεύξεις του ότι και η μητέρα του απεβίωσε εκεί, ενώ στην πραγματικότητα είχε ήδη πεθάνει στη Θεσσαλονίκη. Γιατί άραγε; Μήπως έτσι συναιρείται σε ένα η πολλαπλότητα ενός παρελθόντος απ’ το οποίο θέλει να ξεκόψει ολοκληρωτικά; Άλλωστε, δεν έχει απομείνει πια εκεί ούτε ο τάφος της. Εάν τα ίχνη ακόμη και των νεκρών έχει φροντίσει η ίδια η γενέτειρά τους να εξαφανιστούν, μήπως δεν υπάρχει στην ουσία της η ίδια εμπειρία εκ-ρίζωσης της ύπαρξης; Αυτό από την άλλη, συγκρούεται με την πλήρη και με ποικίλους τρόπους αφιέρωσή του στην κοινότητα των ομοίων του: η νέα του ζωή θεραπεύει κι ανανεώνει τους καταγωγικούς δεσμούς με το λαό του και την ιστορία του.
Το μοναδικό ταξίδι στην Ελλάδα το 1959 αποτέλεσε ένα νέο τραύμα για εκείνον. Αν πριν από αυτό η προοπτική οριστικής επιστροφής στα πάτρια εδάφη παρέμενε ζωντανή, μετά απ’ αυτό θάφτηκε μαζί με τις ανησυχητικές μνήμες. Τίποτε δεν είχε μείνει όρθιο, ελάχιστοι είχαν επιστρέψει, η αίσθηση ότι είναι ανεπιθύμητος, με αποκορύφωμα τα μπλεξίματα με τις Αρχές διότι θεωρείτο λιποτάκτης (είχε εκδοθεί κλήση στράτευσης το 1946 χωρίς να τον ενημερώσει ποτέ σχετικά το ελληνικό προξενείο του Βερολίνου), αυτός που και στο Αλβανικό μέτωπο είχε πολεμήσει: όλα αυτά σηματοδοτούσαν την πλήρη αποξένωση.
Η Οικονομάκου μας παρουσιάζει στη δημοσιογραφική της έρευνα, που διεξήγαγε με επαγγελματισμό αλλά και πάθος, σ’ ένα πιο προσωπικό επίπεδο, έναν άνθρωπο ο οποίος κουβαλά τον αβάσταχτο πόνο του, αλλά καταφέρνει ταυτόχρονα να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια, να επιτελεί έργο πολιτισμού, να είναι κοινωνικός κι ευχάριστος, με χιούμορ, γόης, με ειλικρινές ενδιαφέρον για τους άλλους, αλλά και τις ατομικές του φιλοδοξίες. Έναν άνθρωπο που πέρασε ξυστά απ’ το θάνατο σε νεαρή ηλικία και τελικά τίμησε τη ζωή.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο νεαρός άνδρας είχε ελευθερωθεί από τον Κόκκινο Στρατό στις 5 Μαΐου 1945, μια ημέρα μετά τα εικοστά έβδομα γενέθλιά του. Φορούσε τη στολή του κρατούμενου του Γ΄ Ράιχ και ζύγιζε 35 κιλά. Αλλά ήταν ζωντανός. Από τότε και στο εξής θα γιόρταζε την 5η Μαΐου σαν την ημέρα που ξαναγεννήθηκε, την ημέρα που πήρε πίσω τη ζωή του. Μετά τον Μάιο του 1945, ο νεαρός Θεσσαλονικιός Εβραίος, ο επιζών του Ολοκαυτώματος, που είχε βρεθεί στη Γερμανία διωγμένος βίαια από τη βαλκανική πατρίδα του, θα ξεκινούσε μια καινούρια ζωή. Θα άλλαζε το μικρό του όνομα, θα το έκανε Εστρόγκο, θα ξεχνούσε το παλιό Εστρούγκο με το οποίο τον φώναζαν στην αλλοτινή του πατρίδα. Γιατί αποφάσισε να το αλλάξει, δεν το εξήγησε ποτέ, σε κανέναν» (σελ. 75).
Εστρόγκο Ναχάμα
Ο τραγουδιστής του Άουσβιτς
Κατερίνα Οικονομάκου
Εκδόσεις Καπόν 2017
Σελ. 240, τιμή εκδότη € 15,00