Με αφορμή το κλείσιμο της ΕΡΤ
Του Σωτήρη Βανδώρου
Ας αφήσουμε στην άκρη τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύτηκε το λουκέτο στην ΕΡΤ και την πολιτική ποιότητα των ανθρώπων που πήραν κι εφάρμοσαν αυτή την απόφαση, τους λόγους για τους οποίους πάρθηκε, όσο και την ιλιγγιώδη ανικανότητα των κυβερνώντων να διαχειριστούν την παραμικρή ουσιαστική μεταρρύθμιση του Δημοσίου, η οποία για εκείνους, όπως φαίνεται, στην πράξη ταυτίζεται με την απομείωσή του. Ας αφήσουμε στην άκρη το δράμα των άνεργων, πλέον, πρώην εργαζομένων που επιπλέον κατασυκοφαντήθηκαν – όλα τους σημαντικά ζητήματα που θα άξιζαν ξεχωριστή διαπραγμάτευση.
Κι ας αναρωτηθούμε, με ένα αποστασιοποιημένο βλέμμα, αν πραγματικά χρειαζόμαστε δημόσια ραδιοτηλεόραση σήμερα, δηλαδή όταν έχουμε τόσα ιδιωτικά ηλεκτρονικά (αλλά και έντυπα) μέσα επικοινωνίας; Για ποιο λόγο να επιβαρύνονται οι φορολογούμενοι πολίτες και μάλιστα διπλά, πληρώνοντας το σχετικό τέλος μέσω της ΔΕΗ, αλλά και μέσω του κρατικού προϋπολογισμού; Ήδη, ο κοινότοπος τρόπος με τον οποίο τίθεται το ερώτημα υποδηλώνει μια γενική προπαραδοχή: δηλαδή ότι είναι εύλογο καταρχάς να εμπιστευόμαστε την «αγορά» ως πιο αποδοτική, οικονομικά συμφέρουσα κ.ο.κ. έναντι του κράτους το οποίο οφείλει να περιορίζεται σε τομείς που αφορούν μόνον σημαντικά δημόσια αγαθά τα οποία η αγορά δεν μπορεί να τα προσφέρει χωρίς υψηλό τίμημα, π.χ. σχετιζόμενα με την υγεία.
Αναλαμβάνοντας το ρίσκο να φανώ αθεράπευτος κρατιστής επιθυμώ να διαψεύσω ότι αυτός ο ισχυρισμός έχει καθολική ισχύ, κάνοντας μια μικρή παρέκβαση: Ένα παράδειγμα που γνωρίζω ως προσωπικό βίωμα είναι αυτό που συνέβη με την πλαζ του ΕΟΤ στη Βάρκιζα της οποίας πριν από μια δεκαετία και κάτι (δεν θυμάμαι πότε ακριβώς) η εκμετάλλευση εκχωρήθηκε σε ιδιώτες. Από τη μια στιγμή στην άλλη, η ποιότητα των υπηρεσιών έπεσε δραματικά, όσο εξίσου δραματικά ανέβηκε το κόστος: το εισιτήριο εισόδου αυξήθηκε πάνω από 100% μέσα σε 1-2 έτη, το πάρκιν ήταν δωρεάν και κατόπιν είχε τίμημα, αλλά επιπλέον περιορίστηκαν σχεδόν μέχρι εξαφανίσεως οι προηγουμένως δωρεάν προσφερόμενες καρέκλες, ξηλώθηκαν μεγάλες τέντες που πρόσφεραν σκιά κι απαγορεύτηκε να κάθεσαι κάτω από μεγάλα πλατάνια (που επίσης πρόσφεραν δροσιά και σκιά) κι αντ’ αυτού γέμισε ο τόπος μικρές ομπρέλες και ξαπλώστρες, ακριβώς επειδή χρεώνονται έξτρα.
Οι πιο ευημερούσες κοινωνίες στην Ευρώπη σήμερα εξακολουθούν να είναι οι σκανδιναβικές. Είναι οι χώρες που έχουν πολύ εκτεταμένο δημόσιο τομέα τόσο ως προς τις υπηρεσίες, όσο κι ως προς τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων. Βεβαίως, ο δημόσιος τομέας συντηρείται με πολύ υψηλή φορολογία η οποία ωστόσο «πιάνει τόπο», λόγω ορθολογικής οργάνωσης και υψηλής απόδοσης (οι οποίες αποδεικνύεται ότι καθόλου δεν είναι προνόμια των ιδιωτικών επιχειήσεων), κάτι που σημαίνει ότι είναι κοινωνίες με λιγότερες ανισότητες, ακριβώς διότι οι άριστες υπηρεσίες παιδείας, υγείας κ.ο.κ. επιβαρύνουν το σύνολο της κοινωνίας και ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός. Στο αντεπιχείρημα ότι εμείς δεν είμαστε ούτε μπορούμε να γίνουμε Σκανδιναβοί, ένα ερώτημα είναι: και γιατί να μην μπορούμε να γίνουμε ως προς το δημόσιο, αλλά να μπορούμε να γίνουμε ως προς τον ιδιωτικό τομέα (ο οποίος οδηγείται σε «κινεζοποίηση» σήμερα, αντί να επενδύει σε γνώση και καινοτομία);
Ας επανέλθουμε όμως στην ΕΡΤ κι ας αναρωτηθούμε ξανά. Τι χάσαμε από χτες στις 23.15 το βράδυ; Ασφαλώς δεν θα μας λείψουν οι γνωστές παθογενείς καταστάσεις με το όργιο διορισμών των «δικών μας παιδιών», ακόμη και τώρα, επί τρικομματικής διακυβέρνησης με αναλογία 4 (ΝΔ), 2 (ΠΑΣΟΚ), 1 (ΔΗΜΑΡ), η ανορθολογική, σπάταλη και η όχι σπάνια σκανδαλώδης διαχείριση δημοσίων πόρων, ούτε η λειτουργία της, πότε λιγότερο πότε περισσότερο ως κυβερνητικό φερέφωνο. Όμως, αυτά ακριβώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν με ένα σχέδιο εξυγίανσης, όχι με delete. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση, καταρχάς επειδή ήταν μονοπώλιο, συγκρότησε έναν ενιαίο οπτικοακουστικό χώρο στον οποίο βιώθηκαν γεγονότα σημαντικά για την ίδια τη συλλογική μας ταυτότητα και μνήμη, σε ό,τι δηλαδή δίνει υπόσταστη και προοπτική σε μια κοινωνία. Ο στίχος από το τραγούδι του Κηλαηδόνη το συμπυκνώνει καλύτερα από εμένα: «Πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή». Η από κοινού βίωση καθημερινών, αλλά και ξεχωριστών τραυματικών ή θριαμβευτικών εμπειριών και μάλιστα εθνικής εμβέλειας, εάν περιλάβουμε και τους Έλληνες του εξωτερικού, τα οποία είναι χραγμένα στη συνείδησή μας και μάς δίνουν την αίσθηση ότι ανήκουμε σε μια κοινότητα, ότι μετέχουμε ενός κοινού πολιτισμού (περιλαμβανομένων των εσωτερικών αντιθέσεων και συγκρούσεων), είναι αυτό κυρίως που πιστεύω ότι κάνει τόσο έντονες και συναισθηματικά έμφορτες τις αντιδράσεις στο «λουκέτο» και κάνει επίσης να φαντάζει αδιανόητο ότι πέφτουν «τίτλοι τέλους» με δυο υπουργικές υπογραφές, έστω και προσωρινά.
Όταν πληροφορήθηκα για το κλείσιμο το πρώτο πράγμα που μου ήρθε ασυναίσθητα στο μυαλό ήταν το μουσικό σήμα τίτλων της «Αθλητικής Κυριακής». Σε κάποιον άλλον μπορεί να ήρθε η Eurovision, το Ευρωμπάσκετ του 1987, η θεία λειτουργία της Κυριακής ή το «Θέατρο της Δευτέρας». Είμαι σίγουρος ότι με νιώθετε, δεν χρειάζεται να σας κουράζω άλλο. Είναι αυτό που υποτίμησαν οι πολιτικοί μας φωστήρες, παρόλη την τεχνοκρατική τους αξιοσύνη. Καλά ξεμπερδέματα τώρα (στις πλάτες μας, βέβαια) με ανασύσταση της ΕΡΤ με τη βαθυστόχαστη μέθοδο «απόψε αυτοσχεδιάζουμε». Αλλά, θα μού αντιτείνετε οι ψυχραιμότεροι, εδώ και 25 χρόνια έχουμε πλήθος ιδιωτικών καναλιών, δεν είναι η ίδια συνθήκη. Σωστά. Κι αυτό σημαίνει, ότι αν δεν είμαστε δογματικοί κι αξιοποιήσουμε την εμπειρία αυτή, οφείλουμε να αναζητήσουμε το λόγο ύπαρξης μιας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στη συμπληρωματικότητα των δύο. Δηλαδή, πρωτίστως να διαπιστώσουμε τη σχεδόν πλήρη απουσία προγράμματος πολιτισμού στα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια και την ελάχιστη και πάντως μη ικανοποιητική κάλυψη στα ραδιοφωνικά πιο απαιτητικών μορφών, π.χ. κλασικής μουσικής, εικαστικών, βιβλίου. Δεύτερον, την ανάγκη πλουραλιστικής ενημέρωσης την οποία μια πραγματικά ανεξάρτητη δημόσια ραδιοτηλεόραση, δηλαδή με κομμένο τον κυβερνητικό λώρο, θα μπορούσε να υπηρετήσει, διορθωτικά προς τα όρια που θέτουν στην ιδιωτική τα κριτήρια εμπορικότητας, όσο και το ιδιοκτησιακό της καθεστώς (π.χ. πώς μπορεί να γίνει ένα ρεπορτάζ ερενητικής δημοσιογραφίας που να θίγει, ενδεχομένως, τραπεζικά συμφέροντα όταν τα ιδιωτικά κανάλια βασίζονται στον τραπεζικό δανεισμό κι επιπλέον οι τράπεζες είναι και διαφημιζόμενοι;). Τρίτον, υπάρχουν κάποια γεγονότα, όπως π.χ. οι Ολυμπιακοί Αγώνες, τόσο πολύπολοκα κι απαιτητικά σε πόρους που κανένα ιδιωτικό κανάλι δεν μπορεί να αναλάβει αξιοπρεπώς την κάλυψή τους χωρίς να «μπει μέσα». Εξίσου, κανένα ιδιωτικό κανάλι δεν μπορεί να συντηρήσει ένα ικανοποιητικό δίκτυο ανταποκριτών στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Και κάποιος μπορεί να αναφερθεί σε παράπλευρες, αλλά όχι ασήμαντες δραστηριότητες συνδεόμενες με την ΕΡΤ, όπως τα μουσικά της σύνολα κ.ο.κ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση που περνάμε μάς υποχρεώνει να αναθεωρήσουμε τη σχέση μας με το κράτος και, πράγμα διαφορετικό, με το δημόσιο συμφέρον. Και υπάρχει κάτι που λέγεται δημόσιο αγαθό το οποίο πρέπει να διαφυλάξουμε όχι παρά την κρίση, αλλά εξαιτίας της. Διότι τα δημόσια αγαθά, περιλαμβανομένων αυτών συμβολικής φύσεως, αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη αξία ακριβώς όταν οι άνθρωποι δυσπραγούν και νιώθουν ανασφαλείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κοστίζουν πανάκριβα, ούτε ότι δεν πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις. Σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν. Στ’ αλήθεια όμως.