
Του Σωτήρη Βανδώρου
Σήμερα οι δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν διάγουν και τις καλύτερες των ημερών. Η δυσανεξία που νιώθουν οι πολίτες για τη λειτουργία των θεσμών και την ικανότητα του πολιτικού προσωπικού να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στα αιτήματά τους τείνει να αυξάνεται διαρκώς. Η απήχηση δυνάμεων που είτε προσβάλλουν και φθείρουν είτε αμφισβητούν ευθέως το πολίτευμα τείνει να μεγαλώνει. Μπορεί το έργο του Αλέξις ντε Τοκβίλ, στοχαστή του 19ου αιώνα, να ενισχύσει τον προβληματισμό μας σχετικά με όψεις της σύγχρονης πολιτικής κρίσης; Μπορεί! Κι αυτό διότι η απόσταση που μας χωρίζει από τον Γάλλο θεωρητικό (και πολιτικό) είναι δυνατόν να λειτουργήσει ευεργετικά. Εμείς βιώνουμε τη σύνθεση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, τη γνωστή μας φιλελεύθερη δημοκρατία, ως προ πολλού αποκρυσταλλωμένη και τετελεσμένη, ενώ ο Τοκβίλ μελετά αυτή τη σχέση όταν είναι στα αρχικά της βήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες και, κατά περίπτωση, υπό διαμόρφωση, υπό αμφισβήτηση ή ακόμη ανύπαρκτη στην Ευρώπη.
Η συνάρθρωση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας υπήρξε ουσιώδης καθώς αρχές και αξίες του ενός όρου αυτού του ζεύγους εισχώρησαν στον άλλο όρο και τον συνδιαμόρφωσαν στην εξέλιξη του ιστορικού χρόνου. Έτσι, εκ των υστέρων συχνά μας διαφεύγει η σημασία αυτής της αμοιβαίας επίδρασης. Ίσως λοιπόν να μην είναι περιττό, σχηματικά μιλώντας, να διακρίνουμε από τη μία ως συστατικά της δημοκρατίας τη λαϊκή κυριαρχία, την αρχή της ισότητας και την αρχή της πλειοψηφίας και ως συστατικά του φιλελευθερισμού την προτεραιότητα της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας, την προστασία των (πρωτίστως) ατομικών δικαιωμάτων, το κράτος Δικαίου, το Συνταγματισμό και βεβαίως, στο οικονομικό πεδίο, την υπεράσπιση της ελεύθερης αγοράς και της ατομικής ιδιοκτησίας.
Το σύνολο του έργου του Τοκβίλ μας επισημαίνει, πρώτα απ’ όλα, ότι φιλελευθερισμός και δημοκρατία δεν συνδέονται με όρους ούτε λογικής αναγκαιότητας ούτε ιστορικής νομοτέλειας.
Κατ’ ουσίαν το σύνολο του έργου του Τοκβίλ μας επισημαίνει, πρώτα απ’ όλα, ότι φιλελευθερισμός και δημοκρατία δεν συνδέονται με όρους ούτε λογικής αναγκαιότητας ούτε ιστορικής νομοτέλειας. O φιλελευθερισμός δεν χρειάζεται τη δημοκρατία για να υφίσταται και αντιστρόφως. Μπορούμε δηλαδή να φανταστούμε ένα φιλελεύθερο καθεστώς που δεν είναι ταυτόχρονα και δημοκρατικό όπως μια δημοκρατία που δεν είναι φιλελεύθερη. Φιλελευθερισμός και δημοκρατία συνενώθηκαν υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, αλλά εξίσου μπορεί να διαχωριστούν στο μέλλον – δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα συμπορεύονται εσαεί. Πράγματι, σήμερα μια τέτοια προοπτική δεν φαντάζει περισσότερο πιθανή σε σύγκριση με πριν από σαράντα, τριάντα, ακόμη και είκοσι χρόνια; Έστω, δεν φαίνεται το ισοζύγιο μεταξύ δημοκρατίας και φιλελευθερισμού να μετατοπίζεται αποφασιστικά υπέρ του δεύτερου, στο βαθμό που το πεδίο ουσιαστικής άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας διαρκώς περιορίζεται (η αγορά υποκαθιστά ολοένα και περισσότερες λειτουργίες που παραδοσιακά ανήκαν στο κράτος και ρυθμίζονταν από συλλογικές αποφάσεις και κατά προέκταση η ιδιότητα του καταναλωτή επισκιάζει αυτή του πολίτη). Βεβαίως, κατά μια διαφορετική ερμηνεία η γενική τάση είναι η συνολική προσβολή της φιλελεύθερης δημοκρατίας από τις δυνάμεις του λαϊκισμού οι οποίες αντίκεινται εξίσου σε πολιτικό και οικονομικό φιλελευθερισμό, αλλά εν τέλει μέσω αυτής της επίθεσης υπονομεύουν και την ίδια τη δημοκρατία.
Όπως και να ‘χει –και σαφώς στην πράξη τα πράγματα είναι πολύ πιο περιπλεγμένα κι αντιφατικά– ο Τοκβίλ είναι τρόπον τινά ο άνθρωπός μας εάν τουλάχιστον θέλουμε να πάρουμε προς στιγμήν απόσταση από τις φορτισμένες αντιπαραθέσεις της εποχής μας και να θέσουμε υπό κριτική εξέταση και τις δικές μας προϊδεάσεις. Κι αυτό όχι μόνον διότι καταπιάνεται με αναλυτική καθαρότητα με τα συστατικά μέρη της φιλελεύθερης δημοκρατίας όταν αυτή ήταν στα σπάργανα, αλλά επειδή επιπλέον μας δείχνει πειστικά πόσο εξαιρετικά απαιτητική είναι η σχέση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, πόσο εύθραυστη, δυναμική και πολυκύμαντη έτσι ώστε εύκολα φιλελευθερισμός και δημοκρατία από την αμοιβαία υποστήριξη μπορούν να μετακυλήσουν στην αμοιβαία υπονόμευση. Κι αυτό όχι επειδή κάτι μπορεί να στραβώσει στην πορεία, αλλά επειδή αυτή η σχέση εξ αρχής ενσωματώνει μια εσωτερική ένταση.
Το βιβλίο της Ναυσικάς Παπανικολάτου, Η δημοκρατική πολιτεία στον Αλέξης ντε Τοκβίλ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Επίκεντρο μας παρέχει προνομιακή πρόσβαση στο έργο του στοχαστή, καθώς μπορεί να διαβαστεί με διπλό τρόπο. Αφενός ως μια γενική εισαγωγή (αλλά και εις βάθος μελέτη, καθώς δεν μένει μόνο στην επιφάνεια των ζητημάτων) που πραγματεύεται σε πρώτη ανάγνωση τον Τοκβίλ στα συμφραζόμενα της εποχής του κι επομένως εκτείνεται σε θεματικές που άπτονται της αμερικανικής πολιτικής και συνταγματικής ιστορίας, της θεωρίας της δημοκρατίας, της θεωρίας της επανάστασης κ.ά. Αφετέρου ως μια έμμεση αλλά καίρια συνομιλία με σύγχρονα προβλήματα –διαπίστωση που γίνεται ήδη στις πρώτες σελίδες– το γενικό περίγραμμα των οποίων επιχείρησα να δώσω στις παραπάνω γραμμές (αν και φιλτράροντάς το με τα δικά μου θεωρητικά κι αναγνωστικά ενδιαφέροντα).
Αναδεικνύει με διαύγεια τα σημεία αιχμής και την πρωτοτυπία του στοχαστή, επισημαίνει ωστόσο και τα όρια και τις αδυναμίες της σκέψης του.
Η συγγραφέας με τη μονογραφία της –μόλις η δεύτερη στα ελληνικά που επικεντρώνεται στη σκέψη του Τοκβίλ μετά το Ατομικισμός, επανάσταση και δημοκρατία του Σταύρου Κωνσταντακόπουλου (εκδ. Σαββάλα)– χαρτογραφεί τις ιδέες και τις θέσεις του πρωταγωνιστή της, δείχνοντας πώς αυτές εξελίσσονται, συμπληρώνονται ή αναθεωρούνται λαμβάνοντας υπόψιν όχι μόνον τα θεμελιώδη πρωτογενή κείμενα, αλλά ακόμη και προσχέδια κι επιστολές, συνομιλώντας εκ παραλλήλου πότε άμεσα πότε έμμεσα με τη δευτερογενή βιβλιογραφία. Αναδεικνύει με διαύγεια τα σημεία αιχμής και την πρωτοτυπία του στοχαστή, επισημαίνει ωστόσο και τα όρια και τις αδυναμίες της σκέψης του. Επιπλέον, μέσω της στοχευμένης παράθεσης αποσπασμάτων από το ίδιο το έργο του Τοκβίλ –κάτι που προφανώς λειτουργεί κατά πρώτο λόγο τεκμηριωτικά– μας δίνει μια πολύ καλή αίσθηση του συγγραφέα Τοκβίλ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό μας παρέχει μεγάλη αναγνωστική απόλαυση και μας ιντριγκάρει να ανατρέξουμε στα πρωτογενή κείμενα, καθώς ο Τοκβίλ κατορθώνει κάτι μάλλον σπάνιο για θεωρητικό διανοητή, δηλαδή διατηρώντας την ακεραιότητα των επιχειρημάτων και τη σαφήνεια των εννοιών, παρόλα αυτά γράφει συναισθηματικά φορτισμένα υπενθυμίζοντάς μας ότι αυτά με τα οποία καταπιάνεται δεν περιστέλλονται στα όρια της αφηρημένης πραγματείας· σχετίζονται ευθέως με τους όρους του καθημερινού βίου μας.
Η περίπτωση του Γάλλου ευγενή είναι και από άλλες απόψεις ιδιαίτερη καθώς, όπως εύγλωττα δείχνει η διδάκτορας πολιτικής θεωρίας Ναυσικά Παπανικολάτου, είναι μεν φιλελεύθερος, αλλά ιδιόμορφα φιλελεύθερος. Υπερασπίζεται μια μάλλον υψιπετή εκδοχή ατομικής ελευθερίας την οποία ανησυχεί ότι το «πάθος για την ισότητα» που κομίζει η δημοκρατία θα τη σαρώσει εάν δεν ληφθούν οι κατάλληλες μέριμνες. Εάν ωστόσο είναι καχύποπτος προς την ισότητα των συνθηκών, καθόλου δεν σκέφτεται με αντιδραστικούς όρους. Αφενός διότι η διόρασή του τού λέει ότι το μέλλον ανήκει στη δημοκρατία, αφετέρου διότι η τελευταία μπορεί να καταστήσει την πολιτική ελευθερία κτήμα όλων κι όχι προνόμιο των ολίγων κι αυτή την προοπτική την ασπάζεται με ειλικρινές και βαθύ ενδιαφέρον. Σ’ αυτή, λοιπόν, την προοπτική σπάει το κεφάλι του να βρει το σωστό μείγμα φιλελευθερισμού και δημοκρατίας που θα λειτουργήσει και το οποίο θα εναρμονίσει ελευθερία και ισότητα, ατομικά συμφέροντα και γενικό συμφέρον, ενώ επιπλέον η συμμετοχή των πολιτών στα δημόσια πράγματα θα επενεργήσει ανασταλτικά προς τις ισοπεδωτικές τάσεις τόσο της κοινής γνώμης όσο κι ενός απομονωτικού ατομικισμού.
Μας καλεί να ξαναστοχαστούμε την τρέχουσα πολιτική κρίση που τείνει να μας πολώνει σε δυο στρατόπεδα.
Είναι, αν μη τι άλλο, διδακτική για την ελληνική περίπτωση η έμφαση που δίνει αφενός στις συνθήκες δυνατότητας της (φιλελεύθερης) δημοκρατίας και της κρισιμότητας του τι έχει προηγηθεί της θέσμισής της, αφετέρου στην προτεραιότητα των ηθών, πρακτικών και αντιλήψεων που επικρατούν κοινωνικά περί των δημοσίων πραγμάτων – της πολιτικής κουλτούρας, θα λέγαμε με σύγχρονους όρους. Ίσως αξίζει επ’ αυτού να προβληματιστούν όσοι –σε αντίθεση με τον Τοκβίλ– επιμένουν στη σπουδαιότητα των θεσμών και προσβλέπουν διαρκώς στην επόμενη συνταγματική μεταρρύθμιση ή εσχάτως στα δημοψηφίσματα για τη λύση του πολιτικού μας προβλήματος. Ακόμη περισσότερο, χωρίς φυσικά να μπορεί να μας δώσει έτοιμες συνταγές, μας καλεί να ξαναστοχαστούμε την τρέχουσα πολιτική κρίση που τείνει να μας πολώνει σε δυο στρατόπεδα: αυτούς που υπερασπίζονται τη δημοκρατία κατηγορώντας το νεοφιλελευθερισμό κι αυτούς που υπερασπίζονται πότε τη δημοκρατία πότε το Κράτος Δικαίου κατηγορώντας το λαϊκισμό. Η στάση του Τοκβίλ μας υποδεικνύει τη δυνατότητα μιας εποικοδομητικής τρίτης θέσης που αντιλαμβάνεται τα δίκια της μιας και της άλλης πλευράς, αλλά αναμετράται και με τη μονομέρεια και τη μεροληψία της καθεμιάς.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Η δημοκρατική πολιτεία στον Αλέξης ντε Τοκβίλ
Ναυσικά Παπανικολάτου
Εκδόσεις Επίκεντρο 2016
Σελ. 440, τιμή εκδότη € 18,00