Κάθε εβδομάδα η Book Press προτείνει ένα βιβλίο από τις πρόσφατες εκδόσεις.
Επιμ. Λεωνίδας Καλούσης
Αυτή την εβδομάδα το μυθιστόρημα Καναδάς του Αμερικανού συγγραφέα Ρίτσαρντ Φορντ, σε μετάφραση Θωμά Σκάσση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Τι κάνεις αν στα δεκαπέντε σου χρόνια οι γονείς σου συλληφθούν γιατί ληστεία τράπεζας; Πώς τα βγάζεις πέρα με το να κερδίζεις το ψωμί σου και, κυρίως, πώς καταφέρνεις να ξεπεράσεις ένα τέτοιο γεγονός και να συνεχίσεις τη ζωή σου; Ο Ντελ Πάρσονς, ο αφηγητής αυτού του εκτενέστατου μυθιστορήματος, βρίσκεται ολομόναχος, αφού ακόμη και η δίδυμη αδερφή του το σκάει, αφήνοντάς τον σε έναν οικογενειακό φίλο που τον φυγαδεύει στο Καναδά. Εκεί, υποχρεώνεται να συμβιώσει με το Αμερικανό Άρθουρ Ρέμλινγκερ, άνθρωπο με ήρεμη συμπεριφορά αλλά κρυφά βίαιο χαρακτήρα. Η αφήγηση, με το ώριμο πλέον βλέμμα ενός μεγαλύτερου Ντελ, έχει τόνο ήρεμο και βαθυστόχαστο, εστιάζοντας στις βαθιές αλλαγές που ωριμάζουν μέσα μας και των οποίων οι συνέπειες εμφανίζονται αργότερα μέσα στα χρόνια.
Ποιος είναι ο συγγραφέας
Ο Ρίτσαρντ Φορντ γεννήθηκε στο Τζάκσον του Μισσισσιππή το 1944 και θεωρείται από τους σημαντικότερους εν ζωή αμερικανούς συγγραφείς. Έχει εκδώσει επτά μυθιστορήματα και τέσσερις συλλογές διηγημάτων, από τις οποίες η συλλογή Rock springs περιέχει ορισμένα από τα πλέον ανθολογημένα του διήγηματα. Στα ελληνικά κυκλοφορούν ακόμη τέσσερα μυθιστορήματά του, Ο αθλητικογράφος (εκδ. Ωκεανίδα), Κομμάτι από την καρδιά μου (εκδ. Ολκός), Άγρια ζωή (εκδ. Ζαχαρόπουλος), Η χώρα όπως είναι (εκδ. Πατάκη). Το αμετάφραστο ακόμη στην χώρα μας Independence Day τιμήθηκε την ίδια χρονιά με βραβείο Πούλιντζερ και PEN/Φόκνερ. Ο Καναδάς είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα και το 2012 που κυκλοφόρησε (το 2013 σε μετάφραση) θεωρήθηκε ένα από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς.
Συχνά, τα γεγονότα που σου αλλάζουν τη ζωή δεν φαίνονται από την αρχή σαν τέτοια.
Με ξύπνησαν κάποιες ομιλίες. Ένας άντρας που γελούσε, μετά το μουρμούρισμα μιας άλλης φωνής, έπειτα ο μεταλλικός ήχος μιας κουκούλας αυτοκινήτου που έκλεινε. Κατόπιν κι άλλα γέλια. «Ας έβρισκα μια γυναίκα να μου πει κάτι που δεν ξέρω» – ακούστηκε σαν τη φωνή του Τσάρλι Κουόρτερς. Αυτές οι ομιλίες ακούγονταν κάπου έξω από το δωμάτιο όπου κοιμόμουν· ένα δωμάτιο στο οποίο με θυμόμουν να μπαίνω, αλλά τώρα δεν το αναγνώρισα. Ή ατμόσφαιρα ήταν βαριά από τη δροσερή μυρωδιά του χρώματος και από κάτι αψύ, μεταλλικό και υπόξινο. Ένα λεπτό γκρίζο ύφασμα με άσπρη μπορντούρα κάλυπτε το παράθυρο που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι μου –ένα πτυσσόμενο μεταλλικό ράντζο όλο κι όλο–, κόβοντας κάπως το πρωινό φως. Δεν ήξερα ποιο ήταν το μέρος που είχε αυτό το φως, ούτε πόσες ώρες ταξιδεύαμε την προηγούμενη νύχτα, ούτε αν εδώ ήταν ο προορισμός μου.