Κάθε εβδομάδα η Book Press προτείνει ένα βιβλίο από τις πρόσφατες εκδόσεις.
Επιμ. Λεωνίδας Καλούσης
Αυτή την εβδομάδα το μυθιστόρημα «Σκιές στο Νείλο - Το κουαρτέτο της Ιερουσαλήμ» του Edward Whittemore, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Βρισκόμαστε στο Κάιρο του 1942, κι ενώ η πόλη είναι στοιχειωμένη από την επέλεση των πάντσερ του Ρόμελ που από στιγμή σε στιγμή αναμένεται να εισβάλλουν στην πόλη. Ο μακρινός αντίλαλος των πυροβόλων και των βολών των αρμάτων μάχης δημιουργεί μια ατμόσφαιρα παραλυτικής έντασης για τους ήρωες. Σ' αυτό το κλίμα, ο Whittemore στήνει στην σκηνή έναν ευρύτατο θίασο από πρωταγωνιστές και κομπάρσους, απλώνοντας δεκάδες νήματα πλοκής σε πολλές κατευθύνσεις. Κατασκοπευτικό, φιλοσοφικό, «παραγνωρισμένο», το μυθιστόρημα ποταμός του αμερικανού συγγραφέα επιτυγχάνει να δημιουργήσει ένα μοναδικό σύμπαν διπλοπροσωπίας και παράκρουσης, γρίφων και αντανακλάσεων, μέσα στο οποίο η αλήθεια, όπως και το καλό και το κακό, αλλάζει διαρκώς πρόσωπα. Το Σκιές στον Νείλο είναι το τρίτο μέρος μιας χαλαρής τετραλογίας με τον τίτλο Το κουαρτέτο της Ιερουσαλήμ, διαβάζεται όμως χωρίς πρόβλημα ανεξάρτητα από τα δύο μυθιστορήματα που προηγήθηκαν.
Ποιος είναι ο συγγραφέας
Ο Edward Whittemore (1933-1995) σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Yale και στη συνέχεια υπηρέτησε ως αξιωματικός των Πεζοναυτών στην Ιαπωνία. Για μια δεκαετία έδρασε ως πράκτορας της CIA στην Άπω Ανατολή, στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Μεταξύ άλλων διηύθυνε μια εφημερίδα στην Ελλάδα, δούλεψε σε μια βιοτεχνία υποδημάτων στην Ιταλία και εργάστηκε στην Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών της Νέας Υόρκης επί δημαρχίας Lindsay. Από το 1977 έως το 1987 έγραφε το "Κουαρτέτο της Ιερουσαλήμ", ενώ μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και την Ιερουσαλήμ.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Έκλεινα την πόρτα, καθόμουν στην άκρη του κρεβατιού και κοίταζα εκείνον τον λεκέ και φανταζόμουν πως ήταν ένας χάρτης και προσπαθούσα να εντοπίσω τη ζωή μου: το σχήμα της, τα όριά της», είπε ο Στερν. «Μάταιος κόπος. Δεν έβλεπα παρά μια μεγάλη σκιά στο ξύλο, σπαρμένη εδώ κι εκεί με σκούρα σημάδια, που υπαινίσσονταν αόριστα πράγματα, όπως τα σύννεφα στον ουρανό.
»Στην αρχή, αυτός ο λεκές μου φαινόταν τόσο άσχημος που δεν ήθελα να βρίσκομαι στο δωμάτιο. Με έκανε να ντρέπομαι και με τρόμαζε. Ήξερα πως βρισκόταν πάντα κάτω από το χαλί και πρόσεχα να μην πατήσω σε κείνο το σημείο. Μετά από κάμποσο καιρό όμως τον ξέχασα και κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως πατούσα πάνω του, χωρίς να το καταλαβαίνω. Αυτό έκανε τα πράγματα καλύτερα κατά κάποιον τρόπο, αλλά ταυτόχρονα με γέμισε θλίψη γιατί σήμαινε πως είχα μάθει να ζω μαζί του. Η ψυχή μου έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει για να επιβιώσει: ξέχασε. [....]»